φωτογραφία από
Τά ἠθικά καί κοινωνικά θέματα τοῦ καταλόγου και ὁ θεσμός τῆς νηστείας.
Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου,
ἐφημερίου τοῦ Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου.
Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς 23ης Μαρτίου 2016 στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας μέ θέμα «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» (Μεγάλη προετοιμασία χωρίς προσδοκίες).
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.
Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας,

ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευ­ματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθο­νοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.

Σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε τήν εὐτελέστατη αὐτή προσωπική μου κατάθεση, πού ἐπιτείνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ προλόγου τοῦ πρώτου θεολογικοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου λέγοντος:
«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρᾶς ἄν εἴη καί αὐθάδους ψυχῆς ἔνδειγμα. Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (Θεολογικός Α΄ καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός). Μά πῶς τό τολμοῦν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεων!
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί θαῦμα ἦταν αὐτό, τό νά καταφθάνουν γιά τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή Νίκαια ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου τριακόσιοι δέκα ὀκτώ ἅγιοι πατέρες, σακάτηδες ἀπό τούς τελευταίους διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν καί νά γίνονται καλοδεχούμενοι ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς τότε οἰκουμένης, μή βαπτισμένο ἀκόμα, αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετέπειτα ἅγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔσκυβε καί ἀσπαζόταν τίς οὐλές καί τά τραύματατῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν. Μέ τί καρδιά καί μέ τί ψυχή θά ἀνοίξουμε τά πήλινα χείλη μας γιά νά ἐπαναδιαπραγ­ματευτοῦμε τά ὅσα αὐτοί καλῶς ἐδογμάτισαν! Ἀφ’ ἑτέρου πῶς μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἀρχαίους, σέ συγχρόνους, σέ νεωτερικούς καί μετανεωτερικούς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπό τοῦ πρώτου ζεύγους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί μέχρι τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε μόνο γιά κάποιους ἀνθρώπους καί ὄχι γιά πάντας τούς κατοικούντας ἐπί τῆς γῆς;
Ἀπό τήν πρώτη ἤδη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) διαφαίνονται οἱ προθέσεις καί προοπτικές τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, διεκδικούσης τό κῦρος καί τήν ἁγιοπνευστία Οἰκουμενικῆς.
Ἀμέσως μετά, στίς 7 Μαΐου 1977, ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ σήμερον Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέστειλε ἱκετευτικόν ὑπόμνημα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ σοβαρές παρατηρήσεις, πού δήλωναν τίς προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τοιαύτης Συνόδου. Δέν φαίνεται νά ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἀπό κανένα ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων θεολόγων κατά τίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διασκέψεις μέχρι σήμερα. Τό λυπηρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν οἱ θεοφώτιστες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. «Συνοδικῶς», ἑπομένως, πλέον ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται ἡ μεταπατερική θεολογία.
Ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων καί ἡ μεθοδολογία τῆς προπαρα­σκευῆς της φανερώνουν ἀντισυνοδικό φρόνημα καί μιά νεοπαπιστι­κή ἐπιβολή μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Συνόδου. Μετά μάλιστα ἀπό τή συνολική εἰκόνα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου πού ἔχουμε ἀπο­κρυ­σταλλώσει, ἡ προετοιμαζόμενη «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος διαθέτει ὅλα τά χαρακτηριστικά δεινῆς ὁλοκληρωτικῆς παπικῆς Συνόδου, σάν τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ὁποία ἰσχυροποίησε καί ἐπξύξησε τό παπικό πρωτεῖο καί τό παπικό ἀλάθητο. Ἁπλῆ ἀπομίμηση οὐμανιστικῶν νεοεποχίτικων συνεδρίων ἑτοιμάζεται.
Τό ὅτι ἡ πρώτη ἀλλά καί οἱ πέντε λοιπές προπαρασκευαστικές Προσυνοδικές Διασκέψεις, μέχρι καί τήν τελευταία τῶν Προκαθημένων, ἔχουν σαφέστατα τό χαρακτήρα κοσμικοῦ συνεδρίου καί ὄχι Ὀρθοδόξου Συνόδου, φαίνεται καί ἀπό τόν τεράστιο ἀρχικά ἀριθμό θεμάτων – σαράντα ἀρχικά – τά ὁποῖα κατέληξαν στόν ἀριθμό τῶν δέκα περίπου, ἀσύμβατος ἀριθμός θεμάτων μέ τόν ἀριθμό θεμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐκτός καί ἄν οἱ προεδρεύοντες στίς ἐπί μέρους συνεδρίες ἔχουν ἀποφασίσει προσυνοδικῶς τά πολλά ἐπί μέρους θέματα νά τά διεξέλθουν συνοπτικῶς καί ἕνα ἤ δύο ἐξ αὐτῶν νά τά ἀναδείξουν ὡς μείζονος σημασίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό τοῦ ΠΣΕ. Ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ κείμενα διαφόρων «Πατριαρχικῶν» πού θεωροῦν ὡς μία καί ἑνιαία Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη, μαζί μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό. Δεδομένου μάλιστα τοῦ γεγονότος ὅτι ἤδη εἶναι προσκεκλημένοι στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο παρατηρητές ἑτερόδοξοι, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀνετότατα μπορεῖ νά προσφωνηθοῦν μέ τούς «ἐκκλησιαστικούς» βαθμούς τους καί Συνοδικῶς νά νομιμο­ποιηθοῦν ὡς μέλη καί ὡς βαθμοφόροι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέ μία εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως μέσα ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἠρακλείου, ὅπου κατά τή μεγαλώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θά παρίστανται ἅπαντες οἱ προσκεκλημένοι αἱρετικοί στήν περίλαμπρη ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, θά σαρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θά ἰσοπεδωθοῦν συλλήβδην ἅπαντα τά πιστεύματά μας. Ἡ μέλλουσα «Ἅγία» καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδιανόητο νά ἀναμείξει τά ἄμεικτα, δηλαδή τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας μέ τήν αἱρετική ἐπίδραση τῶν παπικῶν παρατηρητῶν.
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπινοοῦσε τεχνητῶς, δέν ἐξεύρισκε θέματα, γιά νά συνέλθει καί νά συνεδριάσει σέ συνεδριάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μόνο γιά ἕνα ἤ δύο ἤ τό πολύ τρία δογματικά θέματα συνήρχετο. Θεωροῦσαν μάλιστα ἀπαραί­τητο οἱ Ἅγιοι πατέρες νά εὑρίσκονται παρόντες ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης, μέ ἴση μάλιστα ψῆφο γιά τόσο σοβαρά θέματα. Ἡ νοοτροπία αὐτή προῆλθε ἤδη ἀπό τίς Ἀποστολικές Συνόδους ὅπου παρευρίσκονταν ἅπαντες οἱ δώδεκα καί, εἰ δυνατόν, καί οἱ ἑβδομήκοντα καί ἄλλοι ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν. Ἀριστίνδην Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἴχαμε ποτέ. Τό σημερινό ἐπιχείρημα τῆς πληθώρας τῶν ἐπισκόπων καί τῶν τεραστίων ἀποστάσεων πού πρέπει νά διανύσουν γιά νά συναχθοῦν ἐπί τό αὐτό δέν ἀξίζει νά προσπαθήσουμε νά τό ἀναιρέσουμε λόγῳ τῶν πολλῶν καί συγχρόνων μέσων μεταφορᾶς καί ἐπικοινωνίας.
Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων δέν προετοιμάζεται σέ τόσες συνεδρίες προσυνοδικές ἐπί τόσα πολλά χρόνια, ἀλλά προκύπτει ἄμεσα μέ μόνο σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν Χριστῷ θέωση τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶχαν πάντοτεΧριστολογικό, Σωτηριολογικό καί Ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Τό παμπεριεκτικόν πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνος Του, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, προκαλοῦσαν τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν ἁγίων ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Του καί διά διαταγμάτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Φόβος καί τρόμος κατελάμβανε τούς ὑπεύθυνους ἄρχοντες μπροστά στό διασπαστικό μίασμα τῶν αἱρέσεων, τῶν σχισμάτων καί τῶν πολλαπλῶν ἀλλοτριωτικῶν ρηγμάτων.
Ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος πού ἀπό χρόνια προετοιμάζεται δέν ἔχει αὐτό τό χαρακτήρα, γιατί τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι κατακερματισμένα σέ ἐπί μέρους ἠθικῆς φύσεως θέματα, μέ στόχο τή διείσδυση καί ἐπικράτηση τῆς κοσμικῆς νεωτερικῆς ἤ μετανεω­τερικῆς ἤ καλύτερα μεταπατερικῆς συγχρόνου νοοτροπίας στή Θεολογία, στήν Παράδοση, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρεῖται μάλιστα ὅπως θά δείξουμε κατωτέρω συγκεκριμενοποίηση καί ρύθμιση τῆς «Οἰκονομίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί προσομοίωση τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας πρός τό παπικό, τό ὁποῖο αὐστηρά ὁρίζει καί τήν ἀκρίβεια καί τήν Οἰκονομία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων της τόνιζε πάντοτε τή θεόπνευστη ἀκρίβεια τῶν Κανόνων της, ἐφάρμοζε ὅμως ἀπέραντη καί ἀσύλληπτη Οἰκονομία στά μέλη της πού, ὄντας ἀσθενῆ, τά οἰκονομοῦσε καί τά χριστοοικονομεῖ στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μακαρία Θεία Κεφαλή τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μέλη ὅλους μας, δικαίους καί ἐν μετανοίᾳ ἁμαρτωλούς. Καμία δημαγωγία μετανεωτερική ἤ μεταπατερική δέν μπορεῖ νά φιμώσει τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στόν εὐαγγελισμό πάντων τῶν ἐθνῶν στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Σκηνοθετημένη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά στηθεῖ φωνάζει ἀπό τό 1977 ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Οὔτε εὐαγγελικό, οὔτε ὀρθόδο­ξο, οὔτε κανονικό, θά ἦταν να ἐπιτραπεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν Πατριαρχείων νά ὁδηγήσει τήν ὀρθοδοξία στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Ἐφ’ ὅσον τά μείζονα θέματα α) τῆς ἐκπροσωπήσεως καί β) τῆς θεματολογίας εἶναι ἀντίθετα πρός τήν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τί νά ποῦμε γιά τά ἐπί μέρους;
Ἄς ἔλθουμε πιό συγκεκριμένα στό βασικό θέμα μας. Στό θέμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ συνδημιουργός μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τελευταῖο δημιουργεῖ ἐκ τοῦ χοός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τήν Εὔα, κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ. Μέσα στόν Παράδεισο ζοῦν τόν παρθενικό τρόπο ζωῆς, ἐνῷ παραλλήλως ὁ Θεός τούς εὐλογεῖ ὡς ζεῦγος καί τούς εὔχεται τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Συνδέει δέ τήν ἄκρως ἀρχοντική αὐτή εὐλογία Του μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς γεύσεως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Εὐλογία συνυφασμένη μέ τή νηστεία καί μέ τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς τους. Χαρισματική καί μακαρία ἡ διαμονή τους μέσα στόν πλούσιο σέ χάρη καί ὡραιότητα Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀενάως τροφοδοτούμενοι ἀπό τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό.
ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «πλάσας τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός εὐθέως καί ἐκ προοιμίων τῷ πρωτοπλάστῳ ταύτην δέδωκεν τήν ἐντολήν. Καί ἡ ἐντολή ἦταν ἀπαγόρευση ὄχι ἀπό κάτι κακό, ἀφοῦ τό δένδρο τῆς γνώσεως ἦταν ἕνα ἀπό τά καλά λίαν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ».
Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ περί νηστείας λόγο του λέγει: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία… καί νόμου πρεσβυτέρα. Συνηλικιώτης ἐστί τῆς ἀνθρωπότητος… ἐν τῷ Παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Πρῶτο χαρακτηριστικό τοῦ θεοπρεποῦς τρόπου ζωῆς μέσα στόν Παράδεισο ὑπῆρξε ἡ νηστεία πού προσείλκυε τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ κοντά στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἀνέπτυσσε τή μακαριότητα καί τήν ὄρεξη νά βρίσκονται ἑκούσια κοντά καί ἄρρηκτα συνδεδεμένοι στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι, μακαριώτατοι ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι γιατί εἶχαν ἐμπειρία τοῦ καλοῦ καί μόνο, χωρίς παράλληλα τή γνώση τοῦ κακοῦ, πού ὡς μεταπτωτικοί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ ἐμπειρία ἤ τουλάχιστον ἡ γνώση τοῦ κακοῦ γιά νά μή παραπλανηθοῦμε περισσότερο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς οὐδέποτε ἡμάρτησε, οὔτε σκιά κακοῦ λογισμοῦ δέν ἐμόλυνε τό νοῦ της.
Στήν Παλαιά Διαθήκη μνημονεύονται δύο περιπτώσεις σαρανταήμερης νηστείας: Ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Μωυσῆ πρίν παραλάβει τόν Νόμο (Ἔξοδ. 34,28) καί ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ (Γ΄ Βασιλ. 19,8)
Στή Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νηστεύει σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του (Ματθ. 4,1-2). Ἡ πράξη αὐτή τόν συνδέει μέ τόν Νόμο πού ἐπροσωπεῖ ὁ Μωυσῆς καί μέ τούς Προφῆτες, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Ἠλίας.
Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύουν λατρευτικές τελετές, πού περιλαμβάνουν νηστεία καί προσευχή. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν(Πραξ. 13,1-3). Ἐπίσης«…χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καί προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ» (Πραξ. 14,23).
Ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους ἡ νηστεία ὡς βασική πνευματική καί σωματική ἄσκηση συνδυαζόμενη μέ τήν ἀνάμνηση τῆς Προδοσίας καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει τήν Τετάρτη καί τήνΠαρασκευή. Πολύ σύντομα ἀναδύεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χαρισματική μίμηση τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μεταγενέστερα ἀπό τήν παθοκτόνο ὠφέλεια τοῦ σαρανταημέρου θεσπίστηκε τό τριήμερο ἀπόλυτης ἀποχῆς ἀπό κάθε τροφή. Τό ἱερό τριήμερο γενικεύεται ὡς ἐνθουσιαστική σωματοπνευματική θεραπεία ἐφόδου, ἀκόμα καί στίς πολυπληθεῖς ἐνο­ρίες τῶν μεγάλων πόλεων τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας. Κληρικοί μέ τίς οἰκογένειές τους συναμιλλῶνται μετά τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, προσφέροντας αὐτό τό ἰδιάζον εὐλογημένο μικρό μαρτύριο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀλάδωτο ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατορθώνεται ἀφοῦ τοποθετήθηκαν οἱ γερές βάσεις νηστείας καί συμμετοχῆς στίς θεόπνευστες ἱερές Ἀκολουθίες.
Ἀναλογικῶς καί λίαν ποθητῶς ἀναμένουν οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί ἐν τῷ κόσμῳ τίς ἐξαιρετικές εὐκαιρίες νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν, τοῦ θερινοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ζηλεύουμε ὄντως ἐμεῖς, ἱερωμένοι ἐν τῷ κόσμῳ, τόν ἱερό ζῆλο οἰκογενειαρχῶν, μητέρων, ἐφήβων καί κορι­τσιῶν, ἀκόμα καί μικρῶν παιδιῶν καί ὑπερηλίκων, πού φιλοτιμοῦ­νται σ’ αὐτές τίς ἅγιες περιόδους καί συναγωνίζονται στόν ἄριστο ἀγώνα τῆς ἁγιωτάτης μητρός Ἐκκλησία μας. Οἱ πιστοί μας δέν περιμένουν τεκμηριωμένες ὁμιλίες, ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου γιά νά πεισθοῦν καί νά προετοιμασθοῦν γιά τό ἄθλημα τῆς νηστείας, ἀλλά εἰσέρχονται στήν ἀρένα μέ τή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τό ὑπέρ πᾶν παράδειγμα θυσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀρκεῖται στή βεβαιότητα πού ἐκφράζεται μέ τή φράση «Παρελάβομεν ἐκ τῶν Πατέρων».
Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἁρμόζει ὁ εὐτελισμός πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο.
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει:
«Νηστεία ἐστί, βία φύσεως καί περιτομή ἡδύτητος λάρυγγος· Πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθε­ρία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοός φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμός ταπεινός· συντριμμός ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· παραδείσου θύρα καί τρυφή·» (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας λα΄ σελ. 191 ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978).
Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει:
«Ἤ ἀγνοεῖς ὅτι ὥσπερ ἐπί παρατάξεως ἡ τοῦ ἑτέρου συμμαχία ἧτταν ποιεῖ τοῦ ἑτέρου, οὕτως ὁ τῇ σαρκί μεταταξάμενος κατα­δουλοῦται τήν σάρκα; «Ταῦτα γάρ ἀλλήλλοις ἀντίκειται». Ὥστε εἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον τήν σάρκα διά νηστείας. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησίν ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦ­ται». Καί τό «Ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί»…
Τίς γάρ ἐν τροφῇ δαψιλεῖ καί τρυφῇ διηνεκεῖ ἐδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικοῦ;…» (Περί νηστείας Α΄,9 ΕΠΕ τ. 6 σελ. 44-45).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι:
«Θλῖβε κοιλίαν καί πάντως κλείσεις καί στόμα, νευροῦται γάρ γλῶσσα ὑπό πλήθους ἐδεσμάτων. Πυκτεύων, πύκτευε αὐτῇ καί νήφων νῆφε δι’ αὐτήν· ἐάν γάρ μικρόν πονήσῃς, εὐθέως καί ὁ Κύριος συνεργεῖ σοι». (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας ιθ΄ σελ. 189)
Μέγας Βασίλειος πάλι:
«Καί ἄλλως δέ ἀφορμή εἰς εὐφροσύνην ἐστί τό νηστεύειν. Ὡς γάρ ἡ δίψα ἡδύ τό ποτόν εὐτρεπίζει, καί λιμός ἡγησάμενος ἡδεῖαν παρασκευάζει τήν τράπεζαν, οὕτω καί τήν τῶν βρωμάτων ἀπόλαυ­σιν νηστεία φαιδρύνει. Μέσην γάρ ἑαυτήν παρενθεῖσα καί τό συνεχές τῆς τρυφῆς διακόψασα, ποθεινήν σοι τήν μετάληψιν φανῆναι ποιήσει ὥσπερ ἀπόδημον. Ὥστε εἰ βούλει σεαυτῷ ἐπιθυμητήν κατασκευάσαι τήν τράπεζαν, δέξαι τήν ἐκ τῆς νηστείας μεταβολήν» (Περί νηστείας Α΄, 8, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 40).
Καί πάλι στόν ἴδιο λόγο του:
«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας· μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή. «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3,17-18). Στυγνάζειν προσετάχθης, μή γάρ τρυφᾶν. Διά νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ. Ἀλλά καί ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγή, νηστείας ἐστίν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ὤν ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὀλιγαρκείας τήν πρός αὐτούς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καί ὅσα ὕστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὔπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσω διαιτωμένοις ἐπενενόητο· οὔπω οἰνοποσίαι, οὔπω ζωοθυσίαι· οὐχ ὅσα τόν νοῦν ἐπιθολοῖ τόν ἀνθρώπινον». (Περί νηστείας Α΄ 3, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 28).
Ἐπίσης :
«Νηστεύοντος σεμνόν τό χρῶμα, οὐκ εἰς ἐρύθημα ἀναιδές ἐξανθοῦν, ἀλλ’ ὠχρότητι σώφρονι, κεκοσμημένον· ὀφθαλμός πραΰς, κατεσταλμένον βάδισμα, πρόσωπον σύννουν, ἀκολάστω γέλωτι μή καθυβριζόμενον, συμμετρία λόγου, καθαρότης καρδίας» (Περί νηστείας Α΄ 9, ΕΠΕ τ.6 σελ. 42).
Ἡ πρόταση τῆς Μεγάλης Συνόδου περί νηστείας στίς προσυνοδικές φυσικά δέν θά ἦταν ἀκύρωσή της. Πλέκεται τό ἐγκώμιό της καί ἡ μεγάλη σημασία της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τό δηλητήριο τῆς ἀλλοτριώσεως βρίσκεται στήν πρόταση γιά ἐξουσιοδότηση στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά διευθετήσουν τήν οἰκονομία περί νηστείας οἱ ἴδιες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. «Ἐπαφίεται εἰς τήν πνευματικήν διάκρισιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τό μέτρον τῆς φιλανθρώπου οἰκονομίας». Ὡστόσο οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἀφιλάνθρωπος. Ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς οἰκουμένης τήν Οἰκονομία σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Ἄν ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά προσομοιάσει πρός τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό τοῦ κανονικοῦ δικαίου πού καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικά ἀκόμα καί τήν Οἰκονομία. Ἐκ τῆς ἐμπειρίας μας φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά γίνει ἐπίσημη σύν­τμηση τῆς περιόδου τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Οὔτε ἄλλες προσθῆκες τροφῶν σέ λάδι καί σέ ψάρι. Ἡ ἄφθονη παπική περιπτωσιολογία μειώνει τό κῦρος τῆς Συνόδου. Ἐξ ἄλλου,­ τί νόημα ἔχει ἡ καινούργια θεσμοθέτηση τοῦ «συγκεκριμένου» ἐνῷ ὅλες οἱ Ὀρθόδο­ξες Ἐκκλησίες πού διαθέτουν ποίμνιο ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή ἐν Χριστῷ βούληση νά τό οἰκονομοῦν παντοιοτρόπως;
ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ὥστε δέν χρειάζεται καμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Γιαυτό παρακαλοῦμε ἰῶτα ἕν καί μία κεραία νά μή πειραχθεῖ ἀπ’ ὅσα θεοπνεύστως ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρες μας. Ἐμεῖς, οἱ χάριτι Θεοῦ χειροτονηθέντες ποιμένες, χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά καταφέρουμε καί μέ τό παράδειγμά μας καί μέ τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατε­ρικῆς γραμματείας νά διδάξουμε διακριτικά τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας. Ἀλλιῶς θά ἀποδειχθοῦμε κομπλεξικά μειράκια, παρασαλευόμενα ἀπό ὅλους τούς μεταπατερικούς ἀπαξιωτικούς ἀνέμους, τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πού ὡς μή μονοφυσιτική φροντίζει γιά ὅλον τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ νηστεία ὅπως εἶναι θεσμοθετημένη θεοπανσόφως βοηθεῖ ἀμεσότατα στήν ἐν Χριστῷ τελείωση ὅλων μας, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
Μετά ἀπό τό σοβαρό θέμα τῆς νηστείας ἕπονται καί ἐπί μέρους ἠθικά θέματα, ὅπως:
2. Θέματα Βιοηθικῆς
3. Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας.
4. Μοντερνισμός – ἐκκοσμίκευση.
5. Οἰκολογία.
Τά τέσσερα παραπάνω θέματα δέν ἔχουν περιληφθεῖ σέ κάποιες Μεγάλες Συνόδους. Τά θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἤ ἕνα, τό Χριστολογικό, ἤ δύο, τό Σωτηριολογικό, ἤ τρία, τό Ἐκκλησιολογικό. Ποιμαντικά βέβαια ὅλοι οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μέ τά κοινωνικά θέματα, ἡ ρίζα καί ἡ βάση τῶν ὁποίων εἶναι κοινή στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη.
Ὅσον ἀφορᾷ τό ἠθικό θέμα: Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐννοοῦμε ἄν ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνει δυναμικά στήν πολιτική ἐξουσία καί στό γενικότερο κοσμικό γίγνεσθαι, καί κατά πόσον ἡ πολιτική ἐξουσία μπορεῖ νά ἐμπλέκεται ζωηρά καί ἀποφασιστικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική προκοπή ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὕψωναν συχνά τούς τόνους τῆς φωνῆς τους γιά νά ἀφυπνίζονται οἱ ράθυμοι καί γιά νά μετανοοῦν οἱ βουλόμενοι καί καλοπροαίρετοι. Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ δριμύς ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων ὅταν κακοποιοῦσαν ὑλικῶς καί ἠθικῶς τό λαό. Ὑπερβάσεις ἔγιναν κατά καιρούς ἑκατέρωθεν μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἐπί τό πλεῖστον προσέφερε προσωπική διακονία στόν ἄνθρωπο χωρίς νά κηρύσσει ἱερούς πολέμους ἤ ἱερές ἐξετάσεις. Τά κόμματα, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση δέν βρίσκονταν στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐνδιαφερόντων της, μολονότι προσπαθοῦσε ἐπηρεάζοντας προσωπικά ἕκαστον ἄνθρωπο, νά διευρύνει τό ἁγιαστικό της ἔργο σέ ὅλο τόν κόσμο. Γιαυτό καί ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πάσχισε νά ἐγκαταστήσει ἐγκόσμιο κρατικό μηχανισμό ἐπί γῆς. Ἡ κοσμική ἐξουσία ὅμως ὄχι σπανίως ἤγειρε διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βροντοφωνάζει ἀγαπᾶτε καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα βιοηθικῆς καί οἰκολογίας αὐτό πού ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν νά θυμίζει στή κοινωνία τίς δικές της ρίζες, τίς δικές της ἀξίες καί τή δική της θεανθρώπινη πνευματικότητα. Σ’ αὐτά τά πλαίσια μποροῦν νά διαλέγονται καλοπροαίρετα ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ.
Εὐτυχήσαμε ἐμεῖς οἱ «μετανεωτερικοί», λαϊκοί καί κληρικοί νά ἔχουμε κοντά μας τούς τρεῖς μεγάλους καί θεοφώτιστους πατέρες, Πορφύριο καί Παΐσιο, ἤδη ἁγιοκαταταχθέντας καί τόν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἐπίκειται ἡ ἁγιοκατάταξη. Μέ τόν πλούσιο φωτισμό τῆς ἀκτίστου ἐν Τριάδι Θείας Χάριτος στήριζαν χιλιάδες ἀνθρώπους σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί μέ τή χαρισματική ἐν Χριστῷ παιδεία τους ἐξυγίαιναν καί τράνωναν κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη τήν πάσχουσα μεταπτωτική κοινωνία. Ἡ ἀσύλληπτη ἐν Χριστῷ διάκρισή τους ἀπέφευγε τίς θεαματικές συγκρούσεις ἐναντίων τῶν μή πιστῶν, ἀφοῦ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν «νεωτερικῶν» καί «μετανεωτερικῶν» ἀνθρώπων καί δι’ αὐτῶν μεταμορφουμένων καί θεανθρωποποιουμένων, ἁπλωνόταν ὁ ἁγιασμός καί ἡ χριστοποιητική ἐπίδραση σέ σύμπασα τήν κοινωνία. Ἡ ἐπίδραση ἐκ τῶν κάτω, τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἡ ἐν σιωπῇ δράση, ἡ χριστοταπεινή ποιμαντική τῶν ὡς ἄνω ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μυστικῶς, διαγιγνώσκεται καί στίς ἡμέρες μας. Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας παρά τήν ἀνελέητη πολεμική τῶν ξένων καί ντόπιων κυβερνητῶν μας ἀντιστέκεται καί ὑπομένει καρτερικά μέ τίς εὐχές τῶν ἁγίων καί ἀναμένει τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅτι ἡ χριστιανική Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη νά εἶναι φάρος καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. Θά ἔπρεπε νά ἀρχίζαμε τήν εἰσήγησή μας ἀπό τό θέμα τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν πού εἶναι προσκεκλημένοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἡ παρουσία αἱρετικῶν παρατηρητῶν ἤ ἑτεροδοξων παπικῶν ἤ τοῦ ΠΣΕ, αὐτομάτως ἀκυρώνει τήν ἁγιότητά της, γιατί οὐδέποτε στήν ἱστορία τῶν ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων δέν ὑπῆρχαν παρατηρητές. Ἀλλά καί ἄν ὑπῆρχαν, ἡ παρουσία τους ἦταν a priori ὁριοθετημένη ὡς αἱρετικῶν, κατά τῆς πλάνης τῶν ὁποίων ἐπιχει­ρη­ματολογοῦσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψουν οἱ πλανηθέντες αἱρετικοί ἐκ τῆς πλάνης πρός τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρυτανεύει ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Οἱ προσκεκλημένοι παρατηρητές δέν θά παρίστανται ὡς αἱρετικοί ἀλλά ὡς ἰσότιμα μέλη, τά ὁποῖα ἀνήκουν σέ ἄλλο κλάδο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει νά προσέξουν πολύ καλά πῶς θά προσφωνηθοῦν οἱ αἱρετικοί ἑτερόδοξοι παρατηρητές. Μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιό χαιρετισμό; Μέ ποιό κείμενο; Μέ ποιό τρόπο θά ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές; Μέ εἰσήγηση ἤ μέ παπική ἄνωθεν φιλόφρονα ἐπιστολή τοῦ «Ἁγίου Πατέρα»; Ὅπως πάντως καί ἄν φραστικά προσφωνηθοῦν, ὅπως πάντως καί ἄν ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές, τό Ὀρθόδοξο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἐπικυρω­θεῖ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τῶν κλάδων τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά μέ ἁγιοπνευματική νοοτροπία καί σαφέστατη Ὀρθόδοξη φρασεολογία ἤ ὁρολογία νά μή ἀναμιχθοῦν τά ἄμικτα, ὥστε νά μή διατυμπανισθεῖ ἀπό τά ΜΜΕ ὅτι ἐπί τέλους φθάσαμε νά εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί ἑνωμένοι καί νά συναποτελοῦν τό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μή ξεχνᾶμε τόν ἔνθεο Τιτάνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἱερό Φώτιο, πού ἔλεγε καλύτερα χωρισμένοι ἀπ’ αὐτούς καί μαζί μέ τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά ἑνωμένοι μέ τό πηχτό σκότος τῆς Δυτικῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό ἱκετευτικό ὑπόμνημά του τό 1977 πρός τήν Ἱ.Σύνοδο τῆς Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐκφράζει τό φόβο, μήπως ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁδηγήσει τήν ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία μας σέ μιά νέα Φλωρεντιανή περιπέτεια. Μή γένοιτο, μή γένοιτο, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος!
Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας ἄς μή μᾶς προδώσουν καί ἄς μή μᾶς ἀφήσουν, κληρικούς καί λαϊκούς, στά στόματα τῶν λύκων τῆς ἀρειανικῆς παναιρέσεως τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νεοταξικοῦ παπισμοῦ καί τοῦ πανθρησκειακοῦ χαώδους προτεσταντισμοῦ τοῦ ΠΣΕ. Εὐλαβῶς καί ἱκετευτικῶς ἀσπαζόμαστε τούς τιμίους πόδας τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων μας καί τούς παρακαλοῦμε νά ἵστανται ἄγρυπνοι φρουροί τῆς μοναδικῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί πίστεως γιά νά μποροῦμε ὅλοι μας, ὅλο τό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά χριστοκαταξιώνουμε τήν καθημερινότητά μας καί νά βηματίζουμε σταθερά πρός τήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πολιτικοί μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς, οἱ πνευματικοί Πατέρες μας, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄς μᾶς κρατήσουν στήν θειότατη ἄβυσσο τοῦ ἐν Τριάδι ἐλέους.
Κλείνοντας ταπεινῶς φρονοῦμε τά κάτωθι.
Μακάρι νά δώσει ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μή συρθοῦμε σέ τετελεσμένα γεγονότα, σέ συγχρωτισμούς καί ἐναγκαλισμούς μέ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Σεπτοί Μητροπολῖτες μας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν, δόξα τῷ Θεῷ, τό χρόνο νά ζητήσουν νά εἶναι ἅπαντες παρόντες ὡς ἔχοντες τό ἀρχαιότερο Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ἀκούστηκε ὅτι, ὅταν ὁ Μακαριώτατος πληροφορήθηκε τήν παρουσία τῶν παρατηρητῶν, δυσανασχέτησε. Δέν μπορεῖ νά ὁριοθετηθεῖ διαφορετικά ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι αὐτῶν καί ἡ δική τους ἔναντι ἡμῶν; Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ τά τῆς Συνόδου, οἱ ἐναγκαλισμοί, τά χαμόγελα καί οἱ ἀγαπολογίες θά ἐντυπωσιάσουν πάντας ἀνά τήν οἰκουμένη.
Ἄν οἱ Σεβασμιώτατοί μας ὑποκύψουν καί ὑπογράψουν μέ τήν τιμία χείρα τους προσφορά ἐκκλησιαστικότητας στούς παναιρετικούς, πῶς θά ἀσπαζόμαστε τό χέρι τους; Πῶς θά μνημονεύουμε τό ὄνομά τους;
Μακάρι ποτέ νά μήν πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος.