Σχολεία: Οι νεοδιόριστοι καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σκληρή πραγματικότητα επιβίωσης αφού ο σχετικός νόμος τους υποχρεώνει να μείνουν υποχρεωτικά δυο χρόνια μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες και τα παιδιά τους.
Σύμφωνα με το ΕΘΝΟΣ, πρόκειται για τους πάνω από 24.000 εκπαιδευτικούς οι οποίοι διορίστηκαν σε μόνιμες θέσεις στα δημόσια σχολεία (οι 8.497 διορίστηκαν φέτος) μετά από σχεδόν 12 χρόνια μηδενικών διορισμών. Και ενώ οι χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές είδαν μετά από τόσα χρόνια βασανιστικής αναμονής τη ζωή τους να αλλάζει προς το καλύτερο, τώρα βρίσκονται μπροστά σε μια σκληρή πραγματικότητα.
Πώς η αλλαγή ώρας θα μπορούσε να επιδεινώσει την ενεργειακή κρίση
Όπως οι ίδιοι λένε πρέπει να πειθαρχήσουν στο νόμο που προβλέπει «τη διετή παραμονή κατά τη δόκιμη περίοδο υπηρέτησης της οργανικής στον τόπο διορισμού, εξοστρακίζοντας κάθε δυνατότητα μεταβολής ακόμα και στις περιπτώσεις των κατ ’εξαίρεση περιπτώσεων, γεγονός που επηρεάζει τις εργασιακές μεταβολές συζύγων εκπαιδευτικών που λειτουργούν σε άλλα υπουργεία».
Στο μεταξύ όμως βλέπουν ότι έρχεται ένας δύσκολος χειμώνας και οι μισθοί τους δεν επαρκούν για να ζήσουν, ενώ αρκετοί συνάδελφοι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο δυσβάσταχτο έξοδο των μετακομίσεων, της δημιουργίας νέου νοικοκυριού, και στους πάγιους λογαριασμούς. Για τους λόγους αυτούς έστειλαν σχετική επιστολή στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ζητώντας να μειωθεί η υποχρεωτική παραμονή στην οργανική τους θέση στον ένα χρόνο και να έχουν δικαίωμα αμοιβαίων μεταθέσεων και κατ’ εξαίρεση αποσπάσεων.
Η επιστολή της Ομάδας Νεοδιόριστων Εκπαιδευτικών 2022, προς τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς Κεραμέως και Βορίδη
«Κύριε πρωθυπουργέ και κυρία και κύριε υπουργέ, πρόσφατα, υλοποιήθηκε ένα από τα διαχρονικά αιτήματα που έθετε εκ του μακρόθεν, κάθε νόμιμη πανελλήνια εκπαιδευτική ομοσπονδία, ή σύλλογος, που εκπροσωπεί χιλιάδες εκπαιδευτικούς συναδέλφους, αναφορικά με τη μονιμοποίηση, και την άρση του επί δεκαετίες εγκλωβισμού τους σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου, και σε τόπους υπηρέτησης ως επί το πλείστων, μακριά από την περιοχή της μόνιμης κατοικίας, με ότι αυτό συνεπάγεται σε υγειονομικό, οικογενειακό και οικονομικό επίπεδο.
Στη βάση αυτής της πραγματικότητας, η μονιμοποίηση των 8.487 συναδέλφων εκπαιδευτικών και των δύο βαθμίδων γενικής εκπαίδευσης, όπως επίσης και της ΕΑΕ, ΕΕΠ και ΕΒΠ αποτέλεσε ενθαρρυντικό βήμα για την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο Δημόσιο σχολείο, όπως επίσης και ελπίδα για επαναπροσδιορισμό και επανένταξη της ζωής των ίδιων και των οικογενειών τους σε μία κανονικότητα, η οποία ωστόσο όπως διαπιστώνεται επι του πρακτέου, παρουσιάζει αρκετές παθογένειες. Αν και οι ηγεσίες των δύο αρμόδιων υπουργείων έπραξαν το αυτονόητο με τη συγκεκριμένη απόφαση υλοποίησης διορισμών, μετριάζοντας εν μέρει το αίσθημα άγχους περι του φόβου της εργασιακής αβεβαιότητας, και τη δικαίωση των πολυετών μετακινήσεων υπηρέτησης των συναδέλφων ανά νομό, δεν συμπεριέλαβαν το γεγονός, ότι ο κλάδος των εκπαιδευτικών αποτελεί το μοναδικό κλάδο σε όλο το δημόσιο που το δυναμικό του διορίζεται χιλιομετρικά μακριά από τη μόνιμη κατοικία, χωρίς καμία προοπτική να βρεθεί και πάλι κοντά στο σπίτι του. Ζήτημα το οποίο μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο, έπειτα από την επικύρωση του νόμου Ν. 4589/19 και Ν. 4722/20 που προβλέπει τη διετή παραμονή κατά τη δόκιμη περίοδο υπηρέτησης της οργανικής στον τόπο διορισμού, εξοστρακίζοντας κάθε δυνατότητα μεταβολής ακόμα και στις περιπτώσεις των κατ ’εξαίρεση περιπτώσεων, γεγονός που επηρεάζει τις εργασιακές μεταβολές συζύγων εκπαιδευτικών που λειτουργούν σε άλλα υπουργεία.
Αξίζει εδώ να τονιστεί, πως ο νεοδιόριστος εκπαιδευτικός σήμερα, καλείται να διαχειριστεί μία εργασιακή δυστοπία, καθώς οι μονιμοποιήσεις τυγχάνουν σε μία περίοδο που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει συρροή μίας σειράς σοβαρών κρίσεων, οικονομικών, υγειονομικών, επισιτιστικών, ενεργειακών. Μετά λύπης, διαπιστώνεται, πως αρκετοί συνάδελφοι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο δυσβάσταχτο έξοδο των μετακομίσεων, της δημιουργίας νέου νοικοκυριού, και στους πάγιους λογαριασμούς. Ο φετινός χειμώνας για τους περισσότερους νεοδιόριστους θα αποτελέσει μια μεγάλη πρόκληση, ενώ η ενεργειακή κρίση αποτελεί συγχρόνως απειλή για τη διεκπεραίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για να επιτευχθούν κατά κανόνα μακροπρόθεσμοι και ποιοτικοί στόχοι, πρέπει πρώτα να διασφαλιστεί ότι οι πόροι των συναδέλφων εκπαιδευτικών επαρκούν για τις βασικές συνθήκες διαβίωσης, προκειμένου να επιτελέσουν με συνέπεια το έργο τους, κάτι που σημαίνει πρακτικά, σπίτι, θέρμανση, χρήματα μετακινήσεων, αύξηση μισθών.
Συμμεριζόμενοι ωστόσο, την παρούσα οικονομική κατάσταση, προτείνουμε ένα ανέξοδο πλάνο το οποίο μπορεί να βοηθήσει όσους συναδέλφους υπηρετούν αυτή τη στιγμή σε περιοχές μακριά από τον τόπο κατοικίας, που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά, όπως επίσης και συναδέλφους που για λόγους υγείας δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην αγωγή τους, καθώς το ποσοστό αναπηρίας δεν απηχεί στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη σχετική εγκύκλιο. Με βάση άλλωστε τα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν, αλλά και τις νέες συνταξιοδοτήσεις που επίκεινται από την αρχή του νέου χρόνου, στο μεγαλύτερο μέρος των σχολικών μονάδων σε ολόκληρη την επικράτεια υπάρχουν διαθέσιμα οργανικά κενά, και θα προκύψουν νέα για όλες τις ειδικότητες α/βάθμιας και β/βάθμιας εκπαίδευσης, και ως εκ τούτου η μείωση του χρόνου υποχρεωτικής παραμονής στη θέση τοποθέτησης από δύο σχολικά έτη σε ένα θα είναι μία δίκαιη απόφαση για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς και πράξη ανακούφισης για τις οικογένειες τους σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία.
Συγκεκριμένα προτείνουμε:
α) Επαναφορά του νόμου περί υπηρέτησης της οργανικής από δύο έτη σήμερα, σε ένα έτος.
β) Δικαίωμα απόσπασης όλων των κατ’ εξαίρεση αποσπάσεων από τον πρώτο χρόνο υπηρέτησης της οργανικής (π.χ., ένστολων, στρατιωτικών, ΑμεΑ κλπ.).
γ) Δικαίωμα μετάθεσης/αμοιβαίας στον ένα χρόνο υπηρέτησης της οργανικής».