Η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου επιδίδεται σε επικοινωνιακές τακτικές λόγω του ότι αδυνατεί να διαχειριστεί την καθημερινή λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, και πλήθος προβλημάτων έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται

Του Γιώργου , επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αυγή

Στα τέλη Ιουλίου είχα επισημάνει με αρθρογραφία μου ότι «η πλέον επικίνδυνη για τον τόπο μας προγραμματική δήλωση της δεν αφορά την τοποθέτηση των 10.500 προσλήψεων μόνιμων εκπαιδευτικών στις ελληνικές καλένδες, ούτε τον εξοβελισμό της Έρευνας από το Υπουργείο της, ούτε τα ζητήματα ιδεολογικής πειθάρχησης (π.χ., επαναφορά σχολικών συμβούλων, κατάργηση του ν+2 στα πανεπιστήμια), ούτε την υπονόμευση του μορφωτικού επιπέδου και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας μέσω της μείωσης του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια κ.λπ. Αφορά την επαναφορά ορισμού του στα δημοτικά σχολεία βάσει της ακαδημαϊκής επίδοσης των μαθητών».

 

Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων βιάστηκε να υλοποιήσει τις εξαγγελίες της και προχωρά ώστε το μέτρο να εφαρμοστεί ήδη από την επόμενη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Η βιασύνη αυτή οφείλεται σε σειρά παραγόντων. Η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου επιδίδεται σε επικοινωνιακές τακτικές λόγω του ότι αδυνατεί να διαχειριστεί την καθημερινή λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, και πλήθος προβλημάτων έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται. Τα προβλήματα αυτά θα γίνουν εμφανή σε όσες πτυχές της διαδικασίας έναρξης της σχολικής χρονιάς δεν είχαν δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Για παράδειγμα, αναμένονται μεγάλα κενά εκπαιδευτικών στα γυμνάσια και τα λύκεια, είναι βέβαιο ότι οι δομές της εκπαίδευσης των προσφύγων θα καθυστερήσουν να ξεκινήσουν σε σχέση με πέρυσι, οι εκλογές διευθυντών Εκπαίδευσης παραμένουν ως εκκρεμότητα κ.λπ. Έναντι αυτής της οπισθοδρόμησης σε απλά αλλά βασικά ζητήματα, απλόχερα προσφέρεται η ιδεολογική τόνωση. Αυτή όμως η ιδεολογική τόνωση είναι απολύτως επικίνδυνη για τον τόπο μας διότι προωθεί το «έθνος των αρίστων», ένα μοντέλο εθνικής συγκρότησης που πολλαπλασιάζει τις ποικίλες μορφές κοινωνικών διακρίσεων.

μπορεί να λειτουργεί ως κίνητρο βαθμοθηρίας των λιγότερο «αρίστων», αλλά ταυτόχρονα προωθεί την αντίληψη ότι η σημαία είναι έπαθλο μιας διαγωνιστικής διαδικασίας. Υπό αυτήν την έννοια παράγει ένα διαλυτικό για το έθνος σαράκι. Η σημαία ενός σχολείου δεν αναφέρεται στην τοπικότητα της σχολικής μονάδας αλλά στην καθολικότητα του έθνους. Το έθνος συγκροτείται μέσα από τις τελετουργίες του που συνοψίζουν συμβολικά τις υποσχέσεις και τις εγγυήσεις που μας παρέχει. Το ποιοι συμμετέχουν στις τελετουργίες είναι σημαντικό γιατί δηλώνει το ποιους εντέλει το έθνος αφορά. Ο ορισμός του σημαιοφόρου κατόπιν κλήρωσης ήταν μια βαθύτατα πολιτική διαπίστωση στα μάτια όλων των παιδιών: μια διαπίστωση που πιστοποιεί το έθνος της συμπερίληψης. Το έθνος, δηλαδή, ως κοινότητα πολιτών μιας ιστορικής περιόδου που συνομολογεί κοινές παραδοχές για το παρόν και το μέλλον της. Παραδοχές που βασίζονται στην ισονομία, στην ισοπολιτεία, στον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων μας, στην έμπρακτη διασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων (ξεκινώντας από αυτά που αφορούν την ελευθερία, την εργασία, τη στέγη, την υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό). Το πρόταγμα της συμπερίληψης είναι αυτό που μπαίνει ως προτεραιότητα μέσω της κλήρωσης του σημαιοφόρου. Η τοποθέτηση κριτηρίων για τον ορισμό του σημαιοφόρου, όποια και αν είναι αυτά (π.χ., καταγωγή, αριστεία, σωματομορφική εμφάνιση, συμμόρφωση στους κανόνες κ.λπ.) αυτομάτως οδηγούν στην αντίληψη ότι μπορούν να μπουν και κριτήρια περισσότερης ή λιγότερης συμμετοχής στο έθνος. Στις κρίσιμες στιγμές που τα έθνη καλούνται να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους δεν τοποθετούνται προτεραιότητες, ιεραρχίες και διαχωρισμοί. Το γνωρίζουν καλύτερα από όλους μας όσοι έζησαν τέτοιες εποχές. Όλοι, άριστοι και μη άριστοι, ρωμαλέοι και μικροκαμωμένοι, υποδειγματικά εργατικοί και λιγότερο αφοσιωμένοι, γέροι και νέοι, καλούνται να υπερασπιστούν το έθνος. Άρα, όλοι δικαιούνται να συμμετέχουν στις τελετουργίες του. Η απόδοση του ρόλου του σημαιοφόρου χωρίς προϋποθέσεις και διακρίσεις είναι ρόλος για όλους τους μελλοντικούς πολίτες.