Καρκινοβατεί ο διάλογος Ορθοδόξων – Ρωμαιοκαθολικών
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Με την εξέταση του σοβαρότατου θέματος του σχολιασμού της Συνόδου στην Κρήτη και των εγκριθέντων κειμένων σε αυτήν συνεδριάζει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η σύναξη θα διεξαχθεί σε φορτισμένο κλίμα, αν αληθεύει η πληροφορία ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, παρενέβη στα εσωτερικά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, μιλώντας μάλιστα αρνητικά για δύο Μητροπολίτες. Τα όσα διαμείφθηκαν στη Σύνοδο της Κρήτης έχουν άμεση σχέση με την αυτογνωσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τις σχέσεις της με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες.
Για την πορεία των σχέσεων των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς το Βατικανό υποστηρίζει ότι ο μεταξύ τους διάλογος σημείωσε πρόοδο. Αυτό μετά τη 14η Γενική Συνέλευση της ολομέλειας της Διεθνούς Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών και των Ρωμαιοκαθολικών, στην οποία εγκρίθηκε ομοφώνως το κείμενο που έχει τίτλο «Συνοδικότητα και πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία: στην πορεία προς κοινή κατανόηση, στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας».
Η Συνέλευση έλαβε χώρα στο Κιέτι της Ιταλίας από τις 16 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2016. Από τις Ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες συμμετέσχον όλες πλην της Βουλγαρικής. Το τελικό κείμενο, το οποίο είναι συνέχεια αυτού της Ραβέννας, εγκρίθηκε αφού το υπέγραψαν οι εκπρόσωποι του Πάπα και όλων των παρουσών τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, με την έκφραση επιφυλάξεων μόνο από τους εκπροσώπους του Πατριαρχείου της Γεωργίας επί ορισμένων παραγράφων του. Το κείμενο της Ραβέννας δεν είχε εγκριθεί λόγω της αντίδρασης του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Το ψηφισθέν και μάλιστα ομόφωνα κείμενο περιλαμβάνει 21 άρθρα. Στο τελικό ανακοινωθέν αναφέρεται μεταξύ των άλλων: «Αυτή η αμοιβαία κατανόηση είναι το σημείο αναφοράς και η ισχυρή πηγή έμπνευσης για Καθολικούς και Ορθοδόξους, δεδομένου ότι επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την πλήρη μεταξύ τους κοινωνία σήμερα. Επί αυτής της βάσης αμφότεροι πρέπει να εξετάσουμε πώς η συνοδικότητα, το πρωτείο και το αλληλένδετο μεταξύ τους μπορεί να κατανοηθεί και να εφαρμοσθεί σήμερα και εις το μέλλον».
Παρά την υπογραφή του κειμένου στο Κιέτι και παρά την διπλωματικότητα με την οποία έχει αυτό γραφεί, το θεολογικό και εκκλησιολογικό χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών είναι φανερό. Οι απόψεις των Ιωάννη Σπιτέρη, Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κερκύρας και Δημητρίου Σαλάχα, τιτ. Επισκόπου Γρατιανουπόλεως, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Καθολική», επίσημο όργανο της Συνόδου της «Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος» (Φύλλο 185, 30ής Σεπτεμβρίου 2016, σελ. 5 και 6), το αποδεικνύουν.
Επί της παραγράφου 8 του κειμένου, στην οποία τονίζεται: «Στην Ευχαριστία προεστώς και κοινότητα είναι αλληλένδετοι: η κοινότητα δεν μπορεί να τελέσει την Ευχαριστία χωρίς τον προεστώτα και ο προεστώς με τη σειρά του πρέπει να τελεί την Ευχαριστία μαζί με την κοινότητα», οι δύο Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι σημειώνουν: «Η καθολική πλευρά πάντως καίτοι επισημαίνει τη συμμετοχή των πιστών στην ευχαριστιακή σύναξη, αμφισβήτησε το απόλυτο αυτής της διατύπωσης».
Επί του 34ου Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος αναφέρεται στην 13η παράγραφο του κειμένου του Κιέτι και σαφώς ρυθμίζει τις σχέσεις του πρώτου κάθε τοπικής Εκκλησίας με τους συνεπισκόπους του και τη Σύνοδο, οι δύο Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι σημειώνουν: «Ωστόσο αυτός ο Κανόνας, όπως είναι φανερό, δεν αναφέρεται στο παγκόσμιο επίπεδο, αλλά στο περιφερειακό. Στη Δύση πάντως είναι ελάχιστα γνωστός». Παράξενη η άποψή τους. Τι πάει να πει ο Κανόνας δεν ήταν γνωστός στη Δύση; Υπήρχε και υπάρχει ο Κανόνας. Προφανώς ο Πάπας τον γνώριζε, αλλά ήθελε να τον αγνοεί, αφού αντέβαινε στην αντίληψή του περί του πρωτείου…
Στην 15η παράγραφο του κειμένου του Κιέτι γράφεται: «Μεταξύ του Δ΄ και Ζ΄ αιώνα, η τάξις των πέντε πατριαρχικών εδρών αναγνωρίστηκε με βάση τις κανονικές αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, με την έδρα της Ρώμης να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ασκώντας τα πρεσβεία τιμής και ακολουθούσαν οι έδρες των Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, με αυτή τη σειρά, σύμφωνα με την κανονική παράδοση».
Οι δύο Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι σημειώνουν ότι οι εκπρόσωποι του Πάπα δεν δέχθηκαν να αναγραφεί ότι ο Ρώμης ήταν «πρώτος μεταξύ ίσων» (primusinterpares), διότι «δεν είναι εκκλησιαστική ορολογία, αλλά πολιτική» και προσθέτουν: «Η παράδοση της δυτικής Εκκλησίας δεν βασίζει το Πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης σε πολιτικά αίτια, διότι ήταν πρωτεύουσα αυτοκρατορίας και άλλωστε δεν δέχθηκε ποτέ τον 28ο Κανόνα* της Δ΄, στην Χαλκηδόνα, Οικουμενικής Συνόδου, αλλά βάσισε το Πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης σε θρησκευτικούς λόγους και συγκεκριμένα στα λόγια του Χριστού προς τον Απόστολο Πέτρο». Ο 28οςΚανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου είναι απολύτως σαφής και καθοριστικός στο γιατί η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη, παλαιά και νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, έλαβαν τα πρεσβεία τιμής έναντι των Ιεροσολύμων, όπου έχουμε το κέντρο του Μυστηρίου της Σωτηρίας των ανθρώπων και τον τόπο όπου συγκροτείται η πρώτη Εκκλησία. Όσο και αν το αρνείται το Βατικανό, αυτή και μόνο είναι η αλήθεια. Η Ρώμη πήρε τα πρεσβεία τιμής ως η πρώτη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και για κανένα άλλο λόγο. Στα περί του ότι ο Χριστός «έδωσε το δαχτυλίδι της παγκόσμιας εξουσίας στον Απόστολο Πέτρο και αυτός στους διαδόχους του Πάπες» δεν στέκει καθόλου ως επιχείρημα. Ο ίδιος ο Απόστολος Πέτρος από πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι το σκέφθηκε, ούτε ότι το εφάρμοσε.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί επέβαλαν να γραφεί στην 16η παράγραφο του κειμένου ότι στη Δύση το πρωτείο της έδρας της Ρώμης κατανοήθηκε από τον τέταρτο αιώνα και μετέπειτα ως προσωπικό προνόμιο του Πάπα, «επειδή ήταν ο διάδοχος του Πέτρου, του πρώτου των Αποστόλων». Και προστίθεται στην ίδια παράγραφο: « Αυτή η αντίληψη δεν έγινε δεκτή στην Ανατολή, η οποία είχε διαφορετική ερμηνεία των Γραφών και των Πατέρων σε αυτό το σημείο». Προφανώς οι εκπρόσωποι των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών συμβιβάστηκαν στη φράση αυτή, που είναι ανακριβής. Η ακριβής είναι πως η Ανατολή δεν κάνει ερμηνεία, αλλά εκφράζει τον Λόγο του Κυρίου, όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή και στους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας.
Στη 19η παράγραφο του τελικού κειμένου αναφέρεται ότι κατά την πρώτη χιλιετία από την Ανατολή υπήρξαν έκκλητες αναφορές προς τον Πάπα, αλλά αυτός ουδέποτε άσκησε κανονική εξουσία επί των Εκκλησιών της Ανατολής. Οι δύο Ρωμαιοκαθολικοί Επίσκοποι υποστηρίζουν: «Η θετική ουσία του ντοκουμέντου είναι ότι οι Καθολικοί αναγνωρίζουν ότι η Συνοδικότητα είναι ουσιαστικό γνώρισμα της δομής της Εκκλησίας, ενώ η ορθόδοξη πλευρά αναγνωρίζει – με όλους τους περιορισμούς που έθεσε – την αναγκαιότητα να υπάρχει ένας πρώτος και στο παγκόσμιο επίπεδο». Το ζήτημα που θέτουν είναι σοβαρότατο. Όλοι οι Ορθόδοξοι, πλην της πρόσφατης αντίληψης περί Πρωτείου του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου, που εκφράζει τη ματαιοδοξία του Φαναρίου, είναι αντίθετοι προς το πρωτείο. Αυτή ήταν η απόλυτη θέση και του Φαναρίου, μέχρι του σημερινού Πατριάρχου…
Στο Κιέτι έγινε μεγάλη και ζωηρή συζήτηση ως προς τη συνέχεια του διαλόγου. Ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου της Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων και οι εκπρόσωποι των άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών πρότειναν να ασχοληθεί ξανά η Ολομέλεια με το θέμα της Ουνίας, που διεκόπη στην Η΄ Συνέλευση της Ολομέλειας, στη Βαλτιμόρη, το 2000. Οι Ρωμαιοκαθολικοί απέρριψαν την πρόταση και αντιπρότειναν να συζητηθεί «η θεολογική και βιβλική πρόοδος που υπήρξε στο πλαίσιο της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο σε ό, τι αφορά τη φύση και την εξάσκηση του παπικού πρωτείου, όχι ως πρωτείο εξουσίας, αλλά ως διακονία για τη διατήρηση της ενότητας μέσα στην Εκκλησία». Οι Ορθόδοξοι απέρριψαν την εν λόγω πρόταση. Τελικά αποφασίστηκε η μικτή συντονιστική επιτροπή να συνεδριάσει το προσεχές έτος και να προτείνει με ποιό θέμα θα συνεχιστεί ο διάλογος….Ο διάλογος συνεχίζει να καρκινοβατεί…
Το Πατριαρχείο της Μόσχας, δια του υπεύθυνου του επί των εξωτερικών εκκλησιαστικών σχέσεων Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ, έκαμε παράλληλα με τις Συνεδριάσεις της Επιτροπής στο Κιέτι και γεωστρατηγικές ενέργειες. Ο κ. Ιλαρίων συναντήθηκε με τον Πάπα Φραγκίσκο και στελέχη του Βατικανού και ζήτησε να περιοριστεί η προπαγάνδα και οι εχθρικές ενέργειες της Ουνίας εναντίον των Ορθοδόξων της Ουκρανίας. Ως αντάλλαγμα προσέφερε τη συνεργασία του στην προώθηση του διαλόγου. Αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος που το Πατριαρχείο της Μόσχας στο Κιέτι δέχθηκε το κείμενο της Ραβέννας, που είχε απορρίψει, με τις λίγες τροποποιήσεις που του έγιναν…-
*Ο 28ος Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου γράφει: «Ακολουθώντας παντού τους κανόνες των αγίων Πατέρων και γνωρίζοντας τον κανόνα που διαβάστηκε πρόσφατα των εκατό πενήντα θεοφιλεστάτων επισκόπων που συνήλθαν στη μνήμη του ευσεβούς Μεγάλου Θεοδοσίου, ο οποίος έγινε βασιλιάς στη βασιλική πόλη της Κωνσταντινούπολης και Νέας Ρώμης. Άλλωστε δικαιολογημένα οι Πατέρες έχουν δώσει τα πρεσβεία στο θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης, επειδή βασιλεύει εκείνη η πόλη. Έχοντας λοιπόν τον ίδιο σκοπό οι εκατό πενήντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι απένειμαν τα ίσα πρεσβεία στον αγιότατο θρόνο της Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ώστε η πόλη που τιμήθηκε με βασιλεία και σύγκλητο, απολαμβάνοντας και τα ίσα πρεσβεία με την πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, να μεγαλύνεται όπως εκείνη και στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς είναι δεύτερη (στην τάξη) ύστερα από εκείνη….»(Πρόδρομου Ι. Ακανθόπουλου «Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων», Β΄ Έκδοση, Εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 95 – 96).