Γράμμα σ’ ένα παιδί*

για τη ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑ

Οκτώ συγγραφείς απευθύνουν μια σύντομη επιστολή

στο παιδί που έχουν στην καρδιά τους

για να του εμπνεύσουν την αγάπη

για την ανάγνωση και τα βιβλία

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ | ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ ΑΛΚΗ ΖΕΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ | ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ | ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ

Αγαπητέ Γιώργο,

Έχω μπλέξει. Πρέπει επειγόντως να μου ξαναδείξεις πώς θα διαβάζω τα sms στο κινητό μου. Μη γελάσεις, έχει χοντρύνει το μυαλό μου. Μη γελάσεις γιατί θα το πάθεις και συ σε καμιά εξηνταπενταριά χρόνια.

Λοιπόν, σχετικά με τα ταξίδια που συζητούσαμε την Κυριακή: τα καλύτερα τα έχω κάνει με τα βιβλία. Μέχρι το φεγγάρι έφτασα. Στα βάθη των ωκεανών επίσης. Με τον φίλο μου τον Ιούλιο Βερν. Δεξιοτέχνης. Και με τη δική μας τη Δέλτα. Όχι των παγωτών. Τη γιαγιά Πηνελόπη Δέλτα, με τον Καπετάν Άγρα, με τον Καπετάν Τυλιγάδη της. Τι ωραίες μορφές μέσα στις καλαμιές των μυστικών του βάλτου. Στην ηλικία σου αυτά. Συναρπαστική εποχή. Ακολούθησαν κι άλλα φυσικά. Πιο δύσκολα και ίσως πιο απολαυστικά. Γιατί ωρίμαζα στο μυαλό – και στην ευαισθησία. Με άλλους φίλους καινούργιους τώρα: Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντης, Τολστόι, Βιζυηνός. Τι έξοχη περιπέτεια, τι γνωριμίες. Μακρηγορώ ωστόσο. Την άλλη Κυριακή θα συνεχίσουμε. Και θα μου μάθεις όλες τις λειτουργίες του κινητού μου. Μέχρι τότε γεια σου.

Υ.Γ. Αναζήτησε στο μεταξύ τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Σαιντ Εξυπερύ. Με έχει μαγέψει αυτό το βιβλίο. Ο Σαιντ Εξυπερύ ήταν πιλότος σε καταδιωκτικά. Ποιητής-πολεμιστής. Θα σου πω πολλά για τη ζωή του. Μοναχικός πρωτοπόρος.

***

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ

Γιατί να διαβάζει λογοτεχνία ένα παιδί; Γιατί να θέλει να ταξιδέψει με το υποβρύχιο του Κάπταιν Νέμο 20.000 λεύγες κάτω από τη σκοτεινή, μαύρη θάλασσα, ή να διασχίσει με ποταμόπλοιο τον γεμάτο αλιγάτορες Μισσισσιππή παρέα με τον αναμαλλιασμένο και αθυρόστομο Τομ Σόγιερ; Γιατί να θέλει να πολεμήσει με τον Ιβανόη, ή τον Ντ’ Αρτανιάν εναντίον όλων των κακών, ύπουλων εχθρών του κόσμου; Γιατί να θέλει, όπως ο Πήτερ Παν να πετάξει στον ουρανό ή να πηδήξει με τη Μαίρη Πόππινς μέσα σε μια ζωγραφιά και να βρεθεί ξαφνικά στη χώρα του Ποτέ ή σ’ έναν υπέροχο κήπο με πιγκουίνους να του σερβίρουν παγωτό σοκολάτα; Γιατί να κοιμηθεί στη γλυκιά αγκαλιά μιας αρκούδας, όπως ο Μόγλης σε εκείνη του Μπαλού, ή ν’ ανάψει φωτιά στο στομάχι μιας φάλαινας, όπως έκανε ο ψευτάκος ο Πινόκιο; Γιατί να επιχειρήσει τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, ταξιδεύοντας σαν μικρός Φιλέας Φογκ, ακόμη και με αερόστατο, πάνω από επικίνδυνες, χιονισμένες βουνοκορφές; Γιατί να ακούσει τις συμβουλές ενός πάνθηρα, ενός γρύλλου ή μιας μικρής νεράιδας που ακούει στο παράξενο όνομα Τίνκερ Μπελ; Γιατί να θέλει να κονταροχτυπηθεί με ανεμόμυλους ή να καταδιώκει τον Μόμπυ Ντικ επί μήνες στις τρικυμισμένες θάλασσες; Γιατί να βγει βόλτα στο δάσος με επτά νάνους ή να κρυφθεί στο καμπαναριό μιας μεγάλης εκκλησίας μ’ έναν καλοκάγαθο καμπούρη, που οι φίλοι του, κάτι παράξενα πέτρινα ανθρωπάκια, τον φωνάζουν Κουασιμόδο; Γιατί να θέλει να φανταστεί ότι είναι ο Μικρός Πρίγκιπας, ο Σεβάχ ο θαλασσινός, ο Αλαντίν, η Σταχτοπούτα, ο Όλιβερ Τουίστ, ο Δον Κιχώτης, η Ποκαχόντας, η γοργόνα Άριελ, ο Χάρρυ Πότερ; Ότι μπορεί να συνομιλεί με αετούς, ιππόκαμπους, τίγρεις; Ακόμη και με φαντάσματα, ξωτικά και τζίνια; Γιατί να θέλει ν’ ανακαλύψει το μυστικό που κρύβει βαθιά μέσα του καθώς τα μάτια του τρέχουν πάνω στις λέξεις του βιβλίου; Ότι είναι ένα μοναδικό, υπέροχο παιδί, που όμοιό του δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Που σ’ αυτόν τον νέο κόσμο που απλώνεται τώρα μπροστά του, όμορφο, μυστηριώδη αλλά κι επικίνδυνο, όλα όσα έχει φανταστεί και θελήσει μπορεί να συμβούν, φτάνει να έχει τη δύναμη να συνεχίζει, όταν τελειώσει το διάβασμα, να είναι ο εαυτός του. Που σημαίνει να δώσει κι αυτό μια μάχη, όπως όλοι οι ήρωές των βιβλίων του, εναντίον σε οτιδήποτε προσπαθεί να του αποδείξει ότι η ζωή είναι μια πληκτική, προβλέψιμη, πεζή ιστορία.

***

ΑΛΚΗ ΖΕΗ

Αγαπητά μου παιδιά,

Σας γράφω γιατί δεν ξέρω σε ποιον να το πω και αν δε μιλήσω θα σκάσω.

Με λένε Νίκο, είμαι εφτά χρονών και πάω στη δευτέρα δημοτικού. Δεν ξέρω γιατί ο μπαμπάς και η μαμά εδώ και μέρες είναι όλο μούτρα. Ακόμα κι η γιαγιά όταν έρχεται να μας δει – μούτρα κι αυτή. Όλο ρωτάει τον μπαμπά:

– Κανένα νέο;

– Κανένα, απαντάει εκείνος και… μουτρώνει πιο πολύ.

Καλά, η μαμά έτσι κι αλλιώς δε μιλιέται. Μόνο ο παππούς είναι χαμογελαστός. Δηλαδή χαμογελάει στη φωτογραφία του που είναι μέσα σ’ ένα κάδρο στο γραφείο του μπαμπά. Γιατί ο παππούς και να ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει μούτρα. Έχει πεθάνει πριν χρόνια, όταν εγώ ήμουνα μωρό.

Και να πεις πως έχω κάνει αταξίες και μουτρώνουνε. Παράξενο μα όλη τη βδομάδα βαριόμουνα να κάνω αταξίες. Ούτε έσκισα το μπλουτζίν μου ούτε έγραψα με μπικ πάνω στο άσπρο μου μπλουζάκι… κινέζικα.

Αυτοί όμως ούτε το πήρανε είδηση πως ήμουνα φρόνιμος.

Ο μπαμπάς που κάθε πρωί έφευγε πιο νωρίς από μένα, τώρα με πάει στο σχολείο. Και δεν έρχεται η γιαγιά να με πάρει όπως πάντα, γιατί η μαμά τελειώνει τη δουλειά της αργά. Έρχεται η μαμά. Με τη γιαγιά ήτανε πιο διασκεδαστικά γιατί φλυαρούσαμε σ’ όλο τον δρόμο. Η μαμά μουγγή με κατεβασμένα μούτρα. Ορκίζομαι πως δε φταίω εγώ.

Την Κυριακή το πρωί, είχα ξυπνήσει, χάζευα όμως στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να πιάσω τις αχτίδες που μπαίνανε από τη χαραμάδα του παραθυρόφυλλου. Η πόρτα της κάμαράς μου ήτανε ανοιχτή. Άκουσα τον μπαμπά που έλεγε:

– Δεν φταίει σε τίποτα το παιδί, αν εμείς δεν έχουμε δουλειά. Θα πάμε στη θάλασσα.

– Αφού έδωσες τις πινακίδες πίσω. Πώς θα πάμε; είπε η μαμά.

Αλήθεια δεν ξέρω γιατί ο μπαμπάς είπε μια μέρα πως έδωσε τις πινακίδες πίσω. Κι όπως κατάλαβα αυτό θα πει πως δεν είχε πια αυτοκίνητο.

– Θα πάμε με το τραμ στη Γλυφάδα.

Μόλις άκουσα τον μπαμπά να το λέει αυτό, έδωσα μια στα σκεπάσματα κι έτρεξα να τους βρω.

Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ μου με τραμ. Δεν ήξερα πως ήταν τόσο ωραία. Πηγαίνει σιγά σιγά κι έτσι προφταίνεις να βλέπεις απέξω, κι όταν μάλιστα στρίψει στη θάλασσα και πάει, πάει καμαρωτό και βλέπεις ανάμεσα στα δέντρα το… πέλαγος – έτσι μας διάβασε η δασκάλα μας σ’ ένα βιβλίο που λέγανε τη θάλασσα πέλαγος κι έμενα μ’ άρεσε πολύ.

Δεν κατεβήκαμε στη Γλυφάδα.

– Αφού πάει ως τη Βούλα, γιατί να μην πάμε; είπε ο μπαμπάς και είδα πως δεν έκανε μούτρα.

– Γιατί να μην πάμε; είπε και η μαμά και χαμογέλασε και δεν έκανε μούτρα.

Εγώ χάρηκα γιατί μ’ άρεσε πολύ που ταξίδευα με το τραμ.

Κατεβήκαμε στη Βούλα και πήγαμε στην παραλία. Μ’ άφησαν να βγάλω τα παπούτσια μου και να τσαλαβουτήσω στο… πέλαγος.

Και στον γυρισμό ήτανε ωραία, μα μόνο στον μισό δρόμο. Γιατί ο βλάκας στον άλλο μισό με πήρε ο ύπνος, γιατί με είχε ζαλίσει ο ήλιος. Ξύπνησα και είδα πως είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στα πόδια της μαμάς. Μου χαμογέλασαν και δεν κάνανε μούτρα.

Άλλη φορά όταν μουτρώνουν, θα τους λέω να πάρουμε το τραμ.

Αν δεν έχετε πάει, σας λέω να πείτε στους μπαμπάδες σας να δώσουν πίσω τις πινακίδες. Είναι τόσο ωραίο να ταξιδεύεις με το τραμ και να βλέπεις καθώς πάει αργά αργά –να δεις πώς το είπε η κυρία μας- το πέλαγος.

Σας φιλώ,

Ο φίλος σας Νίκος

Για την αντιγραφή,

Άλκη Ζέη