Γράφει η Άννα Φραγκουδάκη
# Είναι ευρύτατα διαδομένη η πεποίθηση ότι η εκπαιδευτική ισότητα εξασφαλίζεται από την παροχή σε όλους ίδιας και δωρεάν εκπαίδευσης και από την κοινωνική ουδετερότητα των εργαλείων αξιολόγησης (βαθμολογία, διαγωνίσματα, εξετάσεις). Αντίθετα με αυτή την πεποίθηση, διαθέτουμε κοντά μισόν αιώνα πλέον πλουσιότατη επιστημονική τεκμηρίωση ότι σε όλο τον δυτικό λεγόμενο κόσμο και στην Ελλάδα η επίδοση στο σχολείο είναι ευθέως ανάλογη με την κοινωνική καταγωγή των μαθητών.
# Η επιστημονική πληροφορία είναι στατιστική. Δηλαδή, παιδιά λαϊκής καταγωγής με άριστη επίδοση βεβαίως υπάρχουν, αλλά είναι εξαιρέσεις μέσα στο σύνολο των μαθητών ίδιας καταγωγής, ή επιστημονικότερα, η απόκλιση από το φαινόμενο υπάρχει, αλλά τα ποσοστά είναι στατιστικά μη σημαντικά. Σε όλα τα σχολεία των ευρωπαϊκών χωρών, οι καλοί και άριστοι μαθητές είναι παιδιά μεσοστρωμάτων και εργαζομένων σε διανοητικά επαγγέλματα και στην άλλη άκρη της κλίμακας εμφανίζονται μαζικά οι μαθητές από οικογένειες που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα.
# Διαθέτουμε επίσης από χρόνια πλουσιότατη ανάλυση των αιτίων που οδηγούν το σχολείο να αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα. Είναι τελείως διαφορετική η κουλτούρα με την οποία κοινωνικοποιούνται τα παιδιά των χειρωνάκτων (εργατών, τεχνιτών και αγροτών) από εκείνη των μεσοστρωμάτων με διανοητικά επαγγέλματα. Το ίδιο και η γλώσσα. Τα μέλη λαϊκών στρωμάτων είναι φυσικοί ομιλητές άλλων ποικιλιών της εθνικής γλώσσας από την επίσημη του σχολείου και αυτή η γλωσσική διαφορά είναι μεγάλη, ως προς τη σύνταξη, τη φωνολογία και μέρος του λεξιλογίου.
# Η μη αναγνώριση αυτών των διαφορών οδηγεί την ταξική ανισότητα στις επιδόσεις να ερμηνεύεται σαν διαφορετική νοητική ικανότητα. Μην αναγνωρίζοντας τη διαφορά κουλτούρας και αξιολογώντας σαν «λαθεμένη γλώσσα» τις ποικιλίες της εθνικής γλώσσας που μιλούν τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, το σχολείο με τρόπο δυσδιόρατο οδηγεί τους μαθητές που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα στην κάθε επόμενη τάξη χωρίς να έχουν αποχτήσει τις γνώσεις που προβλέπονται. Τα παιδιά αυτά που δεν συμβαδίζουν με τον μέσο όρο εγκαταλείπονται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, με την είσοδο στην Α’ γυμνασίου, η αποτυχία να μην είναι πλέον ανατρέψιμη.