Αναφορές και επισημάνσεις για τη Σύνοδο στην Κρήτη
Μέρος Δ΄
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές με επιστολές τους οι Μητροπολίτες Ναυπάκτου Ιερόθεος και Λεμεσού Αθανάσιος επιβεβαιώνουν το ρεπορτάζ του υπογράφοντος και διαβεβαιώνουν ότι δεν υπέγραψαν το κείμενο για τις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο.
Το επίσημο κείμενο της Συνόδου τους φέρνει ότι το υπέγραψαν. Προσκείμενος στο Φανάρι Ελλαδίτης Μητροπολίτης μας είπε πως δεν πρόκειται περί υφαρπαγής της υπογραφής, ούτε περί παραποιήσεως της…Απλώς κάθε Εκκλησία είχε ΜΙΑ μόνο ψήφο, δια του Προκαθημένου Της και εφόσον οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου και Ελλάδος υπέγραψαν το σχετικό κείμενο, τότε ΟΛΟΙ οι Μητροπολίτες των Εκκλησιών Κύπρου και Ελλάδος θεωρήθηκε ότι το υπέγραψαν, έστω και αν ορισμένοι δεν το υπέγραψαν!… Μια ακόμη απόδειξη της ελλείψεως συνοδικότητας στη Σύνοδο της Κρήτης. Στο κείμενό του ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου επιβεβαιώνει ότι για τη στάση του δέχθηκε «σοβαρή πίεση και υβριστική αντιμετώπιση» από Ιεράρχες και ότι «πιέσεις δέχθηκαν και άλλοι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος». Η αποκάλυψη ότι έγιναν υβριστικές επιθέσεις στους Μητροπολίτες που δεν είχαν την ίδια άποψη με το Φανάρι δείχνει ότι στη Σύνοδο πρώτο δεν ήταν ιδανική η ατμόσφαιρα, όπως παρουσιάστηκε, και βεβαίως δεν ήσαν όλες οι αποφάσεις ομόφωνες, σε επίπεδο Ιεραρχών.
Επειδή κατά την ενημέρωση των ΜΜΕ ελέχθη ότι συγκεντρώθηκαν και εψήφισαν τα κείμενα 290 Ιεράρχες, να διευκρινιστεί ότι αυτή η πληροφορία είναι ανακριβής. Τόσοι θα ήσαν αν ήσαν παρούσες και οι 14 τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Με τις δέκα που ήσαν στην Κρήτη ήσαν μόνο 156. Η κάθε τοπική Εκκλησία είχε το δικαίωμα ο Πρωθιεράρχης της να συνοδεύεται με 24 Ιεράρχες maximum. Τον αριθμό αυτόν κάλυψαν μόνο τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας και Ρουμανίας. Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας είχε στη Σύνοδο της Κρήτης 23 Ιεράρχες, όσους και η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού ο Μητροπολίτης Λαρίσης Ιγνάτιος δεν μετέβη στην Κρήτη και δεν αντικαταστάθηκε. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων εκπροσωπήθηκε, άγνωστο γιατί, με μόνο πέντε Αρχιερείς, από τους είκοσι που διαθέτει. Για λόγους οικονομίας είπαν ορισμένοι. Δεν επιβεβαιώθηκε η πληροφορία ότι τόσων τις δαπάνες κάλυψε η οργανωτική επιτροπή. Η Εκκλησία της Κύπρου ήταν με όλους τους Αρχιερείς της, δέκα έξι. Επίσης με σχεδόν όλους τους Αρχιερείς τους συμμετέσχον οι Εκκλησίες Πολωνίας (πέντε), Αλβανίας (έξι) και Τσεχίας – Σλοβακίας (τρεις).
Πέντε ακόμη θέματα συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν στη Σύνοδο της Κρήτης, εκτός από αυτό, της σχέσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Στο κείμενο « Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον» από την Εκκλησία της Ελλάδος κατετέθησαν τρεις τροπολογίες, από τις οποίες οι δύο εγκρίθηκαν και περιελήφθησαν στο τελικό κείμενο. Στο Α΄ Κεφάλαιο και στην παράγραφο 3 του κειμένου του Σαμπεζί γραφόταν το ακόλουθο: « Ως προϋπόθεσις μιας ευρυτέρας συνεργασίας ( Σημ. γρ. Με τους άλλους χριστιανούς) δύναται να χρησιμεύση η κοινή αποδοχή της υψίστης αξίας του ανθρωπίνου προσώπου. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι καλούνται να συμβάλουν εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν…Εννοείται ότι η συνεργασία αυτή αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, όσον και την επιδίωξιν επιβολής οιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων». Η Εκκλησία της Ελλάδος ζήτησε αντί «υψίστης αξίας του ανθρωπίνου προσώπου», να γραφεί «υψίστη αξία του ανθρώπου», και στην πολυλεκτική φράση, για την μη αποδοχή του συγκρητισμού, στην οποία λανθασμένα αναφέρονταν «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι», να γραφεί « Η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται να συμβάλη εις την διαθρησκειακήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οιονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν». Στο τελικό κείμενο παρέμεινε ο όρος «ανθρώπινο πρόσωπο», ο όρος «Ορθόδοξοι Εκκλησίαι» βελτιώθηκε στο «Αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι»και η σχοινοτενής πρόταση περιορίστηκε όπως την πρότεινε η Ελλαδική Εκκλησία.
Στο Δ΄ Κεφάλαιο « Η ειρήνη και η αποτροπή του πολέμου» οι συμμετασχόντες στη Σύνοδο της Κρήτης έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους προς το χειμαζόμενο και σκληρά δοκιμαζόμενο από αλλοθρήσκους Πατριαρχείο της Αντιοχείας. Έτσι θα έδειχναν ότι, ως Χριστιανοί Ιεράρχες, δεν διακατέχονται από μικροψυχία και μνησικακία για το ότι το εν λόγω Πατριαρχείο απουσίασε από τη Σύνοδο. Όπως είναι γνωστό εξ αιτίας του πολέμου προσωρινά η έδρα του Πατριαρχείου από τη Δαμασκό έχει μεταφερθεί στη Βηρυτό. Είναι η δεύτερη μεταφορά του. Η πρώτη ήταν από την μεγάλη πόλη της Αντιοχείας, που κατέλαβαν οι Τούρκοι, στη Δαμασκό. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας έχει απολέσει μεγάλο μέρος του ποιμνίου του και εξακολουθεί να αγνοείται η τύχη του από τριετίας απαχθέντος από τους ισλαμιστές Μητροπολίτη Χαλεπίου Παύλου, κατά σάρκα αδελφού του Πατριάρχου. Στην τρίτη παράγραφο του Δ΄ Κεφαλαίου του τελικού κειμένου γίνεται γενική μνεία «της μονίμου τάσεως αυξήσεως των καταπιέσεων και διώξεων των χριστιανών και άλλων κοινοτήτων, εξ αιτίας της πίστεως αυτών, εις την Μέσην Ανατολήν και αλλαχού, καθώς και αι απόπειραι εκριζώσεως του Χριστιανισμού εκ των παραδοσιακών κοιτίδων αυτού».
Στο θέμα «Η Ορθόδοξος Διασπορά» στο τελικό κείμενο δεν έγιναν αξιομνημόνευτες μεταβολές, σε σχέση με το προταθέν κείμενο. Η κατάσταση στη διαποίμανση της Διασποράς εξακολουθεί να είναι η ίδια. Εξακολουθούν να υπάρχουν σε διάφορες χώρες πολλοί Μητροπολίτες, που η αναφορά τους είναι στα Πατριαρχεία ή στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες από τις οποίες προέρχονται, εξακολουθούν αυτοί να αποτελούν Επισκοπικές Συνελεύσεις και εξακολουθούν αυτών να προεδρεύουν οι Μητροπολίτες οι προερχόμενοι από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Κάποιοι εκ των Αρχιερέων ζήτησαν να «επανέλθει η κανονικότητα» στη Διασπορά και να υπάρχει στην κάθε χώρα ένας μόνο Επίσκοπος και αυτός να είναι του Φαναρίου. Σ’ αυτούς υπήρξε η απάντηση ότι η κανονικότητα θα ερχόταν όταν η κάθε χώρα αποκτούσε αυτοδιοίκητο (Αυτοκέφαλο) χαρακτήρα διοικήσεως και ο Επίσκοπος της επιλεγόταν από τους Επισκόπους όλων των Ορθοδόξων της κάθε χώρας. Υπήρξε και η άποψη, από μη Έλληνα ποιμενάρχη, με τον οποίο συνομιλήσαμε, ότι οι ξενιτεμένοι αισθάνονται οικεία μόνο στις εθνικές τους Εκκλησίες, που τις βλέπουν ως μια προέκταση της Πατρίδας τους και ένα σοβαρό σύνδεσμο μαζί της και σημείωσε ότι μπορεί το Πατριαρχείο να ονομάζεται και να υποστηρίζει ότι είναι «οικουμενικό» και εναντίον του «εθνοφυλετισμού», αλλά στην ουσία είναι ελληνικό και οι κατά τόπους Εκκλησίες του στη Διασπορά ονομάζονται «Ελληνορθόδοξες».
Ο ίδιος Ιεράρχης μας είπε ότι το Φανάρι έχει σταματήσει το χρόνο μεταξύ 6ου και 11ου αιώνα, στην παντοκρατορία δηλαδή της Ελληνορωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας και του Πατριαρχείου της Βασιλεύουσας, και μεταξύ 15ου και 19ου αιώνα, όταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το Πατριαρχείο ήταν παντοδύναμο μεταξύ των υποδουλωμένων λαών και διόριζε, όπου νόμιζε, Έλληνες Επισκόπους… Μάλιστα με ρώτησε πώς θα μου φαινόταν σήμερα σε μια χώρα όπως λ.χ. η Ιταλία, στην οποία ζουν 1.000.000 Ρουμάνοι και 20.000 Έλληνες, Επίσκοπός τους να ήταν Έλληνας; Δεν είναι καλύτερα, συνέχισε, να έχουνε Ρουμάνοι και Έλληνες τον δικό τους Επίσκοπο;…Διότι και οι Έλληνες δεν θα αισθάνονταν άνετα με Ρουμάνο Επίσκοπο…
Η Διασπορά είναι μεγάλο ζήτημα και σ’ αυτό είναι ορατός ο ανταγωνισμός μεταξύ Φαναρίου και Μόσχας, που απλώνεται σε όλο τον Πλανήτη. Η Μόσχα και όλες οι μη Ελληνικές τοπικές Εκκλησίες δεν δέχονται την ερμηνεία του Φαναρίου ότι «βαρβαρικές χώρες» είναι όλες εκτός των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και επομένως ανήκουν σ’ Αυτό.
Στο θέμα «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον» το τελικό κείμενο επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ της Κανονικής ακριβείας, της «φιλανθρώπου οικονομίας» και της «διακρίσεως των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», ανάλογα με τις συνθήκες που υπάρχουν σε αυτές. Εκεί που το τελικό κείμενο άλλαξε, σε σχέση με το προταθέν κείμενο του Σαμπεζί, είναι στη νηστεία προ της Θείας Κοινωνίας. Στο προταθέν κείμενο και στην 9η παράγραφο αναγράφεται: «Ωσαύτως το σύνολον των πιστών της Εκκλησίας οφείλει να τηρή τας ιεράς νηστείας και την από μεσονυκτίου ασιτίαν προκειμένου να προσέρχεται τακτικώς εις την Θείαν Μετάληψιν…».
Στο τελικό κείμενο η 9η παράγραφος τροποποιήθηκε ως ακολούθως: «Η προ της θείας κοινωνίας νηστεία τριών ή περισσοτέρων ημερών επαφίεται εις την ευλάβειαν των πιστών, συμφώνως και προς τα λόγια του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: