Τι χαρά, τι χαρά. Θα πήγαινε σχολείο! Επιτέλους, ήταν αρκετά μεγάλη για να πάει σχολείο!!! Το σχολείο ήταν μεγάλο και καινούριο, σκέτο στολίδι. Μεγάλος αυλόγυρος, μεγάλη τάξη, κυλικείο και όλα τα παιδιά της γειτονιάς, μικρά και μεγάλα…Ήταν πραγματικά χαρούμενη.
Μπήκε στην τάξη.Της φάνηκε πελώρια. Ένιωθε μεγάλη, ένιωθε χαμένη και λίγο μόνη ίσως μα ήταν κιόλας 5 και πήγαινε νήπια!
Είχε μια μικρή καινούρια τσάντα, ένα μπλοκ ζωγραφικής, ένα μολύβι με σβήστρα και υπέροχες χρωματιστές ξυλομπογιές. Αυτά ήταν ο κόσμος όλος.
Κάθισε στο θρανίο με την φίλη της την Άννα. Μόνο αυτή ήξερε στην τάξη, γιατί έμεναν στην ίδια γειτονιά κι οι γιαγιάδες τους έκαναν παρέα.
Μπήκε στην τάξη η “κυρία”. Όμορφη, ψηλή με κοντοκομένα μαλλιά, μια μακριά μπλε φούστα και φορούσε κραγιόν. Εκστασιάστηκε με αυτό το κατακόκκινο κραγιόν…
Τους είπε το όνομα της την έλεγαν κυρία Καίτη και μετά κάνοντας μια βόλτα στα θρανία τους ζήτησε να σηκωθούν και τους έβαλε να καθίσουν με άλλα παιδάκια. Δεν ήξερε γιατί, δεν κατάλαβε. Έτσι βρέθηκε να κάθετε με ένα άλλο κοριτσάκι.Την Δέσποινα.
Στην αρχή πανικοβλήθηκε μα μετά αφού η Δέσποινα της είπε το όνομα της ηρέμησε.Την συμπάθησε τη Δέσποινα. Θα καθόταν μαζί στο ίδιο θρανίο…Τι μεγάλες που ήταν!
Η κυρία Καίτη έβαλε τους κανόνες “Δεν μιλάμε στην τάξη, δεν παίζουμε, δεν ενοχλούμε τον διπλανό μας, δεν χαζολογάμε, δεν ξύνουμε τα μολύβια μας, δεν ξεχνάμε τα πράγματα μας, δεν κοροϊδεύουμε, δεν αντιμιλάμε….” κι άλλα πολλά. Τους έδειξε την μακριά τετράγωνη βέργα της και τους είπε πως αυτή θα ήταν η τιμωρία τους αν δεν άκουγαν τους κανόνες.
Εκείνη, δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Κοίταζε γύρω της εκστασιασμένη. Ήταν σχολείο!!! Ήταν επιτέλους σχολείο!!!
Μετά η κυρία Καίτη τους μοίρασε καρτέλες για να ζωγραφίσουν.Της έτυχε μια καρτέλα με ένα δέντρο. Θα ήθελε πολύ την καρτέλα της Δέσποινας που είχε ένα μικρό γατάκι…δεν πείραζε όμως. Θα έβγαζε τις καινούριες της μπογιές και θα ζωγράφιζε το ομορφότερο δέντρο στον κόσμο! Το ωραιότερο δέντρο στην τάξη!
Όταν τέλειωσαν η κυρία περνούσε από όλα τα θρανία και στο ένα χέρι κρατούσε την βέργα και στο άλλο μια μικρή σφραγίδα, βάζοντας σφραγιδούλες στο χέρι του κάθε παιδιού. Μια σφραγίδα με ένα σκυλάκι. Της φάνηκε υπέροχο.
Αν ήταν ωραία η ζωγραφιά με φωτεινά χρώματα, έβαζε ακόμη και δύο σφραγίδες….Ω!!! Πόση αγωνία, πόση γλυκιά αναμονή! Ήταν τόσο σίγουρη για το δέντρο της…και σε λίγο στο χέρι της θα είχε μια σφραγίδα…μπορεί και δύο!
Επιτέλους η κυρία Καίτη στάθηκε μπροστά της. Κοίταξε το δέντρο της και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. “Τι είναι αυτό;” την ρώτησε. “Δέντρο”. Απάντησε εκείνη με σιγουριά.
“Και τι χρώμα έχουν τα φύλλα του δέντρου;” “Πράσινα”, απάντησε ξανά… περήφανη που ήξερε την σωστή απάντηση.
“Κι αυτό τι χρώμα είναι;” Ρώτησε ξανά η κυρία Καίτη με έντονη φωνή. “Πράσινο”. Είπε η μικρή με βεβαιότητα.
“Πράσινο; Πράσινο;”…Φώναξε η κυρία Καίτη και έγινε κι η ίδια πράσινη από τα νεύρα. Πήρε την καρτέλα και την έδειξε στην τάξη ρωτώντας δυνατά.”Τι χρώμα είναι αυτό;” Με μια φωνή γεμάτη βεβαιότητα όλα τα παιδιά απάντησαν “Μπλε!”
Μπλε;… Έμεινε άφωνη…ήταν σίγουρη πως αυτό ήταν πράσινο….
“Σήκω πάνω κι άνοιξε τα χέρια σου” της είπε η κυρία Καίτη κι εκείνη σηκώθηκε κι άνοιξε τις παλάμες της ανίδεη. Η βέργα σηκώθηκε δύο φορές και δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον θόρυβο καθώς έσκιζε τον αέρα, ούτε τον πόνο καθώς ένιωθε τις παλάμες τις να καίνε…
Τα δάκρυα έτρεμαν στα μάτια μα δεν βγήκαν ποτέ, από πείσμα κι από άγνοια…Τι έγινε ακριβώς; Δεν είχε καταλάβει…Στην τάξη επικρατούσε μια παράξενη σιωπή, μια βουβαμάρα, ένας φόβος και μια έκσταση για το πρωτόγνωρο θέαμα.
Η κυρία της φώναζε, “Ήρθες σχολείο και δεν ξέρεις ούτε τα χρώματα να ξεχωρίζεις; ΟΥΤΕ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑΑΑΑ “.
Τώρα φώναζε δυνατά μπροστά στο πρόσωπο της και αμέσως μετά της έπιασε τα μαλλιά με δύναμη και τραβώντας τα την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα, με το κεφάλι να γέρνει, προς το θρανίο. Νόμιζε πως θα της ξεριζώσει τις τούφες, τόσο πολύ πονούσε.
“Πες μου” της φώναζε με το χέρι να της τραβά προς τα κάτω τα μαλλιά, τόσο που σχεδόν το κεφάλι της κόλλησε στο θρανίο “Πες μου ποιο είναι το πράσινο, ΠΕΣ ΜΟΥ”.
Κοίταζε τις ξύλινες μπογιές με πανικό…έπρεπε να μιλήσει έπρεπε να πει το σωστό…μα ξάφνου η κυρία Καίτη την άφησε απότομα. Την έσωσε η Δέσποινα, η διπλανή της, που από τον φόβο της είχε κάνει εμετό και είχε γεμίσει όλο το θρανίο, ότι βρισκόταν πάνω σε αυτό και τα ρούχα της.
Ήταν άσπρη σαν το πανί, τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιγμένα, πελώρια και τρομαγμένα. Άφωνη, άλαλη ενώ η κυρία Καίτη προσπαθούσε να την βοηθήσει να σηκωθεί, να μαζέψει τα πράγματα της και να φύγει…
Ήταν η πρώτη μέρα στο σχολείο και ήταν η αρχή μιας φριχτής χρονιάς, όπου η βέργα της κυρίας Καίτης κι εκείνη ανέπτυξαν στενή σχέση, όπου οι προσβολές της κυρίας Καίτης και οι φωνές της, την έκαναν να αναπηδά και να ντρέπεται κι όπου ξαφνικά είχε γίνει ο εύκολος στόχος όλης της τάξης γιατί τα παιδιά μπορούν να γίνουν μια σκληρή μικρογραφία των μεγάλων…Στο σπίτι δεν είπε ποτέ τίποτε. Ποτέ. Γιατί τα παιδιά…δεν μιλούν!
Ήταν νήπια κι ήταν ήδη…πολύ μεγάλη!
Δεν αγάπησε ποτέ το σχολείο. Αυτή η σχέση είχε τελειώσει πριν ακόμη αρχίσει. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβει, να αναλύσει, να σταματήσει να μισεί και να βρει ανθρώπους διαφορετικούς που τη βοήθησαν…μα είχε πια περάσει τόσος καιρός που ήταν βέβαιη πως δεν είχε πια κανένα νόημα να προσπαθήσει για τίποτε.
Ένας όμως άνθρωπος κάποτε τη βοήθησε να καταλάβει και να επικεντρωθεί με μια του λέξη. Ήταν καθηγητής μαθηματικός και της έκανε φροντιστήριο για να καταφέρει να περάσει την δεύτερη τάξη στο Γυμνάσιο, μιας και στην πρώτη είχε δυσκολευτεί πολύ. Εκείνη στα μαθηματικά ήταν εντελώς ηλίθια. Νόμιζε πως ο εγκέφαλος της δεν λειτουργούσε, τόσο ηλίθια ένιωθε.
Εκείνος ήταν καλός μαθηματικός μα σε μια συζήτηση, της είπε πως στο σχολείο ήταν άθλιος μαθητής κι ακόμη πιο άθλιος στα μαθηματικά. “Ήμουν τόσο άθλιος” της είπε “που ο μαθηματικός μου, μου είπε, εσύ αγόρι μου άχρηστος θα μείνεις μια ζωή. Δεν μπορείς ούτε πρόσθεση να κάνεις.” Θύμωσε τόσο πολύ και πείσμωσε που αποφάσισε να αποδείξει το αντίθετο. Κι έγινε μαθηματικός.
Κι επειδή η ζωή είναι κύκλος βρέθηκε ξανά με εκείνον τον καθηγητή σε ένα τραπέζι με κοινούς γνωστούς. Του τον σύστησαν σαν αξιόλογο συνάδελφο κι ήρθε η ώρα να “πάρει το αίμα του πίσω”…υποχρεώνοντας τον παλιό καθηγητή του, να κατεβάσει το κεφάλι ντροπιασμένος…μπροστά σε όλους.
Ω, αυτή η ιστορία την ενθουσίασε. Και περίμενε, περίμενε, περίμενε…που θα πάει σκεφτόταν, μια μέρα θα την συναντήσω ξανά…Την κυρία Καίτη, την μισητή κυρία Καίτη!
Μα στο μεταξύ τη χρονιά εκείνη, ο καθηγητής της, έγινε μέντορας.Της έμαθε πράγματα απίστευτα που δεν είχαν σχέση με τα μαθηματικά, μα με τις ανθρώπινες αξίες, την φιλοσοφία μιας άλλης ζωής, την πολιτική διάσταση των πραγμάτων.Της έδειξε έναν άλλο δρόμο, που δεν είχε σχέση με την μάθηση, μα με τη γνώση.
Η ημέρα της εκδίκησης στην κυρία Καίτη δεν ήρθε ποτέ, άλλωστε ίσως και να μην είχε πια νόημα, όμως τις προάλλες έμαθε κάτι άλλο. Εκείνος ο απίθανος μαθηματικός. Ο καταπληκτικός εκείνος άνθρωπος που την ενέπνευσε με τόσους τρόπους, εκείνος που την βοήθησε να βρει τον στόχο της λέγοντας της πως: “Οφείλουμε να εκπαιδευτούμε. Το οφείλουμε σε εκείνες τις γενιές και στους ανθρώπους, που δεν είχαν πρόσβαση ή δικαίωμα στη γνώση. Γιατί η γνώση είναι όπλο. Η γνώση είναι εργαλείο. Η γνώση είναι πηγή ελευθερίας”…
Εκείνος ο άνθρωπος που δεν τον ενδιέφερε ποτέ να της διδάξει μαθηματικά μα το νόημα της ύπαρξης τους, χάθηκε ξαφνικά, πριν λίγο καιρό, μόνον 60 χρονών κι έχοντας ακόμη τόσα να δώσει.
Δεν μπορώ να πω παρά μόνο “κυρία Καίτη, νά’ σαι καλά, μα ντροπή σου…” κι “Ευχαριστώ, Ευχαριστώ κι ώρα σου καλή Δάσκαλε…καλέ μου, καλέ μου Δάσκαλε…Θα σε θυμάμαι και θα σε ευγνωμονώ. Γιατί η εκπαίδευση είναι πάνω από όλα παιδεία…κι εσύ ήσουν ένας απίθανος παιδαγωγός.
“Την γνώση την φοβούνται μόνο οι μικροί…”. Αντίο κύριε καθηγητά…
Καλημέρα εκεί έξω. Καλημέρα αγαπημένοι Κατερίνα
Αφιερωμένο στον εξαιρετικό Τάκη Κωστόπουλο, που έφυγε νωρίς.