Αξιωματική αντιπολίτευση και επαγγελματικές ενώσεις τονίζουν ότι ο νέος νόμος θα κριθεί στα δικαστήρια, την ώρα που το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας προειδοποιεί ότι θα τον ακυρώσει στην πράξη
Η ρύθμιση που δίνει τη δυνατότητα στους αποφοίτους των κολεγίων να διορισθούν αποτελεί πλέον νόμο του κράτους. Νομικοί υπογραμμίζουν ότι η εν λόγω διάταξη δημιουργεί νομικό προηγούμενο για προσλήψεις και σε άλλους κλάδους (για παράδειγμα στους μηχανικούς) και εύφορο έδαφος για ασάφειες που θα οδηγήσουν σε άνθηση νομικών προσφυγών, κλείνοντας έτσι και το μάτι σε δικηγορικά γραφεία που εξειδικεύονται σε σχετικά θέματα. Οι μόνοι που σήμερα έχουν λόγο να χαίρονται, εκτός βέβαια από τους πτυχιούχους των κολεγίων, είναι οι ιδιοκτήτες, οι οποίοι «βλέπουν» το πελατολόγιο να αυξάνεται. Τα προβλήματα που ακολουθεί η ψήφιση του νόμου θα φανούν στην πράξη και είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα ακολουθήσουν τον δρόμο της Δικαιοσύνης.
Ισότιμα τα πτυχία κολεγίων: Η επόμενη μέρα φέρνει πλήθος προβλημάτων
Μάλιστα, ήδη νομικές εταιρείες προετοιμάζονται για προσφυγές. Η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου δήλωσε στη Βουλή ότι θα υπάρξει συνέχεια στα δικαστήρια, διότι πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος. «Η υπουργός Παιδείας παραπλάνησε σκόπιμα τη Βουλή αποκρύπτοντας από την Εθνική Αντιπροσωπεία τα απαραίτητα έγγραφα και την προειδοποιητική επιστολή της Κομισιόν» τόνισε η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου.
«Απέκρυψαν στοιχεία»
Σχολιάζοντας την άρνηση της Νίκης Κεραμέως να δημοσιοποιήσει τα σχετικά έγγραφα, η κυρία Ξενογιαννακοπούλου αναφέρθηκε στο έγγραφο-κόλαφο του ΔΟΑΤΑΠ, που είναι ο αρμόδιος οργανισμός αναγνώρισης της ακαδημαϊκής ισοτιμίας και αντιστοιχίας των πτυχίων από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, σύμφωνα με το ΈΘνος. «Το έγγραφο αυτό αποδεικνύει μια αλληλογραφία που έχει γίνει όλο αυτό το διάστημα και αποδεικνύει ότι η κυρία Κεραμέως είχε όλα τα νομικά επιχειρήματα για να αντικρούσει την προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Καταγγέλλουμε την απόκρυψη όλων αυτών των στοιχείων» δήλωσε, προσθέτοντας πως η Βουλή ψήφισε χωρίς να έχει πλήρη γνώση του θέματος και προειδοποιώντας πως όλη αυτή η επιχειρηματολογία που απέκρυψε η υπουργός «θα βρει τον δρόμο των δικαστηρίων». Στα «κάγκελα» βρίσκεται και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΤΕΕ), το οποίο υπογραμμίζει ότι θα ακυρώσει τον νόμο στην πράξη, κάτι που όπως φαίνεται θα επιδιώξουν και άλλοι επαγγελματικοί φορείς.
Οι μηχανικοί τονίζουν ότι θα «ασκήσουν με κάθε πρόσφορο τρόπο τον θεσμικό, επιστημονικό και κοινωνικό τους ρόλο, ώστε η πολιτική άκριτης εμπορευματοποίησης της Παιδείας και νομοθετικής εξίσωσης διαφορετικών επιπέδων επιστημονικής γνώσης να καταργηθεί στην πράξη». Αλλωστε, όπως ισχυρίζονται, η διάταξη αυτή είναι επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον και ισοπεδωτική για τη δημόσια Παιδεία, και η εξίσωση των αποφοίτων είναι κατάφωρη αδικία για τους διπλωματούχους μηχανικούς, καθώς απαξιώνονται τα πτυχία των ενιαίων πενταετών αδιάσπαστων προγραμμάτων σπουδών των Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών της χώρας.
Δεν έχουν τα εχέγγυα
Τα πανεπιστήμια από την άλλη πλευρά θεωρούν ότι οι απόφοιτοι των κολεγίων δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα, ούτε τα εχέγγυα να αναλάβουν την ευθύνη της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης των μαθητών. Η δε κατάργηση της παιδαγωγικής επάρκειας θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα αξιοκρατικά κριτήρια επιλογής για τους διορισμούς εκπαιδευτικών στα σχολεία. Τονίζουν επίσης ότι η επαγγελματική εξίσωση των αποφοίτων των κολεγίων με τους αποφοίτους της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης υποβαθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση και οξύνει το πρόβλημα της ανεργίας των αποφοίτων των ΑΕΙ.
Οι πανεπιστημιακοί προτείνουν ειδικά για τους αποφοίτους των «καθηγητικών» και Παιδαγωγικών Σχολών, το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας (ΠΠΔΕ) να αποτελεί προϋπόθεση για οποιαδήποτε συμμετοχή σε διαδικασίες διορισμού που προβλέπονται από την ελληνική πολιτεία. Σήμερα οι απόφοιτοι των δημόσιων ΑΕΙ αποκτούν το ΠΠΔΕ κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Τα πανεπιστήμια όπως είναι λογικό ζητούν επίσης, για λόγους ισοτιμίας, τα κολέγια που συνεργάζονται με εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, εκτός του ελέγχου που τυγχάνουν από τις Αρχές της χώρας προέλευσης, να αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια και από την ίδια Ανεξάρτητη Αρχή η οποία αξιολογεί όλα τα ελληνικά ΑΕΙ και πιστοποιεί τα προγράμματα σπουδών τους.