«Κόλαφος» η γνωμοδότηση συνταγματολόγων για το νέο σύστημα διοίκησης των πανεπιστημίων που εισηγείται το υπουργείο Παιδείας με τον νέο Νόμο Πλαίσιο για τα ΑΕΙ.
Το in, δημοσιεύει την γνωμάτευση του καθηγητή διοικητικού δικαίου του Παντείου πανεπιστημίου Ξενοφών Κοντιάδη και του καθηγητή διοικητικού δικαίου του πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Τασσόπουλο.
Όπως αναφέρει η γνωμοδότηση, ο νόμος θίγει τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα των ΑΕΙ να εκλεγουν τις διοικήσεις τους με διαφανείς και δημοκρατικές διαδικασίες. Η διάταξη δε του νομοσχεδίου που προβλέπει την εκλογή πρύτανη μέσω των 6 εκλεγμένων μελών των νέων Συμβουλίων ΑΕΙ και η παράλληλη θέση του ως προέδρου του Συμβουλίου, προέδρου της Συγκλήτου και προέδρου του Ειδικού λογαριασμού κονδυλίων (ΕΛΚΕ), προκαλεί σοβαρή ανισορροπία στην κατανομή ρόλων, τις ελεγκτικές εξουσίες και τη δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων των πανεπιστημίων.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, «το σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ που προτείνεται στο επίμαχο σχέδιο νόμου παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα λειτουργικότητας, διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμοποίησης των οργάνων διοίκησης, απουσία επαρκών θεσμικών αντίβαρων, υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του πρύτανη χωρίς επαρκείς ελεγκτικούς μηχανισμούς, καθώς και κρίσιμα ζητήματα συμβατότητας των εν λόγω ρυθμίσεων με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ και τη συνταγματική κατοχύρωση της ιδιαίτερης θέσης των καθηγητών των ΑΕΙ στα ακαδημαϊκά ζητήματα».
Παράλληλα οι δυο συνταγματολόγοι διαπιστώνουν κίνδυνο «ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων μέσα στα ΑΕΙ με πιθανή αντιστροφή της σχέσης πλειοψηφίας-μειοψηφίας» στο εσωτερικό τους.
Η γνωμοδότηση των δυο συνταγματολόγων επί του θέματος ζητήθηκε από την Ομοσπονδία των καθηγητών ΑΕΙ (ΠΟΣΔΕΠ).
Όπως αναφέρουν στην γνωμοδότηση τους, σύμφωνα με το άρθρο 8 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου «το Συμβούλιο Διοίκησης των ΑΕΙ αποτελείται από έντεκα (11) μέλη, εκ των οποίων έξι (6) μέλη είναι εσωτερικά και εκλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 9, και πέντε (5) μέλη είναι εξωτερικά και αναδεικνύονται σύμφωνα με το άρθρο 10. Η θητεία των μελών του ΣΔ είναι τετραετής. Ως εξωτερικά μέλη δύνανται να επιλέγονται καθηγητές πανεπιστημίων της αλλοδαπής, φυσικά πρόσωπα με ευρεία αναγνώριση ή συμβολή στον πολιτισμό, τις τέχνες, τα γράμματα ή τις επιστήμες, την οικονομία ή την κοινωνία, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών ή κοινωνικών εταίρων».
«Από τη σφαιρική επισκόπηση του νέου συστήματος διοίκησης των ΑΕΙ συνάγεται καταρχάς η γενική παρατήρηση ότι υιοθετείται ένα μοντέλο υπερσυγκέντρωσης ποικίλων αρμοδιοτήτων σε ένα όργανο, τον πρύτανη, το οποίο διαθέτει έμμεση και ισχνή νομιμοποίηση. Ο πρύτανης δεν αναδεικνύεται άμεσα από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά από ένα όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, του οποίου η σύνθεση και ο τρόπος συγκρότησης το καθιστούν ευάλωτο σε χειραγώγηση και αδιαφανείς επιλογές» τονίζουν οι δυο συνταγματολόγοι.
«Το έλλειμμα νομιμοποίησης του πρύτανη αξιολογείται σε συνάρτηση όχι μόνο με την υπερσυγκέντρωση των αρμοδιοτήτων που του απονέμονται και τη φύση των αρμοδιοτήτων αυτών, αλλά και από το γεγονός ότι εν τοις πράγμασι υποβαθμίζονται ουσιωδώς όλοι οι μηχανισμοί ελέγχων και αντίβαρων που θα έπρεπε να συνοδεύουν την οργάνωση των αυτοδιοικούμενων πανεπιστημίων. Οι προηγούμενες διαπιστώσεις αφορούν τόσο τη λειτουργικότητά του προτεινόμενου συστήματος διοίκησης όσο και τη συμβατότητά του με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων» προσθέτουν.
«Ειδικότερα, το ανώτατο όργανο διοίκησης των ΑΕΙ είναι το Συμβούλιο Διοίκησης (ΣΔ), τυπικά τουλάχιστον, επειδή ουσιαστικά στην πράξη είναι πιθανό την ισχύ αυτή να τη συγκεντρώνει ο πρύτανης. Το ΣΔ έχει τόσο εποπτικό όσο και εκτελεστικό ρόλο με πολυάριθμες αρμοδιότητες. Ωστόσο, 5 από τα 11 μέλη του δεν ανήκουν στο Ίδρυμα. Ακόμα και αν γίνει δεκτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι είναι συμβατή με το Σύνταγμα η ανάδειξη 5 μελών μεταξύ προσώπων που δεν είναι μέλη του Ιδρύματος, ωστόσο έχει σημασία να αξιολογηθεί ο διευρυμένος ρόλος τους στο νέο σύστημα διοίκησης με γνώμονα τη θεσμική εγγύηση του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος».
Χωρίς την αρχή της πλειοψηφίας οι εκλογές στα ΑΕΙ
«Κρίσιμο είναι» αναφέρει η σχετική γνωμοδότηση, «ότι τα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου Ιδρύματος (ΣΔ) εκλέγονται μεν απευθείας από το εκλογικό σώμα, αλλά με περιορισμούς που καταλύουν την αρχή της πλειοψηφίας.
Και αυνεχίζουν αναφέροντας ότι: «Ο πρύτανης δεν εκλέγεται απευθείας από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά από το ΣΔ, στο οποίο 5 μέλη έχουν προέλευση εκτός Ιδρύματος και ενδεχομένως καμία σχέση με την ακαδημαϊκή κοινότητα και την ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό συνεπάγεται ότι εάν όλα τα εξωτερικά μέλη ψηφίσουν το ίδιο πρόσωπο, αρκεί για την εκλογή πρύτανη μόλις μια ψήφος από τα εσωτερικά μέλη και δη του υποψηφίου πρύτανη, ο οποίος σύμφωνα με το σχέδιο νόμου πρέπει να είναι μέλος του ΣΔ.
Επιπλέον, ο πρύτανης εκλέγεται μεταξύ των εσωτερικών μελών, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψήφων που έλαβε πρωτογενώς από τους συναδέλφους του για να εκλεγεί.
Κατά συνέπεια, κάποιος ο οποίος εκλέχθηκε στο ΣΔ λαμβάνοντας την πλειοψηφία των ψήφων των συναδέλφων του (πχ 600 από τις συνολικά 1.000 ψήφους) είναι πιθανό να μην εκλεγεί πρύτανης, και αντιθέτως να επιλεγεί από το ΣΔ κάποιος ο οποίος εκλέχθηκε στο ΣΔ με μόλις 30 ψήφους, δηλαδή μόλις το 3% των συνολικών ψήφων του πανεπιστημίου» αναφέρουν.
Ακολούθως, «τα εσωτερικά μέλη του ΣΔ που εκλέγουν τα εξωτερικά μέλη του ΣΔ αλλά και τον πρύτανη και τους κοσμήτορες μπορεί να είναι μόλις 4 από τα 6 μέλη. Αυτά τα 4 μέλη μπορεί αθροιστικά να έχουν λάβει τη μειοψηφία των ψήφων του Ιδρύματος (τα υπόλοιπα 2 μέλη να έχουν εκλεγεί με πολλαπλάσιους ψήφους), αλλά τελικά να αποκτήσουν υπερεξουσίες χωρίς να έχουν τη νομιμοποίηση και την πλειοψηφία των συναδέλφων τους.
Αυτή η επιλογή τελεί σε ένταση με τη δημοκρατική αρχή στο πλαίσιο της πλήρους αυτοδιοίκησης που απολαμβάνουν τα ΑΕΙ. Εξάλλου τα μέλη ΔΕΠ ψηφίζουν για μέλη του ΣΔ χωρίς να γνωρίζουν ποιο εξ αυτών τελικά θα επιλεγεί ως πρύτανης. Εάν γνώριζαν ότι ψηφίζουν για πρύτανη, τα κριτήριά τους ενδέχεται να ήταν διαφορετικά από ό,τι αν επέλεγαν μέλη του ΣΔ».
Τέλος, «οι αντιπρυτάνεις επιλέγονται από τον υποψήφιο πρύτανη και ασκούν αρμοδιότητες χωρίς να έχουν επιλεγεί δημοκρατικά απευθείας από το εκλογικό σώμα, ούτε να διαθέτουν οποιαδήποτε άλλη νομιμοποίηση. Ομοίως, οι κοσμήτορες επιλέγονται από ΣΔ και ασκούν αρμοδιότητες χωρίς να έχουν επιλεγεί δημοκρατικά απευθείας από το εκλογικό σώμα».
«Ο πρύτανης, ο οποίος ανήκει στο ΣΔ και ταυτόχρονα ελέγχεται από αυτό, είναι «ελεγκτής και ελεγχόμενος». Με την επιλογή αυτή του σχεδίου νόμου καταργείται τόσο ο κανόνας της άμεσης εκλογής του πρύτανη όσο και του ελέγχου του από συλλογικά όργανα. Πιο συγκεκριμένα, ο πρύτανης διαθέτει αρμοδιότητες αυτοτελείς, αλλά ταυτόχρονα έχει βαρύνοντα ρόλο ως προεδρεύων του ΣΔ, ως προεδρεύων της Συγκλήτου και ως προεδρεύων του ΕΛΚΕ (Λογαρισμού έρευνας)».