Το κείμενο που ακολουθεί έχει συνταχθεί το 2003 από τον τότε Αντιπρόεδρο της ΟΛΜΕ και στέλεχος της ΔΑΚΕ, Αντώνη Αντωνάκο. Αξίζει να διαβαστεί.
Δημοσιεύουμε πρώτα, σημερινό εισαγωγικό σημείωμα του Αντώνη.
Οι σωστές αρχές είναι σαν το καλό κρασί, όσο παλιώνει γίνεται καλύτερο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τις ξεχνάμε και να “πηγαίνουμε με τα αλαλάζοντα πλήθη”. Γιατί τελικά σημασία έχουν οι αξίες τις οποίες αργά η γρήγορα ο χρόνος δικαιώνει. Οι αξίες οι οποίες είναι δομημένες με ορθολογισμό και υπευθυνότητα. Ένα κείμενο για την “Αξιολόγηση” η οποία επί 36 χρόνια απασχολεί την εκπαίδευση και την κοινή γνώμη έχοντας καταντήσει ένα σύγχρονο “γεφύρι της Άρτας. Περιλαμβάνει σκέψεις που μπορεί να τροφοδοτήσουν τον προβληματισμό αφού με αφορμή την ετήσια διεθνή αξιολόγηση “Pisa” έχει φουντώσει πάλι ο “λιθοβολισμός” των εκπαιδευτικών από “παντογνώστες” δημοσιογράφους, αναλυτές και πολιτικούς.
Φιλικά, Αντώνης Αντωνάκος

—————————————————————


28η Μαρτίου 2003

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.
Μύθος και πραγματικότητα.

Του Αντώνη Αντωνάκου

Έχοντας διαγράψει μια μακρά πορεία δεκαετιών σε σταθερή σχέση με το εκπαιδευτικό σύστημα, κατ’ αρχήν ως μαθητής και φοιτητής και στη συνεχεία ως εκπαιδευτικός και ως γονιός, είχα το προνόμιο να ασχοληθώ με πληθώρα εκπαιδευτικών θεμάτων από διαφορετικές σκοπιές. Είχα ταυτόχρονα την ευκαιρία να βιώνω την εκπαιδευτική διαδικασία και να αντιλαμβάνομαι την σημασία των διαφόρων συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς και των προϋποθέσεων για την βελτιστοποίηση τους.
Όλα αυτά βεβαίως δεν προέκυπταν ως αποτέλεσμα πίεσης, κάτω από την ανάγκη κάποιας πολιτικής σκοπιμότητας της στιγμής, αλλά ούτε ήταν σχεδιασμοί βασισμένοι στην αλαζονική αντίληψη που συχνά μας καταλαμβάνει όλους όταν ασχολούμαστε με κάτι περιστασιακά να θεωρούμε ότι κατέχουμε περίπου την εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Δεν ήταν απόρροια δηλαδή της αντίληψης ενός συνομιλητή μου σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή που στην παρατήρηση μου ότι συχνά υπουργοί παιδείας εντελώς άσχετοι με την εκπαίδευση θεωρούν ότι μέσα σε λίγους μήνες έχουν αρκετή ενημέρωση για να προχωρήσουν σε τομές, μου απάντησε ότι οι πολιτικοί είναι άνθρωποι που μπορούν να χωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρο. Με ανάγκασε βέβαια να του παρατηρήσω ότι η εκπαίδευση είναι λίγο σοβαρότερη υπόθεση από την διανομή του άχυρου σε δύο γαϊδάρους και ότι εν πάση περίπτωση αυτή η αντίληψη εξηγεί όχι μόνο την κακοδαιμονία της εκπαίδευσης αλλά και κάνει τους γαϊδάρους τυχερούς που κάποιοι πολιτικοί δεν ασχολούνται με την τροφοδοσία τους.
Επειδή τα τελευταία χρόνια η παρατεταμένη αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της εποχής μας έχει δημιουργήσει έντονα συναισθήματα δυσαρέσκειας και αποτελεί διαρκές πεδίο κριτικής των πολιτών, αφ’ ενός οι έχοντες την βασική ευθύνη για την σημερινή λειτουργία της εκπαίδευσης και αφ’ ετέρου πολλοί περισσότερο ή λιγότερο καλοπροαίρετοι «παρατηρητές» ή «μελετητές» του εκπαιδευτικού συστήματος επιχειρούν δογματίζοντας ή με αυθαίρετα συμπεράσματα να στρέψουν αλλού τα πυρά της δημόσιας κριτικής.
Έτσι 6 μόλις χρόνια μετά τους πιο πρόσφατους πειραματισμούς ευρείας κλίμακας, την περιβόητη «μεταρρύθμιση» Αρσένη, και ενώ ήδη στο μεγαλύτερο μέρος της ευτυχώς έχει ήδη αναιρεθεί, επιζητείται απεγνωσμένα σωσίβιο για το ναυάγιο της κυβερνητικής πολιτικής στην ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών για τα ποιοτικά εκπαιδευτικά ελλείμματα.
Σε αυτά τα πλαίσια η συζήτηση για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού τείνει να της δώσει μεταφυσικές διαστάσεις και να την αναγάγει σε πανάκεια για την επίλυση όλων των προβλημάτων του σχολείου. Έτσι η συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ αυτών που ξέρουν και αυτών που νομίζουν ότι ξέρουν αποτελεί μια επανάληψη της ιστορίας του Γαλιλαίου που έχοντας την γνώση ότι η γη γυρίζει ήταν ωστόσο υποχρεωμένος να παραδεχθεί ότι η γη δεν γυρίζει για να επιβιώσει.
Είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι, με αυτό που προωθείται και που κατ’ όνομα μόνο είναι αξιολόγηση, θα υπάρξει ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού και του παιδαγωγικού αποτελέσματος. Είναι σαφές ότι οι περισσότεροι από αυτούς που μιλούν για την αξιολόγηση, όντας ουσιαστικά έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα, αυτό που αντιλαμβάνονται είναι μια διαδικασία αστυνόμευσης των εκπαιδευτικών, που κατά την άποψη τους είναι ασύδοτοι. Ακόμα και αν κάνουμε δύο παραδοχές, ότι δηλαδή ο μηχανισμός αξιολόγησης δεν θα είναι κομματικά ελεγχόμενος και ότι ισχύει η αντίληψη που έχουν ορισμένοι σχετικά με την στάση και την υποτιθέμενη ανεπάρκεια της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών, απομένουν τα ερωτήματα για το τι μπορούμε να προσδοκούμε είτε από την συγκεκριμένη αξιολόγηση που προωθεί το ΥΠΕΠΘ είτε από κάποια άλλη αξιολόγηση.
Η απάντηση σε καμία περίπτωση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι εύκολη. Θα πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι δεν υπάρχει σύστημα αξιολόγησης το όποιο να αποτελεί πανάκειακαι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ούτε την εμπειρία του παρελθόντος ούτε να αγνοούμε αυτό που συμβαίνει σήμερα εκεί όπου υποτίθεται ότι υπάρχει αξιολόγηση.
Όσο και αν, λόγω ηλικίας ίσως, έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε την δική μας παλιά εποχή, είναι γεγονός ότι τα φαινόμενα εκπαιδευτικών οι οποίοι παρά την υποτιθέμενη σκληρή αξιολόγηση, τον επιθεωρητισμό, όπως τον αποκαλούσαν κάποτε οι «σύντροφοι» του και ίσως και ο ίδιος ο σημερινός Υπουργός όλοι έχουμε εμπειρίες ως μαθητές εκπαιδευτικών οι οποίοι είχαν μια σειρά από μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα. Αν χρειαστεί στη συνέχεια θα αναφέρω χαρακτηριστικά παραδείγματα από την προσωπική μου εμπειρία. Αυτό δεν το λέω για να απορρίψω την λογική κάθε αξιολόγησης αλλά για να κατανοήσουμε ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα όσο θέλουν κάποιοι να τα παρουσιάζουν και ότι όπως συμβαίνει σε πάρα πολλά πράγματα οι «προφανείς λύσεις» δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε απλές αλλά ούτε και σωστές πάντοτε.
Επίσης αν κοιτάξουμε γύρω μας με κριτική μάτια μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι και εκεί που υποτίθεται ότι υπάρχει και λειτουργεί η «αξιολόγηση» τα αποτελέσματα είναι ανύπαρκτα ή πενιχρά. Είναι λοιπόν λάθος να ελπίζουμε ότι θα συμβεί κάτι διαφορετικό με την εκπαίδευση αφού δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει το εκπαιδευτικό σύστημα σαν να ήταν ένα νησί αποκομμένο από την γενικότερη λειτουργία του κράτους και της Ελληνικής κοινωνίας.
Οφείλω να διευκρινίσω όμως από την αρχή ότι η ΔΑΚΕ ήταν και είναι υπέρ της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών με συνέπεια και δίχως να εξαρτά την στάση της από το ποιο κόμμα κυβερνά και τι πολιτική ασκεί.Είμαστε σταθεροί και σε αυτό το σημείο στις αρχές μας όπως από την αρχή εδώ και περισσότερο από 20 χρόνια συλλογικά και δημοκρατικά μέσα από τα συνέδρια μας τις καθορίσαμε.
Όμως από το σημείο αυτό μέχρι να αποδεχθούμε τον μύθο που πλέκεται γύρω από την αξιολόγηση και που λειτουργεί ως μέσο ενοχοποίησης των εκπαιδευτικών και απενοχοποίησης αυτών που καθορίζουν την δομή, το περιεχόμενο (αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα), την ποιότητα των βιβλίων, τις ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, την συρρίκνωση του χρόνου διδασκαλίας στις 120 περίπου ήμερες, τις ελλείψεις στις κτιριακές και εργαστηριακές υποδομές, την κομματικοποίηση της στελέχωσης και την αποσάθρωση της διοίκησης, την ουσιαστική κατάργηση της επιμόρφωσης, την οικονομική και κοινωνική υποβάθμιση των εκπαιδευτικών υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Είμαστε υπέρ της αξιολόγησης του συνόλου του εκπαιδευτικού συστήματος και των επί μέρους συντελεστών του δίχως υστεροβουλίες και κομματικές στοχεύσεις.
Η αξιολόγηση τυπική ή άτυπη ενυπάρχει σε κάθε δραστηριότητα της κοινωνίας και κανένας δεν μπορεί να την αρνηθεί. Όπως και κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει την δικαιολογημένη απαίτηση των γονιών, που προκύπτει από την αγωνία για το μέλλον των παιδιών τους, να εξασφαλίσουν τις καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης και τους καλύτερους εκπαιδευτικούς.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό όμως ότι και εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε απόλυτη συνείδηση ότι δεν μπορούμε να βελτιώσουμε την οικονομική και κοινωνική θέση μας αν υστερούμε απέναντι σε αυτή την απαίτηση των γονέων.
Έτσι μετά τους μαθητές και τους γονείς εμείς είμαστε εκείνοι που έχουμε έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο για την αόριστη και γενικόλογη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και για την βελτίωση του ίδιου του εκπαιδευτικού.
Οι ενστάσεις μας λοιπόν δεν προκύπτουν σε καμία περίπτωση από την υποτιθέμενη διάθεση μας να αποφύγουμε τον έλεγχο.
Διαφωνούμε στους στόχους και τις διαδικασίες που προωθεί η κυβέρνηση γιατί δεν οδηγούν στην βελτίωση της εκπαίδευσης γενικότερα αλλά ούτε ειδικότερα των εκπαιδευτικών αφού αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα είναι η προώθηση του κομματικού ελέγχου της στελέχωσης της.
Γιατί ποίος είναι δυνατόν να αποδεχθεί την αξιολόγηση του περιφερειάρχη Αττικής ο οποίος ήταν 55ος μεταξύ των 250 συνυποψήφιων του και επελέγη χάρις στα κομματικά του «ένσημα». Ποιος είναι δυνατόν να αποδεχθεί την αξιολόγηση του περιφερειάρχη Πελοποννήσου ή Δυτικής Ελλάδος οι οποίοι είναι γραμματείς νομαρχιακών επιτροπών του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ίσως ότι η αξιολόγηση είναι μονομερής και πρόχειρη.
Είναι δυνατόν η αξιολόγηση να αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς και να μην αφορά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης; Προ 6 μόλις ετών προωθήθηκε μια αλλαγή η οποία είχε δραματικές επιπτώσεις σε δεκάδες χιλιάδες παιδιά. Σήμερα ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις αλλαγές έχει αναιρεθεί. Ποιος αξιολόγησε τους υπευθύνους είτε αυτοί είναι στην πολιτική ηγεσία είτε είναι παιδαγωγοί, σύμβουλοι του υπουργού, είτε είναι σύμβουλοι του Π.Ι.
Γράφονται δεκάδες βιβλία τα οποία σε ένα ή δύο χρόνια αποσύρονται ως ακατάλληλα έχοντας εν τω μεταξύ ταλαιπωρήσει δεκάδες χιλιάδες μαθητές. Πριν από 3 χρόνια ο αντιπρόεδρος του Π.Ι. κύριος Τσολάκης παραιτήθηκε (φωτεινή εξαίρεση), λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «θα πρέπει να ντρεπόμαστε» με την ποιότητα των βιβλίων. Ποίος αξιολόγησε τους συγγραφείς, τις επιτροπές κρίσεως, ή αυτούς που ανέθεσαν την συγγραφή. Ποιος από τους αρμόδιους αξιολογήθηκε για να σταματήσει να καλοπληρώνεται ταλαιπωρώντας τους μαθητές.
Τα μαθήματα μπαινοβγαίνουν στα ωρολόγια προγράμματα ανάλογα με την παρέμβαση των επιμέρους κλάδων ταλαιπωρώντας τους μαθητές και αναστατώνοντας τα σχολεία. Ποιος από αυτούς που έχουν την ευθύνη για την διαμόρφωση των προγραμμάτων απομακρύνθηκε για να μην πειραματίζεται στο μέλλον στις πλάτες των μαθητών.
Η θέση μας λοιπόν. συνδέεται με μια συνολικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος της βελτιστοποίησης των εκπαιδευτικών, με την αντιμετώπιση του πλέγματος της κατάρτισης, της επιμόρφωσης, της διοίκησης, της επιστημονικής και οικονομικής στήριξης και εν τέλει της αξιολόγησης.
Η λειτουργία παραγωγικών σχολών εκπαιδευτικών, η αποκατάσταση μίας αξιοκρατικά επιλεγμένης και μη αμφισβητούμενης μόνιμης ιεραρχίας, η καθιέρωση ενός συστήματος ουσιαστικής πολυεπίπεδης επιμόρφωσης προσβάσιμης από όλους τους καθηγητές, η αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ και η οικονομική στήριξη των εκπαιδευτικών και τέλος η αξιολόγηση με στόχο την βελτίωση μέσα από την συμβουλευτική επιστημονική στήριξη , αποτελούν βασικά σημεία για την βελτίωση της διδακτικής πράξης.
Σε αυτά τα πλαίσια η ΔΑΚΕ από την πρώτη μέρα της δημιουργίας της εδώ και είκοσι χρόνια δεν έπαψε ούτε στιγμή να υποστηρίζει την ανάγκη αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των συντελεστών του και, βεβαίως στα πλαίσια αυτά και την αξιολόγηση των καθηγητών. Δεν χρειαζόταν να ανακαλύψουμε την ανάγκη αξιολόγησης αφού πρώτα την νομοθέτησε η κυβέρνηση. Ούτε συνηθίζουμε όπως κάνουν άλλοι να υιοθετούμε απαράδεκτα συστήματα δήθεν αξιολόγησης, στην πραγματικότητα κομματικού ελέγχου, όπως αυτό που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας.
Η ΔΑΚΕ πιστεύει στην αναγκαιότητα της αξιολόγησης των καθηγητών τόσο για λόγους ουσίας όσο και ως απάντηση σε ένα καθολικό κοινωνικό αίτημα. Ωστόσο αυτή πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να οδηγεί στη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και να είναι κατά το δυνατόν, απαλλαγμένη από στοιχεία υποκειμενισμού και κομματικών ή άλλων παρεμβάσεων.
Πιστεύουμε ότι, κατ΄ ανάγκη, ασφαλώς θα υπάρχει η διοικητική και επιστημονική αξιολόγηση αλλά πέραν αυτών θα συνεκτιμώνται στοιχεία όπως οι επιμορφώσεις, η παρακολούθηση συνεδρίων και σεμιναρίων, η συγγραφική δραστηριότητα και γενικότερα κάθε στοιχείο που καταδεικνύει την προσπάθεια του εκπαιδευτικού για αυτοβελτίωση και το ειδικότερο έργο του πέρα από τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Όλ’ αυτά τα στοιχεία τα οποία θα συλλέγονται στο αξιολογικό φάκελο κάθε εκπαιδευτικού θα αποτιμώνται στο τέλος κάθε αξιολογικής περιόδου από πολυμελή συμβούλια. Είναι επίσης σαφές ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με την αξιολόγηση θα προέρχονται μέσα από τον ίδιο τον κλάδο. Η αξιολόγηση θα γίνεται από ειδικό συμβούλιο με μοριοδότηση των στοιχείων που είναι συγκεντρωμένα στον αξιολογικό φάκελο στο τέλος κάθε αξιολογικής περιόδου.
Δεν είμαστε λοιπόν κατά της αξιολόγησης. Αντίθετα εμείς ως συνδικαλιστική παράταξη είμαστε με συνέπεια από της ιδρύσεως μας υπέρ της λειτουργίας συστήματος αξιολόγησης. Όμως δεν πρόκειται πότε να αποδεχθούμε να χρησιμοποιείται η αξιολόγηση με τον τριπλό χαρακτήρα που επιχειρεί σήμερα η κυβέρνηση, πρώτον για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμηαπό τις ευθύνες της για τα ελλείμματα της αλλοπρόσαλλης εκπαιδευτικής πολιτικής της, δεύτερον για να ενοχοποιήσει τους εκπαιδευτικούς για την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες των μαθητών, και τρίτον για να χειραγωγήσει κομματικά κατ’ αρχήν την στελέχωση και στη συνέχεια όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό.
Συνοψίζοντας θα τονίσω για μια ακόμα φόρα ότι το μεγάλο πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος δεν είναι στο εκπαιδευτικό προσωπικό. Είναι στον γενικότερο σχεδιασμό του. Είναι στα ωρολόγια και αναλυτικά προγράμματα και στα βιβλία. Είναι στην έλλειψη εσωτερικής συνοχής των προγραμμάτων λόγω της ανυπαρξίας συγκεκριμένων στόχων και σοβαρού προγραμματισμού. Είναι στην ανυπαρξία επιμόρφωσης και στην κομματικοποίησης της στελέχωσης. Είναι στην δραματική υποχρηματοδότηση λόγω της οποίας η υλικοτεχνική υποδομή το εκπαιδευτικό προσωπικό και τα προγράμματα πάσχουν.
Τέλος είναι σταθερή και τεκμηριωμένη η άποψη μας ότι η εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπίζεται με την εθνική της διάσταση γιατί δεν μπορεί να υπάρξει λύση στα πλαίσια προσωπικών ή και κομματικών πολιτικών. Σε αυτά τα πλαίσια ασφαλώς και το γενικότερο ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί συνολικά από μία ανεξάρτητη αρχή. Αυτό όμως απαιτεί μια νέα προσέγγιση στις σχέσεις της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία ή αν θέλετε καλύτερα αυτό απαιτεί την απαλλαγή επιτέλους του κράτους από την ομηρία του στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Απαιτεί να σταματήσουν τα κόμματα και οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα να αντιμετωπίζουν το κράτος σαν λάφυρο. Απαιτεί έναν νέο πολιτικό πολιτισμό, μια νέα εκσυγχρονισμένη Ευρωπαϊκή αντίληψη.
28-03-2003
Αντώνης Αντωνάκος
Αντιπρόεδρος Ο.Λ.Μ.Ε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025