Τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης και των περικοπών δαπανών στην ποιότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος διαπιστώνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε έκθεσή του, επισημαίνοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας της Παιδείας στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων ο Οργανισμός υπογραμμίζει την ανάγκη αύξησης των δαπανών για την εκπαίδευση και στελέχωσης των σχολείων με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό, παροχής μεγαλύτερης αυτονομίας στις σχολικές μονάδες, αλλά και καλλιέργειας κουλτούρας αξιολόγησης.
Ειδικότερα στην έκθεσή του με τίτλο «Education for a Bright Future in Greece» («Εκπαίδευση για ένα λαμπρό μέλλον στην Ελλάδα») ο Οργανισμός σημειώνει ότι λόγω της οικονομικής κρίσης «το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υπέστη μια σειρά περικοπών στις δημόσιες δαπάνες (μείωση της τάξης του 36% σε ονομαστικούς όρους κατά την τελευταία δεκαετία) και ‘πάγωμα’ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων που επηρέασαν τους μισθούς και οδήγησαν στην πρόσληψη νέων καθηγητών σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου». Το γεγονός αυτό «επηρέασε την ποιότητα των σχολείων και του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του», σημειώνει η έκθεση, δεδομένης – όπως αναφέρει – και της ποικιλομορφίας που παρουσιάζει το μαθητικό σώμα, λαμβανομένων υπόψιν των υψηλών επιπέδων παιδικής φτώχειας και του μεγαλύτερου ποσοστού μαθητών-προσφύγων.
Σε αυτό το περίπλοκο πλαίσιο, όπως τονίζει ο ΟΟΣΑ, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες διαρθρωτικές προκλήσεις, όπως το υψηλό ποσοστό αναπληρωτών εκπαιδευτικών, το ιδιαίτερα συγκεντρωτικό σχολικό σύστημα, την ανάγκη καλύτερης επαγγελματικής εξέλιξης των δασκάλων, τις επιπτώσεις της εκτεταμένης «σκιώδους» εκπαίδευσης (σ.σ. παραπαιδεία) και τις αδυναμίες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι προτάσεις του ΟΟΣΑ
«Τώρα που οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας βελτιώνονται, είναι καιρός να εστιαστεί η προσοχή στην οικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος υψηλής απόδοσης που θέτει τα παιδιά στο επίκεντρό του. Η Ελλάδα μπορεί να μετατρέψει το εκπαιδευτικό της σύστημα σε μοχλό μιας πιο συμμετοχικής και βιώσιμης ανάπτυξης» δήλωσε εκ μέρους του ΟΟΣΑ η διευθύντρια Προσωπικού του Οργανισμού, Γκαμπριέλα Ράμος.
Όπως υπογράμμισε η ίδια, με βάση τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη την παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας στα σχολεία και στους διευθυντές των σχολείων, τη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου λογοδοσίας και τη διαμόρφωση μίας κουλτούρας που θα βασίζεται στην αξιολόγηση.
«Στο πλαίσιο της ψηφιακής επανάστασης, που επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής, είναι ζωτικής σημασίας να ιεραρχηθούν οι δεξιότητες και οι ικανότητες των μαθητών, των νέων και των εργαζομένων στην Ελλάδα» πρόσθεσε η κ. Ράμος.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η ατζέντα των μεταρρυθμίσεων πρέπει επίσης να επικεντρωθεί στην παροχή μεγαλύτερης εργασιακής σταθερότητας και καινοτόμων εργαλείων επαγγελματικής εξέλιξής στους εκπαιδευτικούς, ενισχυμένων ρόλων στους διευθυντές των σχολείων, στην ανάπτυξη ενός συνόλου στρατηγικών αρχών για τη χάραξη πολιτικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και στην βελτίωση της ποιότητας των μαθημάτων εντός των σχολικών μονάδων για την αντιμετώπιση της παραπαιδείας.
«Η εξορθολογισμός και η βελτίωση της διακυβέρνησης και της χρηματοδότησης του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολείων του θα βοηθούσαν επίσης» τονίζει ο ΟΟΣΑ, επισημαίνοντας παράλληλα την ανάγκη ανάπτυξης ενός γενικού οράματος για την εκπαίδευση στην Ελλάδα «παρέχοντας οικονομική διαφάνεια αναφορικά με τους διαθέσιμους πόρους, δίνοντας στα σχολεία διακριτή ταυτότητα και ικανότητες και δημιουργώντας ένα μόνιμο εκπαιδευτικό δυναμικό στα σχολεία».
Σημειώνει παράλληλα την ανάγκη εξάλειψης των αναντιστοιχιών μεταξύ των δεξιοτήτων των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας, που θα συμβάλλει, όπως εξηγεί, στη μείωση των υψηλών επιπέδων ανεργίας των αποφοίτων.
«Για να υλοποιήσει όλες αυτές τις αλλαγές και πολλές από τις συστάσεις της έκθεσης, η Ελλάδα θα πρέπει να διαθέσει τις δαπάνες που αρμόζουν στον εκπαιδευτικό τομέα» καταλήγει η έκθεση, ζητώντας την αύξηση των κονδυλίων που περικόπηκαν λόγω οικονομικής κρίσης.