Η περσινή εμπειρία ενός εκπαιδευτικού συστήματος μη-προετοιμασμένου για να λειτουργήσει σε συνθήκες καραντίνας ήταν πρωτόγνωρη και παράλληλα τραυματική για μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Οφείλουμε να κεφαλαιοποιήσουμε την περσινή εμπειρία ώστε να μην επαναλάβουμε τις τεράστιες εκπτώσεις που έγιναν στη μαθησιακή διαδικασία, το αδιέξοδο κοινωνικοποίησης που αντιμετώπισαν οι μαθητές και οι μαθήτριες αλλά και τις δυσκολίες των εργαζόμενων γονέων.
άρθρο του πρώην γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας στην Εφημερίδα των Συντακτών
Μέχρι στιγμής, το υπουργείο Παιδείας προετοιμάζεται για καθολική εξ αποστάσεως εκπαίδευση ή/και για εκ περιτροπής διδασκαλία στα σχολεία. Μια τέτοια αντιμετώπιση ισοδυναμεί με «αύριο μπαλώματα, μεθαύριο βλέπουμε» και δεν συνιστά σοβαρή στρατηγική αντιμετώπισης της εκπαίδευσης σε καιρούς πανδημίας. Κανένας απολύτως σχεδιασμός δεν υπάρχει ως προς τη βελτίωση των σχολικών υποδομών και την αύξηση του προσωπικού που θα επιτρέψουν την ομαλή σχολική φοίτηση. Δεδομένου του ότι δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη της παρούσας πανδημίας, αλλά και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα άλλων παρόμοιων πανδημιών, πρέπει να κινηθούμε ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις.
Αφ’ ενός, προς εξασφάλιση τεχνογνωσίας, επιμόρφωσης και υποδομών που θα επιτρέπουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς και με τις λιγότερες δυνατές εξαρτήσεις από εργαλεία που δεν παρέχονται και δεν ελέγχονται από την πολιτεία. Αφ’ ετέρου, προς την εξασφάλιση υποδομών που θα εγγυώνται εκπαιδευτική διαδικασία με φυσική παρουσία και μέγιστα δυνατά μέτρα προφύλαξης της υγείας.
Το παρόν άρθρο εστιάζει μόνο στο ζήτημα των υποδομών που θα επιτρέψουν διδακτικό έργο με φυσική παρουσία σε συνθήκες πανδημίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επισημαίνεται ότι σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που χτυπήθηκαν πιο έντονα από την πανδημία, ήδη υλοποιούνται σημαντικές βελτιώσεις στις σχολικές υποδομές. Μια ανάλογη προσπάθεια στη χώρα μας δεν είναι εύκολη, θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, θα απαιτήσει χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί και θα είναι αρκετά δαπανηρή.
Είναι αδύνατο να προτείνουμε σήμερα ένα λεπτομερές σχέδιο. Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε έναν οδικό χάρτη μέσω του οποίου, σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα σχεδιάσουμε και θα εποπτεύσουμε την υλοποίηση συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Ο οδικός αυτός χάρτης οφείλει κατ’ αρχάς να αναγνωρίσει τα δομικά προβλήματα. Η πολιτική της σχολικής στέγης πέρασε το 1994 από το επίπεδο ευθύνης της κεντρικής κυβέρνησης στο επίπεδο ευθύνης των ΟΤΑ, χωρίς αυτοί να ενισχυθούν σε τεχνογνωσία, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Εχουν βέβαια υπάρξει φωτεινές εξαιρέσεις κατασκευής νέων σχολικών συγκροτημάτων, εξαιρέσεις που αποδεικνύουν τις δυνατότητες δημιουργίας μιας θετικής πραγματικότητας.
Η κατάργηση («συγχώνευση») του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων το 2013 επιδείνωσε την κατάσταση. Δεδομένου του επείγοντος της κατάστασης, δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να υπάρξει κατάλληλη στελέχωση των ΟTΑ και μέχρι τα όποια διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία διανύσουν τον γραφειοκρατικό κυκεώνα ΓΛΚ-υπουργεία-ΟΤΑ κ.λπ. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των όποιων ιδεολογικών τοποθετήσεων, οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα στην κατασκευή σχολικών συγκροτημάτων δεν έχουν δώσει θετικά αποτελέσματα.
Βασικοί πυλώνες του σχεδίου που χρειαζόμαστε πρέπει να είναι η οικονομία κλίμακας, ο συνδυασμός παρεμβάσεων σε πολλαπλά επίπεδα (υπουργεία, ΟΤΑ, Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, σχολικές μονάδες), η αξιοποίηση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας από τους φορείς που αποδεδειγμένα την κατέχουν και η διεπιστημονική προσέγγιση. Στόχος θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της βασικής πρόβλεψης του συνταγματικού νομοθέτη για ισονομία και ισοπολιτεία.
Μια πρόβλεψη που αφορά φυσικά και το ζήτημα της υγείας μαθητών, εκπαιδευτικών, άλλων εργαζομένων στα σχολεία και των οικογενειών τους. Η επιλογή ανάληψης ευθυνών σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο δεν συνεπάγεται μείωση των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ, αλλά θεσμοθέτηση εναλλακτικών δυνατοτήτων κατασκευής σχολικών κτιρίων και μεγάλων παρεμβάσεων τεχνικών μετατροπών στην ιδιαίτερη συγκυρία της πανδημίας.
Το πλάνο εργασίας πρέπει να σχεδιαστεί από μια επιτροπή του υπουργείου Παιδείας που θα λειτουργήσει βάσει του επιτυχημένου μοντέλου της επιτροπής οργάνωσης της εκπαίδευσης των προσφύγων το 2017. Στην εν λόγω επιτροπή επιβάλλεται να συμμετέχουν εκπρόσωποι των ΟΤΑ, υπηρεσιακοί παράγοντες των σχετικών με το θέμα υπουργείων, εκπρόσωποι του ΤΕΕ, στελέχη του ΙΕΠ, περιφερειακοί διευθυντές Εκπαίδευσης, εκπρόσωποι της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, ακαδημαϊκοί από Τμήματα Παιδαγωγικών Επιστημών, Πολυτεχνείων και Σχολών Υγείας-Ιατρικής, εμπειρογνώμονες από το εξωτερικό.
Το πρωταρχικό ζητούμενο σε μια τέτοια πορεία θα είναι η διατύπωση των βασικών τεχνικών και υγειονομικών προδιαγραφών που θα επιτρέπουν την εκ του σύνεγγυς διδασκαλία (αριθμός μαθητών ανά τάξη, αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών, τεχνικά ζητήματα που αφορούν τον εξαερισμό, τους χώρους υγιεινής, απαιτήσεις καθαριότητας, αυλές, γυμναστήρια, εργαστήρια, κυλικεία, γραφεία, βιβλιοθήκες κ.λπ.).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, χρειάζονται κατευθύνσεις που θα δίνουν τη δυνατότητα στις υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας (Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, τοπικές Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) να προσαρμόσουν τις προδιαγραφές σε κάθε σχολείο λαμβάνοντας υπόψη κτιριακά, κοινωνικά, επιδημιολογικά, πληθυσμιακά και άλλα χαρακτηριστικά. Οι τοπικές συνθήκες θα οδηγήσουν σε τοπικές παραλλαγές και λύσεις αξιοποιώντας και την εμπειρία των ΟΤΑ, γονέων και συλλόγων διδασκόντων.
Σε ένα τρίτο επίπεδο, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να μελετηθούν, να διατυπωθούν πακέτα προτάσεων, να κοστολογηθούν και να βρεθούν τα χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ. Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, πόροι από Ε.Ε., Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κ.λπ.). Τέλος, η υλοποίηση του όλου σχεδίου οφείλει να γίνει με ευθύνη της κυβέρνησης και σε χρόνους για τους οποίους θα υπάρξει σαφής πολιτική δέσμευση.
Η πανδημία μπορεί να γίνει από πρόβλημα ευκαιρία για βελτιώσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ο σχολικός χώρος αποτελεί βασικό παράγοντα λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος. Κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συνοδεύεται από αλλαγές στα πρότυπα οργάνωσης του σχολικού χώρου. Αν δεν ξεκινήσουμε σήμερα, αύριο θα έχουμε μεγαλύτερες δυσκολίες.
Αν απαιτούμε παιδεία και υγεία για τα παιδιά μας, οφείλουμε να επενδύσουμε στην αναδιαμόρφωση του σχολικού περιβάλλοντος, των συνθηκών μάθησης και κοινωνικοποίησης των παιδιών μας, των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών αλλά και στη διασφάλιση του δικαιώματος εργασίας των γονέων. Η παιδεία που οφείλουμε στα παιδιά μας είναι πολλά παραπάνω από μια οθόνη υπολογιστή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση…