Έχουμε συμπληρώσει την πρώτη στροφή στον αγώνα που έδωσαν οι εκπαιδευτικοί το προηγούμενο διάστημα για τη μη εφαρμογή της Υπουργικής Απόφασης (ΥΑ) με τίτλο: «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό τους έργο».
Αχιλλέας Ζορμπάς, δάσκαλος, μέλος του ΔΣ της ΔΟΕ
Τα εμφατικά ποσοστά στην απεργία – αποχή (95% στην Πρωτοβάθμια, 87% στη Δευτεροβάθμια) δείχνουν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν συναινούν στη διαχρονική προσπάθεια των κυβερνήσεων, με όχημα την «αξιολόγηση», να ορθώσουν νέα τείχη στη μόρφωση των παιδιών της λαϊκής οικογένειας, να οξύνουν τις ταξικές διαφορές με την κατηγοριοποίηση, να θρέψουν την επιχειρηματική δραστηριότητα μέσα στα σχολεία, να σπείρουν το φόβο στους εκπαιδευτικούς.
Η κυβέρνηση καταγράφει ήττα στην προσπάθειά της να εφαρμόσει την «αξιολόγηση», εν μέσω πανδημίας, με σχολεία να ανοιγοκλείνουν, με ανύπαρκτα μέτρα προστασίας, με εκπαιδευτικούς που ένα χρόνο τώρα προσπαθούν με πενιχρά μέσα να κρατήσουν την παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές ζωντανή.
Περνώντας τον πρώτο «κάβο» αυτού του αγώνα με επιτυχία, αποτελεί εχέγγυο για τη συνέχιση της αποτροπής αντιδραστικών στοχεύσεων τις οποίες οι κυβερνήσεις, ανεξαιρέτως, προσπαθούν να υλοποιήσουν, είτε μια και έξω είτε κομμάτι – κομμάτι. Άλλωστε, το υπουργείο Παιδείας έχει προαναγγείλει ότι σε επόμενο νομοσχέδιο, πριν από το τέλος της φετινής σχολικής χρονιάς, θα φέρει νέο πλαίσιο για την ατομική «αξιολόγηση» του εκπαιδευτικού, την «αξιολόγηση» και τα κριτήρια επιλογής στελεχών Εκπαίδευσης.
Από τις μέχρι τώρα διαρροές περιμένουμε ένα αρκετά «σκληρό» πλαίσιο ατομικής «αξιολόγησης», που θα περιλαμβάνει: α) Ατομικό φάκελο προσόντων – portfolio (ακαδημαϊκά προσόντα, σεμινάρια, πιστοποιήσεις κ.ά.), β) ατομική συνέντευξη, γ) παρακολούθηση της διδασκαλίας, δ) βαθμολόγηση με κλίμακα 0-100 από δύο ιεραρχικά ανώτερους αξιολογητές (κάθε εκπαιδευτικός θα αξιολογηθεί από τον διευθυντή του σχολείου και τον συντονιστή Εκπαιδευτικού Εργου). Είναι στο χέρι μας να αφήσουμε και αυτούς τους σχεδιασμούς ανενεργούς!
Η «αξιολόγηση» διαρκής διακηρυγμένος πόθος στρατηγικής σημασίας των κυβερνήσεων
Οι εκπαιδευτικοί δεν ήρθαμε πρώτη φορά σε επαφή με το οργανωμένο σχέδιο της κυβέρνησης να υλοποιήσει έναν ψηφισμένο νόμο που αφορά στη λεγόμενη αξιολόγηση. Παλιές συνταγές, με αλλαγμένο περιτύλιγμα κάθε φορά.
Όλες οι κυβερνήσεις απέτυχαν.
Από το 1982 και μετά (τότε καταργήθηκε ο θεσμός του επιθεωρητή) καταγράφονται τουλάχιστον 7 νόμοι ψηφισμένοι για την «αξιολόγηση» που δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, με ισχυρό το αποτύπωμα της αντίστασης των εκπαιδευτικών συνδικάτων.
Από το 2009 και ύστερα μπήκε πολύ πιο επιτακτικά το καθήκον από την ελληνική αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΟΟΣΑ, Κομισιόν κ.τ.λ.) για την εφαρμογή ενός συστήματος «αξιολόγησης» της Εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών (βλ. έκθεση ΣΕΒ «Η έξοδος από την κρίση περνάει από τα θρανία», έκθεση ΟΟΣΑ 2018, έκθεση Κομισιόν 2016).
Αποφασιστικής σημασίας ήταν η στροφή στην προσπάθεια να γίνει ευρέως αποδεκτή η «αξιολόγηση» την περίοδο 2015 – ’19 από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ («χρειάζεται να καλλιεργήσουμε κουλτούρα αξιολόγησης» – δήλωση Γαβρόγλου, «η αξιολόγηση χρειάζεται να γίνει δεκτή από τα υποκείμενα», δηλαδή τους εκπαιδευτικούς). Μάλιστα, μετά την κυβερνητική εναλλαγή, τον Ιούλη του 2019, η ΝΔ δεν χρειάστηκε να καταργήσει τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για την «αξιολόγηση» (ν.4547/18). Τον διατήρησε και τον επέκτεινε! Δεν είναι τυχαίο πως οι δείκτες της «αξιολόγησης», δηλαδή ο σκληρός της πυρήνας, σε μεγάλο βαθμό κινούνταν στην ίδια λογική με αυτήν της σημερινής ΥΑ της ΝΔ.
Η ενιαία στάση όλων των κυβερνήσεων, παρά τις διαφορές στον τρόπο υλοποίησής της, έγκειται στο ότι η «αξιολόγηση» είναι απαραίτητο εργαλείο για την προώθηση των αστικών σχεδιασμών στην Εκπαίδευση, για τον εντοπισμό και την εκτίμηση προβλημάτων που εμφανίζονται στα σχολεία, όχι με στόχο την ικανοποίηση των μορφωτικών αναγκών όλων των μαθητών, αλλά την υλοποίηση των επιδιώξεων της αστικής στρατηγικής για τα σχολεία. Για τις επιδιώξεις αυτές, το σχολείο θα πρέπει να ελέγχεται και να λογοδοτεί για το αν εναρμονίζει τη λειτουργία του στα κατά καιρούς αιτήματα της αστικής τάξης.
Έτσι, η λειτουργία των σχολείων ως «αυτόνομων μονάδων» σημαίνει ότι θα σχεδιάζουν διαφορετικό σχολικό πρόγραμμα, θα προγραμματίζουν την παρέμβαση των επιχειρήσεων στο σχολείο, θα αναζητούν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, κ.ά. Η «αξιολόγηση» ουσιαστικά σημαίνει ασφυκτικό έλεγχο για το πώς προχωράνε οι παραπάνω αντιεκπαιδευτικοί στόχοι. Το σχολείο που σχεδιάζουν θα είναι περισσότερο εξαρτημένο από τις τσέπες των γονιών, δεσμευμένο από τις συνολικές κοινωνικές ανισότητες, πιο φτηνό για το κράτος και αχανές πεδίο κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις.
Αποδεικνύεται δηλαδή πως ο χαρακτήρας της «αξιολόγησης» καθορίζεται από το τι σχολείο έχουμε, σε τι κοινωνία και οικονομία και αυτό είναι αντικειμενικό, ανεξάρτητα από την πιθανόν καλή προαίρεση του καθενός.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, πουθενά στον κόσμο δεν εφαρμόζεται αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται ως «καλή αξιολόγηση», γιατί δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα οι ανάγκες της αστικής τάξης και οι ανάγκες των παιδιών για ολόπλευρη μόρφωση. Γι’ αυτόν το λόγο η διαπάλη με το περιεχόμενο, τις πραγματικές στοχεύσεις και τα αποτελέσματα που θα έχει στα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών, ειδικά των λαϊκών οικογενειών, είναι το κλειδί ώστε να εμποδίζονται κάθε φορά τέτοιοι σχεδιασμοί.
Οι δείκτες της «αξιολόγησης» φέρνουν στο προσκήνιο τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων
Βλέποντας τους δείκτες στους οποίους καλούμαστε να αξιολογηθούμε αντανακλώνται οι διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων για τα προβλήματα, τα οποία δείχνουν τους εκπαιδευτικούς ως υπεύθυνους! Για τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους γονείς, κάθε δείκτης της «αξιολόγησης» αποτελεί και πεδίο πάλης και αναμέτρησης με την κυρίαρχη πολιτική:
• Η «ικανότητα διαχείρισης των οικονομικών πόρων» στο επίπεδο της σχολικής μονάδας θα πρέπει να αφορά την αποκλειστική στήριξη του σχολείου από το κράτος, χωρίς να βάζουν το χέρι στην τσέπη οι γονείς. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι να διδάσκουν την αλήθεια, να μεταδίδουν τη γνώση, να στηρίζουν ψυχολογικά και παιδαγωγικά τα παιδιά και όχι να αναζητούν πόρους!
• Απέναντι στη λεγόμενη «αποτελεσματική αξιοποίηση του προσωπικού», αντιτάσσουμε την ανάγκη της μονιμοποίησης των 50.000 συμβασιούχων εκπαιδευτικών ως απαραίτητο όρο για τη σταθερή παιδαγωγική, μορφωτική και ψυχολογική σχέση που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές. Η μόρφωση των παιδιών δεν έχει ανάγκη από εκπαιδευτικούς – λάστιχο που αναγκάζονται να διδάσκουν άσχετα με την ειδικότητά τους μαθήματα.
• Η «αξιοποίηση των σχολικών υποδομών» να μετουσιωθεί σε διεκδίκηση ώστε εδώ και τώρα οι σχολικές υποδομές να θωρακιστούν αντισεισμικά, να φτιαχτούν εργαστήρια, γυμναστήρια παντού, να δεσμευτούν άμεσα χώροι για ανέγερση σχολικών κτιρίων, για να ξεμπερδεύουμε οριστικά με την αθλιότητα των κοντέινερ, των «τάξεων – κλουβιά».
• Βάζουμε μπροστά τη σύγχρονη ανάγκη και δυνατότητα για ένα σχολείο ολόπλευρης μόρφωσης και σύγχρονης γενικής παιδείας, που θα ενσωματώνει δημιουργικά μια σειρά νέων εξελίξεων και θα δίνει ουσιαστική επιστημονική και παιδαγωγική απάντηση στα νέα ζητούμενα της ανάπτυξης της κοινωνίας αντί για την εύηχη «καλλιέργεια δεξιοτήτων στους μαθητές».
• Δυναμώνουμε τον αγώνα για πραγματική στήριξη των σχολείων και όχι την κατάταξή τους σε «καλά» και «κακά» σχολεία με βάση τον απαράδεκτο δείκτη των «μαθησιακών αποτελεσμάτων» και τη δημοσίευση των «αξιολογήσεων». Ο ανταγωνισμός των σχολείων είναι ξένος και κόντρα στον βασικό παιδαγωγικό τους ρόλο, που είναι να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Η οργάνωση των συναδέλφων βασικός όρος στην επιτυχία της απεργίας – αποχής
Το πλειοψηφικό ρεύμα απόρριψης της «αξιολόγησης», που δημιουργήθηκε και υποχρέωσε την κυβέρνηση σε προσωρινή ήττα, έχει τη σφραγίδα των εκλεγμένων της ΑΣΕ στον κλάδο των εκπαιδευτικών και των δεκάδων σωματείων που προετοίμασαν τη μάχη αυτή. Η πρωτοβουλία που πάρθηκε στο πλαίσιο της 88ης ΓΣ της ΔΟΕ το 2019, από την οποία προέκυψε ο συντονισμός των 77 σωματείων και η προκήρυξη της απεργίας – αποχής από κάθε διαδικασία «αξιολόγησης», συμπαρέσυρε τις ηγεσίες των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών (ΔΟΕ – ΟΛΜΕ). Ετσι, το Σεπτέμβρη του 2020 αποφασίστηκε η μορφή της απεργίας – αποχής στη ΓΣ προέδρων των ΕΛΜΕ, ενώ στις 2/2 πήρε αντίστοιχη, ομόφωνη, απόφαση και το ΔΣ της ΔΟΕ.
Είναι ελπιδοφόρα η προσπάθεια να δοθεί με ενιαία χαρακτηριστικά αυτός ο αγώνας, τα βήματα υλοποίησης της απόφασης για απεργία – αποχή ακόμα και στα πολύ πρακτικά ζητήματα. Στη μάχη που δόθηκε κάθε συνάδελφος ήξερε τι έπρεπε να κάνει!
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ενημέρωση των συναδέλφων. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκαν πάνω από 240 διαδικτυακές συσκέψεις των σωματείων, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εκπαιδευτικοί. Συσκέψεις που μαχητικοποίησαν τον κλάδο, εξόπλισαν τους συναδέλφους για το περιεχόμενο και τις πραγματικές στοχεύσεις της «αξιολόγησης», χωρίς να περιορίζεται η κουβέντα μόνο στη μορφή της «αξιολόγησης» (δημοσίευση, βαθμολόγηση). Αναδείχθηκε και η σχετική διεθνής πείρα. Ταυτόχρονα απομονώθηκαν φωνές που ήθελαν να σπείρουν την αμφιβολία, να ρίξουν νερό στον μύλο της κυβέρνησης, να τρομοκρατήσουν και είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας θα τους χρησιμοποιήσουν σε επόμενη φάση.
Κανένας εφησυχασμός από τους ελιγμούς του υπουργείου
Η κυβέρνηση και το υπουργείο δεν θα κάνουν γενικά πίσω. Η «αξιολόγηση» είναι κομβικής σημασίας ζήτημα για την προώθηση της αστικής στρατηγικής στην Εκπαίδευση. Κάνει προσωρινά έναν ελιγμό για να επανέλθει ακόμα πιο επιθετικά. Η ίδια η υπουργός κάλεσε τα ΔΣ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ σε συνάντηση μετά τη λήξη της ημερομηνίας που είχε ορίσει για να συνεδριάσουν οι σύλλογοι διδασκόντων, στην οποία σε όλους τους τόνους έλεγε ότι δεν επιδιώκει σύγκρουση. Ομως, την ίδια στιγμή, ετοιμάζει το επόμενο βήμα, με προσπάθεια να περάσει πλευρές της «αξιολόγησης» μέσω του λεγόμενου «εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας» των σχολείων…
Εμείς κρατάμε την πολύτιμη πείρα και προχωράμε. Η μάχη που δόθηκε και τα αποτελέσματά της χρειάζεται να συζητηθούν με όλους τους συναδέλφους, πόσο μάλιστα όταν μπροστά μας έχουμε ένταση της πολιτικής που εγκληματεί σε βάρος της υγείας μας, της μόρφωσης των παιδιών, της δουλειάς με δικαιώματα.
Είναι σημαντικό ότι οι εργαζόμενοι καταφέρνουν με όπλο τη συλλογική οργάνωση και πάλη και μέσα σε συνθήκες πανδημίας, με όλες τις γνωστές δυσκολίες, να εμποδίζουν, να καθυστερούν την εφαρμογή ακόμα και ψηφισμένων νόμων. Είναι αγκάθι συνολικά για την αστική τάξη ότι δεν μπορεί να επιβάλει την «αξιολόγηση».
Πλέον γίνεται πιο φανερό από παλιότερα ότι η κύρια πλευρά της «αξιολόγησης» συνδέεται με το ζήτημα της μόρφωσης των μαθητών, άρα η κριτική μας έχει αφετηρία τη σκοπιά των μορφωτικών αναγκών των μαθητών και τις δυνατότητες που υπάρχουν ώστε να ικανοποιούνται αυτές οι ανάγκες. Με αυτήν τη σκοπιά υπερασπίζουμε και την παιδαγωγική μας υπόσταση, διευρύνουμε τους δεσμούς με τους γονείς, κάνουμε πιο δύσκολο στην κάθε κυβέρνηση να παίζει το χαρτί του «κοινωνικού αυτοματισμού».
Η αλλαγή συσχετισμών στα σωματεία, η διεύρυνση των σωματείων που κινούνται σε αγωνιστική γραμμή, δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται οι αρνητικοί συσχετισμοί στην πράξη, να προχωράει ένα αγωνιστικό σχέδιο που έχει στον πυρήνα του τη διεκδίκηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζομένων.
Το αμέσως επόμενο διάστημα, συνεχίζουμε στον δρόμο της σύγκρουσης με την κυρίαρχη πολιτική, βλέποντας τη μεγάλη εικόνα των εξελίξεων, ειδικά στη σημερινή φάση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης. Συνεχίζουμε να δίνουμε σε όλα τα επίπεδα τον αγώνα με επεξεργασμένο και ανανεωμένο πλαίσιο πάλης, με το οποίο απευθυνόμαστε σε εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές με αιχμή τα σύνθετα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και συναισθηματικά προβλήματα που έχουν αφήσει η πανδημία και ο εγκλεισμός στους μαθητές.