Αναφορές και επισημάνσεις για τη Σύνοδο στην Κρήτη
Γ΄ Μέρος
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Το τελικό κείμενο της Συνόδου της Κρήτης για το θέμα «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» εγκρίθηκε – άγνωστο αν ομοφώνως, όπως φαίνεται από τις υπογραφές ή κατά πλειονοψηφία, όπως κυκλοφόρησε η πληροφορία μεταξύ των ψηφισάντων Ιεραρχών – με τροποποιήσεις σε σχέση με εκείνο που ενέκριναν οι Προκαθήμενοι στο Σαμπεζί τον Ιανουάριο του 2016.
Το κείμενο ήταν το σημαντικότερο της Συνόδου, διότι αφορά στην εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της ποιμαίνουσας Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας σε επιστολή της προς τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με ημερομηνία 24 Ιουλίου 2015, είχε τονίσει, μεταξύ των άλλων: « Αδιαμφισβητήτως το κεντρικόν δογματικόν ζήτημα από του Μεγάλου Σχίσματος (1054 μ.Χ) και εντεύθεν, μετά την εμφάνισιν της Διαμαρτυρήσεως (από του 16ου αιώνος) έως και της σήμερον είναι το εκκλησιολογικό ζήτημα, το περί Εκκλησίας ερώτημα». (Σημ. γρ. η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
Στην επιστολή αυτή ζητείται στο κείμενο της σχέσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο να προστεθεί η επικύρωση της Συνόδου του Φωτίου (879/890), ειδικώς δε της διδασκαλίας περί του filioque(Σημ.γρ. Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο), το οποίο, όπως γράφεται «ήταν ο κύριος λόγος δια τον χωρισμόν της Εκκλησίας της Ρώμης από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ζητείται ακόμη η επικύρωση των Ησυχαστικών Συνόδων του 14ου αιώνα, οι οποίες «ήσαν η απάντηση στη ρωμαϊκή κατανόηση της θέσεως του Πρώτου στην Εκκλησία (Πρωτείο), στην οποία η απουσία του Αγίου Πνεύματος ανταλλάσσεται από το αλάθητο ανθρώπου τινός».
Για όσους έχουν την άποψη ότι κακώς εγράφη κείμενο σχετικό με την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημειώνεται ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί στη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (Σημ. γρ. «Οικουμενική» την ονόμασαν) χαρακτήρισαν ως «το σπουδαιότερο κείμενο» της τη δογματική διάταξη περί Εκκλησίας. Αυτή εγκρίθηκε με 2.151 ψήφους υπέρ και 5 κατά, στις 21 Δεκεμβρίου 1964. Στην εν λόγω Διάταξη τονίζεται ότι «η μοναδική Εκκλησία του Χριστού έχει συσταθεί και οργανωθεί ως κοινωνία μέσα στον κόσμο, έχει τη συγκεκριμένη της ύπαρξη στην Καθολική Εκκλησία, που διοικείται από τον διάδοχο του Πέτρου (Σημ. γρ. Τον Πάπα δηλαδή) και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του». Και συνεχίζει: «Για όσους δεν ομολογούν ολόκληρη την πίστη ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας, κάτω από τον Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, η Εκκλησία αισθάνεται πολλούς και διαφόρους δεσμούς…». Κατά τη δογματική Διάταξη της Β΄ Συνόδου του Βατικανού ο σκοπός των δεσμών με τους μη Καθολικούς είναι, «να ενωθούν, κατά τον τρόπο που όρισε ο Χριστός, σε μια ποίμνη, υπό έναν Ποιμένα». Από τότε αρχίζει η «επίθεση αγάπης» του Πάπα Παύλου Στ΄ και των διαδόχων του, την οποία ευχαρίστως αποδέχθηκαν και, με θερμότερο τρόπο, ανταποκρίθηκαν ο αείμνηστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας και οι μετά από αυτόν Πατριάρχες. Και εμείς λοιπόν, ως Ορθόδοξοι, έπρεπε να επαναβεβαιώσουμε τη δική μας δογματική αλήθεια για την Εκκλησία.
Το προταθέν κείμενο στη Σύνοδο της Κρήτης για τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο δέχθηκε κριτική από τις Ιεραρχίες και μεμονωμένους Μητροπολίτες, άλλους κληρικούς και από λαϊκούς των τοπικών Εκκλησιών Αντιοχείας, Μόσχας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ρουμανίας και Ελλάδος. Το καίριο ζήτημα επί του οποίου επικεντρώθηκε η κριτική ήταν αν οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες αναγνωρίζονται ως Εκκλησίες.
Στην παράγραφο 6 του προς έγκριση κειμένου γραφόταν: « Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή. Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής…».
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε να προτείνει η εν λόγω πρόταση να τροποποιηθεί και να γίνει: « Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή. Η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Ομολογιών και Κοινοτήτων μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής…».
Στο τελικό κείμενο η πρόταση διατυπώθηκε ως ακολούθως: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή. Παρά ταύτα, η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεταιτην ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών…».
Στην παράγραφο 9 στο σχέδιο κειμένου αναγράφεται ότι οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν χρέος να συμμετέχουν στους θεολογικούς διαλόγους. Στο τελικό κείμενο γράφτηκε πως οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνταινα συμμετέχουν στους θεολογικούς διαλόγους. Στην ίδια παράγραφο και μετά από την επιμονή του Πατριάρχου Ρουμανίας, ο οποίος απείλησε ότι θα αποχωρούσε αν δεν έμπαινε η προσθήκη που πρότεινε, προσετέθη στο σχέδιο κειμένου η ακόλουθη φράση: «Οι διμερείς και πολυμερείς θεολογικοί διάλογοι δέον όπως υπόκεινται εις πανορθοδόξους περιοδικάς αξιολογήσεις».
Αι παράγραφοι 16 έως και 19αφορούν την παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Η πρόταση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν να διαγραφούν και οι τέσσερις. Η πρόταση της απορρίφθηκε και οι παράγραφοι παρέμειναν όπως ήσαν στο προς έγκριση κείμενο. Έμεινε δηλαδή η ασάφεια περί του αν θεωρούνται ή όχι Εκκλησίες οι προτεσταντικές ομάδες. Οι Ρωμαιοκαθολικοί στα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου και στις παπικές εγκυκλίους τις ονομάζουν «χριστιανικές κοινότητες» ή «εκκλησιαστικές κοινότητες».
Στην 20η παράγραφο το προς έγκριση κείμενο έγραφε: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως (Κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων)».
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος πρότεινε στην εν λόγω παράγραφο να διαγραφεί η λέξη «Εκκλησίες»και να αντικατασταθεί από «Ομολογίες»και «Κοινότητες». Επίσης να προστεθούν και άλλοι Κανόνες Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και η φράση: «Διευκρινίζεται ότι όταν εφαρμόζεται η κατ’ οικονομίαν εισδοχή Ετεροδόξων δια Λιβέλλου και αγίου Χρίσματος, δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την εγκυρότητα του Βαπτίσματος ή και των λοιπών μυστηρίων αυτών».
Στο τελικό κείμενο και με επιμονή πάλι του Πατριάρχου Ρουμανίας και άλλων Ιεραρχών η 20ή παράγραφος άλλαξε και διατυπώθηκε ως ακολούθως: «Αι προοπτικαί των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού χριστιανικού κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε επί τη βάσει των αρχών της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμεμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως». Διαγράφηκαν οι Κανόνες που υπήρχαν στο προταθέν κείμενο. Η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν εγκρίθηκε.
Η παράγραφος 21 αναφέρεται στην Επιτροπή «Πίστις και Τάξις». Στο προς έγκριση κείμενο και μετά τα τυπικά, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία παρακολουθεί το έργο της και εκτιμά θετικώς τα θεολογικά της κείμενα, τα οποία « αποτελούν αξιόλογον βήμα εις την Οικουμενικήν Κίνησιν δια την προσέγγισιν των Εκκλησιών» σημειώνεται: « Εν τούτοις η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί επιφυλάξεις δια κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως και τάξεως». Στην τελευταία αυτή φράση, πάλι με την επιμονή του Πατριάρχου Ρουμανίας και άλλων Ιεραρχών, στο εγκριθέν κείμενο προστέθηκε η ακόλουθη επεξήγηση: «…Διότι αι μη Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και Ομολογίαι παρεξέκλιναν εκ της αληθούς πίστεως της μιας αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας».Η εν λόγω προσθήκη προκάλεσε τη δυσφορία του Οικουμενικού Πατριάρχου, που πάντως υπέγραψε το κείμενο.
Στην παράγραφο 22 του προς έγκριση κειμένουσημειώνεται μεταξύ των άλλων: « Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων πίστεως».
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορθώς και πατερικώς σκεπτομένη, πρότεινε η εν λόγω φράση να αλλάξει με την ακόλουθη: «Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας την γνησίαν Ορθόδοξον πίστιν διασφαλίζει η συνείδησις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Κλήρου και Λαού, η οποία εκφράζεται δια του Συνοδικού Συστήματος,το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων πίστεως».
Στο τελικώς εγκριθέν κείμενο η φράση διατυπώθηκε ως ακολούθως: «Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος , το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων. (Κανών 6 της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου)».
Η παράγραφος 23 στο προς έγκριση κείμενο αναφέρεται «στην αναγκαιότητα του διαχριστιανικού θεολογικού διαλόγου», κατά τον οποίο «αποκλείεται πάσα πράξις προσηλυτισμού ή άλλης προκλητικής ενεργείας ομολογιακού ανταγωνισμού».
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδοςπρότεινε στο τέλος της φράσης και μετά τη λέξη «ανταγωνισμού» να τεθεί σε παρένθεση η λέξη Ουνία (π.χ. Ουνία).
Στο τελικό κείμενο έγινε δεκτή η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος και η Ουνία μπήκε μέσα στο κείμενο. Η φράση διαμορφώθηκε ως ακολούθως: « …Αποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμού, ουνίας, ή άλλης προκλητικής ενεργείας ομολογιακού ανταγωνισμού».
Το κείμενο τελειώνει με μιαν ευχή: «Δεόμεθα όπως οι χριστιανοί εργασθώσιν από κοινού, ώστε να αποβή εγγύς η ημέρα, καθ’ ην ο Κύριος θα εκπληρώση την ελπίδα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και (Ιωαν.10,16).
Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδοςπρότεινε το κείμενο να διαμορφωθεί ως ακολούθως: « Δεόμεθα όπως οι χριστιανοί εργασθώσιν από κοινού, ώστε να αποβή εγγύς η ημέρα, καθ’ ην ο Κύριος θα εκπληρώση την ελπίδα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της επισυναγωγής εις Αυτήν πάντων των εσκορπισμένων και γενήσεται μία ποίμνη είς ποιμήν (Ιωάννου 10,16)».
Η πρόταση της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν έγινε δεκτή και η ευχή στο τελικό κείμενο έμεινε όπως ήταν στο προταθέν κείμενο.
Επειδή υπήρξε η πληροφορία ότι ο Σέρβος Μητροπολίτης Αθανάσιος Γιέβτιτς ήταν υπέρ της αναγνωρίσεως ως Εκκλησιών των ετεροδόξων και πως διατύπωσε την άποψη ότι ο γέροντάς του Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς είναι παρεξηγημένος ως προς την άποψη του περί των Ρωμαιοκαθολικών παρατίθεται κείμενο του Αγίου σχετικό με τον παπισμό: «…Καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα – ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, το δόγμα τούτο είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού».( Ιουστίνου Πόποβιτς «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», Εκδ. Οίκος «Αστήρ», Αθήναι, 1969, σελ. 159).
Το εγκριθέν κείμενο αφήνει την ασάφεια να δεσπόζει στο πλήρωμα της Εκκλησίας για το ποια είναι τελικά η απόφαση των Πρωθιεραρχών και των Ιεραρχών στη Σύνοδο της Κρήτης, οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες αποτελούν Εκκλησίες ή όχι; Κατά Ιεράρχη η ασάφεια είναι ηθελημένη, γιατί έτσι η κάθε τοπική Εκκλησία και ο κάθε Ιεράρχης θα εξακολουθεί να ενεργεί κατά συνείδηση και όπως εκείνος νομίζει καλύτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία…