Περισσότεροι από 12.000 άνθρωποι έχουν περάσει από τις πύλες του και έχουν εκπαιδευτεί σε διάφορους τομείς του τουρισμού, στη διάρκεια των 63 χρόνων λειτουργίας του.
Η σχολή τουριστικών επαγγελμάτων, νυν ΙΕΚ Θεσσαλονίκης-Υπουργείου Τουρισμού, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και ιστορικότερα δημόσια τουριστικά εκπαιδευτήρια στην Ελλάδα, όπως αναφέρει μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η αναπληρώτρια διευθύντρια της σχολής, Ξένη Γερνά.
Και παρότι είθισται ακόμη και σήμερα η γυναίκα να είναι εκείνη που κρατάει τα «σκήπτρα» στην κουζίνα τις οικογενειακής εστίας, στην εν λόγω σχολή που ιδρύθηκε το 1937, η πρώτη γυναίκα που εισήχθη στο τμήμα μαγειρικής ήταν το 1982, όταν πλέον τα τμήματα έγιναν μεικτά. Σήμερα, η σχολή διαθέτει τέσσερις ειδικότητες: τεχνικός τουριστικών μονάδων και επιχειρήσεων φιλοξενίας, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, τεχνικός μαγειρικής και αρχιμάγειρας και τεχνικός αρτοποιός-ζαχαροπλαστικής.
Σύμφωνα με την κ. Γερνά, υπάρχει διαχρονικά πλήρης απορρόφηση των σπουδαστών από την τουριστική βιομηχανία, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. «Οι απόφοιτοί μας σε μεγάλο ποσοστό κατέχουν θέσεις μεσαίων και υψηλόβαθμων στελεχών κυρίως σε 4* και 5* ξενοδοχειακές μονάδες», επισημαίνει.
«Η λέξη «φιλοξενία» προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις «φιλώ» και «ξένος» που σημαίνει να αγαπάς και να γίνεσαι φίλος με τον ξένο. Η φιλοξενία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και εθεωρείτο πράξη αρετής. Στη χώρα που γεννήθηκε αυτός ο θεσμός θα πρέπει να παραμείνει, να αναβιώνει και να διδάσκεται, αποτελώντας πρότυπο πεδίο γνώσης για όλο τον υπόλοιπο κόσμο», σημειώνει η κ.Γερνά και προσθέτει: «Η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει το όνομά της, τα πλεονεκτήματά της και τη θέση της στην τουριστική κατάταξη, ώστε όχι μόνο να οργανώσει και να προωθήσει την παροχή τουριστικής εκπαίδευσης για τις ανάγκες της χώρας, αλλά και να προσβλέπει στην προσέλκυση σπουδαστών από άλλες χώρες. Σε μια χώρα, που υποδέχεται και εξυπηρετεί ετησίως τουρίστες, τρεις φορές περισσότερους από τους κατοίκους της, αυτό θα πρέπει να είναι η βάση για να οργανωθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα βασισμένο στη γνώση και την εμπειρία. Χρειάζεται πολιτική βούληση, συνεργασία φορέων και πολυμήχανος ολιστικός σχεδιασμός».