Του Νίκου Τσούλια
Το λύκειο ευρισκόμενο στο μεταίχμιο της γενικής παιδείας αφενός και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αλλά και της αγοράς εργασίας αφετέρου συγκεντρώνει διαχρονικά στη χώρα μας αλλά και διεθνώς μεγάλο ενδιαφέρον από την πλευρά και της κοινωνίας και της πολιτείας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός άλλωστε ότι εδώ επικεντρώνονται συγκριτικά οι περισσότερες παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών πολιτικών.
Βέβαια υπάρχει και ένα πρόσθετο στοιχείο στο θεσμό του λυκείου, που του προσδίδει ένα ιδιαίτερο κύρος ενώ παράλληλα γίνεται και παράγοντας «αλλοίωσης» του εκπαιδευτικού / μορφωτικού περιεχομένου του. Πρόκειται για το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο κατά μερικούς θεωρητικούς της εκπαίδευσης υπονομεύει την αυτονομία του λυκείου και κατ’ άλλους τροποποιεί την κύρια εκπαιδευτική του αποστολή.
Αυτός ο διπλός και αμφίσημος ρόλος του λυκείου πηγάζει από τις κοινωνικές ανάγκες και από τις γενικότερες πολιτισμικές εξελίξεις, δεν είναι ένα απλό εκπαιδευτικό ζήτημα και πάντως δεν είναι ενδημικό πρόβλημα του λυκείου. Στη χώρα μας, η συνύπαρξη των δύο δρόμων επιλογής – προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση και προς την κοινωνική και επαγγελματική εξέλιξη των νέων – που ενυπάρχουν ως προοίμια μέσα στο λύκειο γίνεται πιο δύσκολη εξαιτίας της μεγάλης πίεσης που δέχεται το λύκειο ως πεδίο κρίσης και αξιολόγησης για μαζική εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και στα ΤΕΙ. Στα άλλα κράτη της Ευρώπης, όπου η ζήτηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει εκλογικευτεί και δεν έχει το μαζικό ούτε και τον δραματικό χαρακτήρα που έχει στην ελληνική εκδοχή και το σύστημα πρόσβασης είναι μάλλον υπόθεση των πανεπιστημίων, τα πράγματα είναι πιο νηφάλια.
Όσο η ζήτηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι μαζική – αν και αυτή η ζήτηση έχει και ένα σημαντικό πλασματικό ποσοστό – και ο αριθμός αλλά και ο τρόπος εισαγωγής καθορίζονται κεντρικά από την πολιτεία, το λύκειο θα σηκώνει κατ’ ανάγκη και το βάρος του καθορισμού της εκπαιδευτικής μετεξέλιξης των νέων. Ωστόσο, για να δώσουμε και μια μικρή αναφορά στο περίφημο ζήτημα της αυτονομίας του λυκείου, η αυτονομία αυτή δεν αποκτάται αν μεταθέσουμε το σύστημα πρόσβασης από το λύκειο. Ως αυτονομία του λυκείου, στην επιστημονική βιβλιογραφία, θεωρείται η διασφάλιση εκείνου του μορφωτικού περιεχομένου του λυκείου που θα ανοίγει καλές προοπτικές – κοινωνικές και επαγγελματικές – για τη διαμόρφωση ενός άρτιου σχήματος πολίτη και μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας του ανθρώπου. Έχει δηλαδή το λύκειο ευρεία μορφωτική και παιδαγωγική αποστολή και δεν συνδέεται μονομερώς με τη μεταβίβαση γνώσης ούτε και με την απλή αναπαραγωγή του πολιτισμικού φορτίου ενός λαού.
Η δύσκολη αποστολή του λυκείου και συνάμα η μεγάλη του πρόκληση είναι το ότι επιχειρεί την καλλιέργεια της αγωγής των νέων σε μια φάση της ηλικίας των που είναι γεμάτη εντάσεις και ταχείες αλλαγές. Η εφηβεία με την κυρίαρχη κουλτούρα της αμφισβήτησης, το μεγάλο φορτίο των φιλοδοξιών και των ονείρων αυτού του σταδίου της ζωής και η θεμελίωση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας των νέων διαμορφώνουν ένα μεγάλο και γεμάτο προκλήσεις στερέωμα, στο οποίο το «σκηνικό της σχολικής αίθουσας» συχνά φαντάζει «πολύ λίγο» για να ανταποκριθεί επαρκώς.
Στο λύκειο θα έχουμε με τρόπο οριστικό το τέλος της παιδικής αθωότητας και της εφηβικής ανεμελιάς. Ο νέοι και οι νέες εγκαταλείπουν την απόλυτη προστασία των γονέων. Εφεξής θα καθορίζουν αυτοί / αυτές πιο πολλά πράγματα για την προσωπική τους ζωή: τις παρέες τους, τις σχέσεις τους, τις ενδεχόμενες πρώτες τους απόπειρες να συνδεθούν έστω ευκαιριακά στον κόσμο της εργασίας. Οι μαθητές και οι μαθήτριες προ-οικονομούν το μέλλον τους, όταν βρίσκονται στην τελευταία τάξη του λυκείου με έναν τρόπο που ξαφνιάζει εκπαιδευτικούς και γονείς. Ο εκπαιδευτικός το βιώνει μέσα από μια απλή διαπίστωση της σχολικής αίθουσας. Ενώ κάνει πολύ εύκολα παρατηρήσεις στους μαθητές / στις μαθήτριες της Α΄ και της Β΄ λυκείου, νιώθει μια φοβερή αναστολή όταν έχει απέναντί του μαθητές/ μαθήτριες της Γ΄τάξης. Ο εκπαιδευτικός συχνά δεν κατανοεί τον τόσο έντονο μετασχηματισμό στην προσωπικότητα των νέων και ενώ το γεγονός αυτό συμβαίνει μπροστά στα μάτια του και είναι γεγονός σταθερά επαναλαμβανόμενο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, κάθε φορά «συλλαμβάνει» τον εαυτό του να είναι απροετοίμαστος γι’ αυτή τη μεταλλαγή των νέων.
Είναι όλη αυτή η «μαγική εικόνα» και ένα μέρος της ομορφιάς του εκπαιδευτικού επαγγέλματος, να βιώνει την ταχεία ωρίμανση των παιδιών και των εφήβων και να αισθάνεται ότι ενυπάρχει σ’ αυτή την μετεξέλιξη και ένα μικρό μέρος της δικής του παιδαγωγικής και μορφωτικής παρέμβασης. Άλλωστε, δεν είναι μια μόνιμη φιλοδοξία των εκπαιδευτικών, όπου γης και όπου χρόνου, να τους θυμούνται έστω κατ’ ολίγον οι αυριανοί πολίτες και πάλαι ποτέ μαθητές / μαθήτριές τους;