Σε συνέχεια των με αριθμ. πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ. 69/47/οικ.21243/30.7.2013 και ΔΙΔΑΔ/Φ.69/51/οικ.34813/27.12.2013 εγκυκλίων της υπηρεσίας μας σχετικά με θέματα πειθαρχικού δικαίου, και δεδομένου ότι η υπηρεσία μας πληροφορήθηκε από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.) ότι υπάρχουν παρερμηνείες όσον αφορά τη δυνατότητα ή μη αναστολής της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) σε περίπτωση ποινικής δίκης, θέτουμε υπόψη σας τα εξής:
Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό συμβούλιο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα(1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας (άρθρο 114 παρ. 1 και 2 του Υπαλληλικού Κώδικα –ν. 3528/2007- όπως ισχύει).
Η Ε.Δ.Ε. δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης (άρθρο 126 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του Υ.Κ. όπως ισχύει).
Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο (άρθρο 122 παρ. 1 πρώτο εδάφιο του Υ.Κ .όπως ισχύει).
Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος, η παρέλευση του χρόνου της οποίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου, διακόπτεται με την έκδοση πράξεων πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου (κλήση σε απολογία, παραπομπή). Εάν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, το πειθαρχικό παράπτωμα δεν παραγράφεται προ της παρέλευσης του χρόνου παραγραφής του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος. Οι δε πράξεις της ποινικής διαδικασίας αποτελούν λόγο διακοπής της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος (άρθρο 112 Υ.Κ.). Σε περίπτωση παύσης της ποινικής δίωξης αίρεται η διακοπή της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος, με πιθανό τον κίνδυνο παρέλευσης του χρόνου παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος και μη δυνατότητας απόδοσης τυχόν πειθαρχικής ευθύνης.
Σκοπός του συνόλου των ρυθμίσεων του πειθαρχικού δικαίου είναι η ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς και παράνομης συμπεριφοράς που εντοπίζονται στο σώμα της δημόσιας διοίκησης. Ειδικότερα, επί πειθαρχικού παραπτώματος που αποτελεί ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα, η πειθαρχική διαδικασία πρέπει να ολοκληρώνεται άμεσα και να μην αναμένεται η εξέλιξη της πιθανότατα χρονοβόρας ποινικής δίκης. Στο πλαίσιο αυτό η «πειθαρχική διαδικασία», η οποία σημειωτέον ότι μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 114 του Υ.Κ. δύναται να ανασταλεί, νοείται με τη στενή έννοια της ήδη εκκινηθείσας πειθαρχικής δίωξης.
Συνεπώς, η Ε.Δ.Ε., η οποία δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης, δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατά τα ως άνω έννοια της πειθαρχικής διαδικασίας και δεν αναστέλλεται, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του άρθρου 114 του Υ.Κ., προκειμένου να επιτυγχάνεται η γρήγορη διεκπεραίωση των πειθαρχικών υποθέσεων και να μην προκαλούνται προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών.
Τα Υπουργεία παρακαλούνται να κοινοποιήσουν άμεσα την παρούσα στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εποπτεύουν. Οι Δ/νσεις Διοικητικού των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων παρακαλούνται να κοινοποιήσουν την παρούσα στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού που εποπτεύουν και στα νομικά πρόσωπα αυτών.
Ο Υπουργός
Κ. Μητσοτάκης