ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΟΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΣΜΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ, Η ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ, Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Γιώργι Τοντόρωφ
Θεολόγος – Συγγραφεύς
ΜὴεἴπῃςὅτιδιὰΚύριονἀπέστην·ἃγὰρἐμίσησεν, οὐποιήσεις. (Σοφία Σειρὰχ 15:11)
Ὑμεῖς ἐστε τὸἅλας τῆς γῆς·ἐὰν δὲ τὸἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. (Ματθ. 5: 13)
Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. (Ιακ. 4:4)
Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σύνοδος ὅμοια μὲ τὴν προγραμματιζομένη γιὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 στὴν Κρήτη. Προετοιμάζεται ἐδῶ καὶ 93 ἔτη, ἀλλὰ 39 ἔτη πρὶν τὴν ὁλοκλήρωση τῆς προετοιμασίας της ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ἤδη ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μέσῳ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου (Πόποβιτς), ὁ ὁποῖος μὲ τὸ φωτισμένο του Ὑπόμνημα τὸν Μάϊο τοῦ 1977 δηλώνει μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο:
«ὃ μὴ γένοιτο, μία τοιαύτη Σύνοδος, ἓν μόνον ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ αὐτῆς: σχίσματα, ἢ καὶ αἱρέσεις, καὶ ὁπωσδήποτε ἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν»!
Κάθε λέξη τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς γράφτηκε μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς καὶ μὲ τὰ δάκρυά του, γιὰ τὸν διαφαινόμενο κίνδυνο «ἀπώλειας δυσαριθμήτων ψυχῶν». Οὐδεὶς ἔχει ἀμφισβητήσει, οὔτε καὶ δύναται νὰ ἀμφισβητήσει τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ἐπίκαιρο τῶν ὁμολογιῶν του:
Ὅλη αὐτὴ ἡ μέχρι τοῦδε παρουσιαζομένη «προβληματική» καί «προβληματολογία» περὶ τὰ «θέματα» τῆς μελλούσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ἀστάθεια καὶ τὸ εὐμετάβλητον τῶν τρόπων τῆς ἐξευρέσεως, τῆς διατυπώσεως καὶ τῆς τεχνικῆς «καταλογογραφήσεως» αὐτῶν, ἔπειτα δέ, ὡς ἐκ τούτου, αἱ ἀλλεπάλληλοι ἀλλαγαὶ καί «ἀναθεωρήσεις», -ὅλα αὐτά, διὰ μίαν εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον συνείδησιν, δεικνύουν καὶ ἀποδεικνύουν ἓν μόνον πρᾶγμα: τὸ ὅτι κατὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν δὲν ὑπάρχει σοβαρόν, πραγματικὸν καὶ ἀνεπίδεκτον ἀναβολῆς θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὅμως πράγματι ὑπάρχῃ θέμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἤξιζε νὰ ἀποτελέσῃ λόγον συγκλήσεως καὶ συνελεύσεως μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε εἶναι φανερόν, ὅτι τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς τοιούτου θέματος δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει οἱ μέχρι τοῦ νῦν πρωτοπόροι, εἰσηγηταί, ὀργανωταὶ καὶ ρυθμισταὶ τῶν ἐν λόγῳ «διασκέψεων», οἱ καὶ συντάκται τῶν προγενεστέρων καὶ τῶν νεωτάτων «καταλόγων θεμάτων» αὐτῶν.
Γιὰ μέγιστο ὄνειδός μας, ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου κατὰ τῆς Συνόδου, μὲ τὴν ἰσχυρὴ εὐαγγελική της ἀλήθεια, βρίσκεται ἐξ ὁλοκλήρου, λέξη πρὸς λέξη, σὲ ἰσχὺ καὶ σήμερα. Μὲ πόνο καρδίας καὶ μὲ ἀκλόνητα ἐπιχειρήματα ὁ ἅγιος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐμπευσμένος ζηλωτὴς τῆς συνοδικότητας, ἀπορρίπτει ἀποφασιστικὰ μία τέτοια σύνοδο:
Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀποκαλύπτεται καὶ ἐκδηλοῦται διὰ πάντων τούτων ὄχι ἁπλῶς ἔλλειψις συνεπείας καὶ σταθερότητος, ἀλλὰ καὶ ἔκδηλος ἀνικανότης καὶ ἡ παχυλὴ περὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἄγνοια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τώρα, εἰς τόσον ἐμπερίστατον κατάστασιν, θέλουν ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας καὶ κατὰ τοιοῦτον τρόπον νὰ ἐπιβάλουν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας μίαν ἰδικήν των «σύνοδον». Φανεροῦνται, ἄλλοις λόγοις, ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀνικανότης αὐτῶν νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν, τὶ ἐσήμαινε καὶ τὶ ὄντως σημαίνει μία ἀληθινὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διὰ τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸ ταύτης χριστεπώνυμον πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Διότι, ἐὰν ἠσθάνοντο καὶ κατενόουν τοῦτο, θὰ ἐγνώριζον τότε πρὸ πάντων, ὅτι εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐδέποτε καὶ οὐδεμία Σύνοδος -πόσο δὲ μᾶλλον τοιοῦτον πνευματικόν, χαρισματικόν, πεντηκοστιανὸν γεγονός, ὅπως εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας,- ἐξεύρισκε καὶ ἐπενόει τεχνητῶς τὰ θέματα διὰ νὰ συνέλθῃ καὶ συνεδριάσῃ, καὶ ὅτι οὐδέποτε συνεκρότησε τὰς ἐκ τῶν προτέρων ἐπιβεβλημένας πλείστας ὅσας «διασκέψεις», «συνέδρια», «προσυνόδους» καὶ παρομοίας πρὸς αὐτὰς τεχνητὰς συνελεύσεις, ξένας ἐντελῶς καὶ ἀγνώστους εἰς τὴν ὀρθόδοξον συνοδικὸν παράδοσιν. (Διότι αἱ «διασκέψεις», τά «συνέδρια» καὶ τὰ τοιαῦτα εἶναι μᾶλλον ἁπλαῖ ἀπομιμήσεις τῶν συνελεύσεων τῶν δυτικῶν ὀργανώσεων, ἀπομεμακρυσμένων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ καὶ ξένων πρὸς αὐτήν).
Γιὰ μέγιστο ὄνειδός μας, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τὸ ἔτος 2010 ἁγιοποίησαν πανηγυρικὰ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο τοῦ Τσέλιε, ἐξυμνώντας τον ὡς «ἀββᾶ» τους, ἑαυτοὺς δὲ ἀποκαλώντας «μαθητές του», σήμερα μὲ τὶς ἐνέργειες, τὴν ἀδράνεια καὶ τὴ σιωπή τους προδίδουν τὴν διδασκαλία του καὶ γίνονται συνεργοὶ στὴν ὑλοποίηση αὐτοῦ τὸ ὁποῖο ἐκεῖνος ἀπέρριψε. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί. Σεβαστοί, κατὰ τὰ ἄλλα, κληρικοὶ τριγυρνοῦν σέ «προσυνοδικὲς καὶ ἄλλες τεχνητὲς συναθροίσεις», δείχνουν σὰν νὰ κρύβουν κάποιο μυστικό, ἀποφεύγουν ἔνοχα τὰ βλέμματά μας, σὰν νὰ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ σύμβολο κάποιας ἄγνωστης «ὁμερτά», σὰν νὰ κινοῦνται ἀπὸ κάποια ξένη γι᾽ αὐτοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία δύναμη. Σιωποῦν ἔνοχα ἐνώπιον τῶν ἀκαταμάχητων ἀντιρρήσεων κατὰ τοῦ περιεχομένου τῆς Συνόδου, τῆς ὁποίας ἡ προετοιμασία πραγματοποιεῖται μὲ μεθόδους γραφειοκρατικοῦ κατεστημένου, μὲ ἀνειλικρίνεια, κατὰ κάποιον τρόπο συνωμοτικά, πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ αὐταπάτη, ὅτι μπορεῖς νὰ ξεγελάσεις τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὑποτιμᾶ καὶ τὸν λαὸ καὶ τὸν Θεό.
Κανεὶς ὀρθόδοξος, βαθιὰ μέσα του, δὲν πιστεύει στὴν ἀξία τῆς ἐπικείμενης Συνόδου. Δὲν ἔχει ὑπάρξει ποτὲ πιὸ μικρόψυχη «μεγάλη» σύνοδος, γιὰ τὴν ὁποία ὅλοι μέσα μας νὰ ἐντρεπόμαστε: καὶ ἀντίπαλοι καὶ ὑποστηρικτές. Ἀκόμη καὶ οἱ βασικοί της ἀρχιτέκτονες (ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης) δὲν μποροῦν νὰ παραπλανήσουν οὔτε ἕναν ἀνιχνευτὴ ψεύδους -οὔτε τὸν Θεό, οὔτε τὴν Ἐκκλησία, οὔτε τὴ συνείδησή τους, οὔτε καὶ τὴν καρδιὰ ὁποιουδήποτε ἀπὸ ἐμᾶς- πὼς ἡ προετοιμαζόμενη ἀπὸ αὐτοὺς σύνοδος εἶναι ἄξια, μεγάλη, ἁγία. Εἶναι λυπηρὸ νὰ εἰπωθεῖ: τὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο προετοίμασε τὴ Σύνοδο αὐτή, δὲν εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ ἀνειλικρίνεια, ὁ κοσμικισμός, ἡ προσποίηση καὶ ἡ μικροψυχία δὲν εἶναι ἀρεστὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴ σωτήρια ἰδιότητα μέσω τῆς Συνοδικότητας (Σομπόρνοστ) νὰ ἐξάγει ἀπὸ μᾶς, τὰ ἐλλιποῦς ἀξιοσύνης μέλη της, ὅ,τι καλύτερο διαθέτουμε. Ἀκριβῶς ἔτσι θὰ συμβεῖ καὶ τώρα. Ἀλλὰ μεταξὺ τῆς Συνοδικότητας καὶ τῆς Συνόδου ὑπάρχει μία διαφορὰ ἀρχῆς. Ἡ Συνοδικότητα περιλαμβάνει καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σύνοδος, ἡ ὁποία παραβαίνει τὰ ὁρισθέντα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσῳ τῶν ῾Αγίων Πατέρων, δὲν εἶναι, οὔτε μπορεῖ νὰ εἶναι δημιουργός ἀλήθειας. Στὴ Σύνοδο αὐτή, μέχρι στιγμῆς, φαίνεται ὅτι ἀπὸ ἐμᾶς ὄχι μόνο δὲν ἐξάγεται τὸ καλύτερο, ἀλλὰ συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: στὴν προετοιμασία της ἔχει ἐμπλακεῖ πλῆθος ἀξιοσέβαστων, ἔξυπνων καὶ πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἐξάγει ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μὴ ἔξυπνο, μὴ πνευματικό, μὴ μέγα, μὴ ἅγιο, μὴ ὀρθόδοξο, μὴ συνοδικό. Σὰν νὰ ἔχουμε βρεθεῖ μέσα στὸ ἀλληγορικὸ παραμύθι γιὰ τά «καινουργῆ ἐνδύματα τοῦ βασιλέως» καὶ περιμένουμε κάποιο παιδὶ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει μὲ τὴν κραυγή: «Ἀνάξια»! Τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου γιὰ τὴν Πρώτη Προσυνοδικὴ Συνδιάσκεψη ἠχοῦν ἀπολύτως ὀρθὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας- γιὰ τὴν τελευταία, ἡ ὁποία:
οὐδὲν τὸ πραγματικῶς νέον καὶ οὐσιαστικὸν ἔχει πράξει ὑπὲρ τῆς ᾽Ορθοδοξίας, ἀλλὰ συνεχίζει μόνον τὴν δημαγωγίαν τῶν πρὸ αὐτῆς διασκέψεων, παρασύρουσα καὶ αὐτὴ πολλὰς ὀρθοδόξους ψυχὰς καὶ συνειδήσεις εἰς νέους λαβυρίνθους φιλοδοξιῶν ὡρισμένων ἀνθρώπων, πρὸς χάριν τῶν ὁποίαν φιλοδοξιῶν καὶ ἑτοιμάζεται κυρίως, ὡς φαίνεται, ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους 1923 Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τῆς πρὸς αὐτὴν πορείας σήμερον ἐπιταχυνομένης καὶ συντομευομένης
Εἶναι σὰν νὰ συγκεντρώνουμε συνοδικῶς ἐδῶ καὶ 93 συναπτὰ ἔτη τὰ δισεκατομμύρια τῶν μικροπροδοσιῶν καὶ τῶν μικροπαραβάσεών μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τὶς ἀμέτρητες χαμένες στιγμές, τὶς ἀνεκπλήρωτες ὑποχρεώσεις, τὶς ἀποσιωπημένες ἀλήθειες, τὰ ἐν ὕπνῳ διανυθέντα χρόνια, τὴν ἡμιτελῆ καὶ παραμελημένη ἐργασία μας, τὶς αἰώνιες κάθε ἡμέρας καὶ στιγμῆς μας μικροψυχίες, χάριν τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Ὅλη τούτη ἡ πνευματικὴ ρύπανση δὲν ἐξαφανίζεται, ἀλλὰ ἐπικεντρώνεται στὴν πορεία τῶν δεκαετιῶν καὶ συσσωρευόμενη αὐξάνεται ὡς βουνό. Καὶ νὰ ποὺ πλέον τὸ βουνὸ τοῦτο ζωντανεύει ὡς τεράστια Λευϊάθαν-Σύνοδος, ἡ ὁποία προβάλλει τὰ δικαιώματά της ἐπάνω σὲ μᾶς- τὴν Ἐκκλησία. Συνειδητοποιοῦμε εὐθὺς πὼς πρόκειται περὶ τῆς Μεγάλης Κοσμικῆς Συνόδου τῆς δικῆς μας 93χρονης μικροψυχίας ἔναντι τοῦ κοσμικισμοῦ.
Ἀφοῦ ὅμως ἡ Σύνοδος δὲν ἐξετάζει κανένα δογματικὸ θέμα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει «οὔτε ἕνα σοβαρὸ καὶ ἐπεῖγον «θέμα», πρὸς τὶ τελικῶς συγκαλεῖται; 93 ἔτη δουλειᾶς χωρὶς νόημα; «Τέχνη γιὰ τὴν τέχνη»; Τεράστια φωτογραφία ὡς ἐνθύμιον τῆς «ἑνότητας»; Ἀθώα ἐκπλήρωση τοῦ ὀνείρου καλόκαρδων γερόντων, οἱ ὁποῖοι φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο;
Σὲ καμία περίπτωση. Πρόκειται γιὰ τὴ Σύνοδο τῶν ἡγετῶν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἑπομένως τὸ διακύβευμα εἶναι ὑπέρτατο. Πρέπει ὅμως κάτω καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ὁρατὸ νὰ δοῦμε τὸ ἀόρατο. Πίσω ἀπὸ τὸ σκηνικό τοῦ ἀναληθοῦς νὰ ἀναζητήσουμε καὶ ἀνακαλύψουμε τὸ ἀληθὲς νόημα.
Ἡ προγραμματισμένη γιὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 σύνοδος ἔχει ἐπινοηθεῖ καὶ τεθεῖ στὰ σκαριὰ κατὰ τὸ μακρινὸ 1923 καὶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος καταδεικνύει ρητὰ τὸν κατέχοντα τὴν πατρότητά της;
Τὸ ζήτημα τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς συγκροτήσεως νέας «Οἰκουμενικῆς Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας…ἀνεκινήθη ἤδη ἐπὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου Μεταξάκη,- γνωστοῦ ὡς ὑψηλόφρονας «μοντερνιστοῦ» καὶ μεταρρυθμιστοῦ, ἐξ οὗ καὶ σχισματοποιοῦ ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ,- καὶ δὴ εἰς τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ συγκληθὲν ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1923 οὕτω καλούμενον «Πανορθόδοξον Συνέδριον».
Οἱ σημερινοί «κινητῆρες» τῆς Συνόδου ὑλοποιοῦν μὲν τὴν σύλληψη τοῦ πατριάρχου Μελετίου, ἀλλὰ ντρέπονται νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἐνοχοποιητική της πατρότητα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀναγνωρίζουν τὴν γενεαλογία τῆς ἐπικείμενης συνόδου μόνο μέχρι τὴν διάσκεψη τῆς Ρόδου τὸ 1961 ἐπὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὅμως γνωστὸ ὅτι ὁ Μελέτιος (1921-1923) καὶ Ἀθηναγόρας (1948-1972) εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό -τὸ πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης. ῾Ο Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὅμως, μὲ σαφήνεια καὶ ἐμβάθυνση μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια, ἡ ὁποία εἶχε συλληφθεῖ κατὰ τὸ ἔτος 1923 καὶ ὅτι τὰ ὁρόσημα στὴν πορεία τῆς ὑλοποίησής της εἶναι: 1925 (Νίς), 1930 (Βατοπέδιο), 1961 (Ρόδος), 1976 (Σαμπεζύ)…
Ἡ Σύνοδος καὶ ἡ καταστροφὴ
Τὸ ἐγχείρημα τοῦ 1923 γιὰ τὴ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου συνδέεται μὲ μία ἱστορικὴ καταστροφή, τὴ γνωστὴ ὡς «Μικρασιατικὴ καταστροφή» τῆς Ἑλλάδας τὸ 1922 καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀποτυχία τῆς «μεγάλης ἰδέας». Πρόκειται γιὰ τετραπλὴ καταστροφὴ τοῦ πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (Φανάρι). Πρῶτον, ὄντας ἑλληνικὴ ἐθνικιστικὴ (ἑλληνο-φυλετική) ἐκκλησία, ὑφίσταται ἄμεσες ἀπώλειες ἀπὸ τὸ ἀποτυχημένο ἑλληνικὸ μέγα-σχέδιο. Δεύτερον, χάνει τὸ ποίμνιό της (ἄνω τοῦ ἑνὸς ἑκατομμυρίου ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ἐγκαταλείπει τὴν Τουρκία). Τρίτον, μετὰ τὸ 1917 χάνει τὸ ἐπὶ αἰῶνες ἱστορικό της στήριγμα στὴ Ρωσικὴ αὐτοκρατορία (τὴν μοναδικὴ ὀρθόδοξη Μεγάλη Δύναμη). Τέταρτον, χάνει τὸ ἀπὸ 460 ἐτῶν κονκορδᾶτο της μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία (ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσο δόλια τὸ χρησιμοποιοῦσαν οἱ σουλτάνοι γιὰ τοὺς δικοὺς του σκοπούς). Τὸ σουλτανάτο ἔπαψε νὰ ὑφίσταται τὸ 1922 καὶ ὁ δικτάτορας Κεμὰλ Ἀτατούρκ, ὄντας νικητὴς τῶν Ἑλλήνων, θέτει τό «ἐχθρικό» Πατριαρχεῖο σὲ θέση πολὺ ἐξαρτημένη καὶ ταπεινωτική, ἀπὸ ὅσο ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν σουλτάνων. Τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως φοβᾶται μέχρι θανάτου, ὅτι ὅπως κάποτε τὸ μέγα Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ἔτσι καὶ αὐτὸ δύναται νὰ ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο εἶναι ἔτοιμο νὰ συνάψει συμφωνία μὲ ὁποιαδήποτε δύναμη μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιβιώσει στὴν Πόλη. Ἀλλὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὅλες οἱ σημαντικότερες ἐπὶ τῆς Γῆς δυνάμεις εἶναι κοσμικές, δηλαδὴ ἀντιορθόδοξες. Τὸ Φανάρι ἀναζητεῖ ἀπεγνωσμένα ὁποιαδήποτε μέσα ἐπιβίωσης. Ἡ σύγκληση «Οἰκουμενικῆς Συνόδου» εἶναι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέσα (διότι ipso facto κατοχυρώνει τὴν διεθνῆ θέση καὶ σημαντικότητα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως). Ἕνα ἄλλο τέτοιο μέσον εἶναι ἡ συμφωνία μὲ τὶς κοσμικὲς δυνάμεις. Ἀλλὰ μὲ τέτοια συμφωνία, ἐφόσον λαμβάνεις ἀπὸ τὸν κόσμο τὴν ἐπιβίωσή σου, πρέπει νὰ δώσεις στὸν κόσμο κάτι ἰσοδύναμο. Καὶ τὶ θέλει ὀ κόσμος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Τὴν ἐκκοσμίκευση τῶν μελῶν της. Τὸ δρᾶμα εἶναι, ὅτι ἡ Σύνοδος καὶ ἡ «φιλία τοῦ κόσμου» (Ἰακ. 4:4) στὴν περίπτωση αὐτὴ γίνονται ἕνα.
Ἡ ἱστορία ἐνθυμεῖται μία ἀκόμα παρόμοια περίπτωση. Ἐξαιτίας μιᾶς ἄλλης ἱστορικῆς καταστροφῆς τὸ Πατριαρχεῖο συμμετέχει πάλι σέ «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποφασιστικὴ ἐπίθεση τῶν Τούρκων κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μὲ σκοπὸ τὴν προσέλκυση δυτικῶν δυνάμεων γιὰ τὴν ἄμυνα τῆς Πόλης, σέ «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» στὴ Φλωρεντία ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσὴφ Β´ καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ἐπίσκοποι (πλὴν τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ) ὑπαναχωροῦν ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία καὶ ὑποκλίνονται τὴ Ρώμη (1439), τὸ ἴδιο δὲ πράττει καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Η´ Παλαιολόγος. Ὅμως ὁ πιστὸς λαὸς δὲν ἀποδέχεται τὴν ἀποστασία. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως πάντα, ἐξέρχεται ἄσπιλη ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Στὴ συνέχεια, ὁ ἀνένδοτος Μάρκος Εὐγενικὸς δοξάζεται ὡς ἅγιος, ἐνῶ τὸ ὄνειδος, ὅπως πάντα, παραμένει προσωπικὰ στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ὑποκλιθέντες. Ἔχοντας ὑπόψιν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ διδακτικὸ ἱστορικὸ παράδειγμα, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος προειδοποιεῖ:
ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες δείχνει τὸ ἴδιο νοσηρὸ ἄγχος καὶ ἐπώδυνη πνευματικὴ διάθεση, ὅπως τὸν ιε´ αἰώνα, ὅταν οἱ καταστάσεις αὐτὲς ὁδήγησαν τὴν Ἐκκλησία στὴν προδοσία καὶ τὸ ὄνειδος τῆς Φλωρεντίας
Τώρα εὐρισκόμεθα ἐν νέου σὲ καταστροφικούς, γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καιροὺς καὶ διὰ τοῦτο ἐκ νέου καταφεύγει σὲ Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Ἡ καταστροφὴ εἶναι καὶ τούτη τὴ φορὰ τετραπλή. Πρῶτον, μετὰ τὸ 2009 ἡ Ἑλλάδα κατέρρευσε οἰκονομικά: ἡ χώρα ἔχασε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἐθνική της κυριαρχία, ἔπεσε ὑπὸ τὴν ἐξουσία διεθνῶν χρηματοπιστωτικῶν ὀργανισμῶν. Καὶ ἂν μετὰ τὸ 1922 ἡ «Μεγάλη Ἰδέα» παρέμενε μόνον ὡς ἀνέφικτο ὄνειρο, ἡ ἴδια πλέον δὲν δύναται οὔτε κἂν νὰ εἶναι ὄνειρο. Δεύτερον, ἡ σημερινή «ὀρθόδοξη» Ἑλλάδα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία της ἐξέλεξε καὶ ἐπανεξέλεξε στὴν ἐξουσία δεδηλωμένο ἄθεο. Οἱ ἐπιπτώσεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι γνωστές…Τρίτον, στὴν Τουρκία ἑδραιώθηκε στὴν ἐξουσία ὁ ἰσχυρὸς δικτάτορας ἰσλαμιστὴς Ἐρντογάν. Τέταρτον, ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν τελευταίο αἰώνα μειώθηκε 150 φορὲς ἀπὸ 300.000 τὸ 1919 σὲ 2.000 σήμερα. Σὲ μιὰ πολὺ σύντομη ἱστορικὴ προοπτική (20 ἐτῶν) ἡ συνέχιση αὐτῶν τῶν φυσικῶν τάσεων θὰ σήμαινε τραγικὴ κατάρρευση καὶ περιθωριοποίηση τοῦ Φαναρίου. ᾽Ιδοὺ ὅμως! Τὸ Πατριαρχεῖο συγκαλεῖ Σύνοδο, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὴ συνοδικὴ Ἐκκλησία λέγοντας τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ ἴδιο, ὅτι καταποντίζεται, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσει τὴν Ἐκκλησία…πίσω του.
Ἀπὸ τὸ 1923 μέχρι σήμερα ὁ ὁρατὸς κινητήρας τῆς ἐπικείμενης Συνόδου εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μένοντας χωρὶς ποίμνιο, χωρὶς μέσα, χωρὶς ὑποστήριξη κοσμικῆς ἐξουσίας, σὲ ἐχθρικὸ περιβάλλον, διατηρεῖ μόνο τοὺς παλαιοὺς μεγάλους τίτλους του καὶ τὰ ἱστορικά του προνόμια τοῦ πανορθόδοξου ἡγέτη. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου αὐτοὶ οἱ τίτλοι καὶ τὰ προνόμια εἶχαν τὴ βάση τους στὴν τότε ὑφιστάμενη πραγματικότητα. Μὲ τὴν πτώση τῆς Πόλης τὸ 1453, τὸ Πατριαρχεῖο καθίσταται αἰχμάλωτο τοῦ σουλτάνου, τμῆμα ὅμως τῶν προνομίων του διατηρεῖται καὶ μάλιστα ἡ κοσμική του ἐξουσία αὐξάνεται. Μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν καταστροφικὴ ἐκδίωξη τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Τουρκία οἱ μεγάλοι αὐτοὶ τίτλοι καθίστανται κενοί (ὀνομαστικοί, τιτουλάριοι), ἐνῶ «τὸ πρωτεῖο τιμῆς» στὴν Ὀρθοδοξία καθίσταται στὴν οὐσία μοχλὸς σὲ ξένα χέρια. Αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ οὐτοπισμὸς τῶν τίτλων, πλέον κενῶν περιεχομένου, μετατρέπεται σὲ πειρασμὸ γιὰ τούς «τιτουλαρίους μητροπολίτες», ὅπως προειδοποιεῖ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος:
Ἡ ἐμφανιζομένη εἰς τὸ ἐξωτερικὸν πλειονότης σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ τόσον ἐπιμόνως ἐπιβάλλουσα ἑαυτὴν εἰς ὅλας σχεδὸν τὰς πανορθοδόξους συνελεύσεις, ἀποτελεῖται κυρίως ἐκ τιτουλαρίων μητροπολιτῶν καὶ βοηθῶν ἐπισκόπων, ἄρα ἐκ ποιμένων ἄνευ ποιμνίου καὶ συνεπῶς ἄνευ τῆς συγκεκριμένης ποιμαντικῆς εὐθύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θεόθεν ἐμπιστευθέντος εἰς αὐτοὺς ποιμνίου. Ὅθεν διερωτᾶται τις: ποῖον ἀντιπροσωπεύει, καὶ ποῖον θὰ ἀντιπροσωπεύῃ εἰς τὴν μέλλουσα νὰ συγκληθῇ Σύνοδον;…
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1922-23 στὴν ἐπιλογὴ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀνοίγονται δύο δρόμοι: ἡ ἀξιοπρεπὴς ὑπεράσπιση τῆς πίστεως, καὶ ἡ μικρόψυχη ὑπόκλιση στὶς κοσμικὲς δυνάμεις.
Ἂν ἐξετάσουμε τὴν ἱστορία τῆς Ρωσικῆς ἐκκλησίας μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἐπανάστασης, ὁ ἅγιος Πατριάρχης Τύχων εἶναι παράδειγμα ἄξιας ὑπεράσπισης τῆς πίστεως, ἐνῶ ὁ Πατριάρχης Σέργιος (Stragorodsky) ἀποτελεῖ παράδειγμα τῆς δεύτερης ἐπιλογῆς. Στὴν ἱστορία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης (Μεταξάκης) καὶ οἱ διάδοχοί του ἐπιλέγουν τὸ δεύτερο δρόμο. Ἂν ἀντιμετώπιζαν ἔντιμα καὶ γενναῖα τὴν ἐπὶ τῆς Γῆς ἀδυναμία τους, ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐπὶ τῆς Γῆς ἀδυναμία τους θὰ μετατρέπονταν σὲ μέγιστη πνευματική τους δύναμη -«ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» ( Β´ Κορ. 12:9). Ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν ἀρχαία σοφὴ ρήση «Δὲν εἶναι ἄξιος τιμῶν ὁ ρέπων πρὸς τὰς τιμάς». Γιὰ νὰ ἀγοράσει κοσμικὴ δύναμη, τὸ Φανάρι καθίσταται ὑποχείριο τῶν κοσμικῶν δυνάμεων (τῶν δυτικῶν κυβερνήσεων, τῆς μασονίας, τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τοῦ πάπα, τῆς Τουρκίας κ.ο.κ.). Ἐμβληματικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης εἶναι ἡ «τιμή» τὴν ὁποίαν κάνει ὁ Ἀμερικανὸς Πρόεδρος Χάρυ Τρούμαν (ὑπερήφανος κάτοχος, ἀπὸ τὸ 1945, τοῦ 33ου μασονικοῦ βαθμοῦ) στὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὅταν τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1949 προσφέρει τὸ προσωπικό του ἀεροπλάνο γιὰ νὰ μεταφέρει τὸν νεοεκλεγέντα Πατριάρχη ἀπὸ τὶς ΗΠΑ στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἔδοξε γὰρ τῷ κοσμικῷ πνεύματι
Ὁ πραγματικὸς κινητήρας αὐτῆς τῆς Συνόδου δὲν εἶναι τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλὰ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἐντὸς αὐτοῦ. Μετὰ τὸ τέλος καὶ τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ σουλτανάτου, μεταξὺ τῶν ἀπαιτήσεων γιὰ ἐξουσία καὶ τῶν πραγματικῶν δυνατοτήτων τοῦ Φαναρίου προκύπτει τεράστιο χάσμα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναζητεῖ κοσμικὴ δύναμη πρὸς γεφύρωση τοῦ χάσματος. Στὴν ὀνειρικὴ οὐτοπία τοῦ Πατριαρχείου τὸ ἴδιο παραμένει ἀκόμη «οἰκουμενικός» ἡγεμόνας. Στὴν πραγματικότητα, ἀποτελεῖ τὸν ἀδύνατο κρίκο τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι οἱ κοσμικοὶ μοχλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁρπάζεται τὸ Φανάρι, ἀπὸ τὴν ἄλλη τους ἄκρη κρατοῦνται ἀπὸ πολὺ πιὸ ἰσχυροὺς ἀντιορθόδοξους παράγοντες. Ἔτσι, τὸ Πατριαρχεῖο καθίσταται ἐξαρτώμενο ἀπὸ τὶς δυνάμεις αὐτές, δηλαδὴ ὑποχείριο τοῦ κοσμικισμοῦ (τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος), ὁ ὁποῖος ἀντικαθιστᾶ τὸ Θεῖο μὲ τὸ κοσμικό. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν χωρὶς βία, χωρὶς σκληρότητες, ἀλλὰ σὲ ἀτμόσφαιρα φιλίας, εὐγένειας, bon ton, αἴσθημα χιοῦμορ, εὐπείθειας, ἀνεκτικότητας, ὑποχωρητικότητας, ὑπαναχώρησης, ἀποστασίας…
Ἀλλὰ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, κυριαρχώντας ἐπὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸν μοχλὸ τοῦ «πρωτείου» γιὰ νὰ νομιμοποιήσει τὴν ἐξουσία του ἐπὶ ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Τοῦτο δύναται νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνον μέσῳ «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Ἐξ οὗ καὶ ἡ πυρετώδης δραστηριότητα τοῦ Φαναρίου γιὰ τὴν σύγκληση προσυνόδων, διασκέψεων, γιὰ τὸν στόχο τῶν ὁποίων ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος γράφει:
Ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύπτουν τὴν κρυφὴ ἐπιθυμία προσώπων τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, αὐτοῦ τοῦ πρώτου σὲ τιμὴ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου, νὰ ἐπιβάλλουν τὶς δικές τους ἀπόψεις καὶ τὴν δική του συμπεριφορὰ σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καὶ ἐν γένει σὲ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο καὶ τὴν Ὀρθόδοξη διασπορά. Καὶ αὐτὴ ἡ νεοπαπικὴ πρόθεση νὰ νομιμοποιηθεῖ μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς «Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
Ὁ σκοπὸς τοῦ Φαναρίου εἶναι νὰ μετατρέψει τὸ πρωτεῖο «τιμῆς» σὲ ἐξουσία. Καὶ ἡ συγκληθεῖσα Πανανορθόδοξη Σύνοδος ἀποτελεῖ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἐπιχειρεῖ νὰ ἐργαλειοποιήσει τὴν μητρότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως σὲ σχέση μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας καὶ νὰ τὴν μετατρέψει σέ «δικαιώματα» (ἐξουσίας) ἐπ᾽ αὐτοῦ. Ὅμως…Ἡ μητέρα ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔχει ἆραγε ἡ Ἐκκλησία τούτη, μὲ βάση αὐτὴ τὴ μητρότητα, δικαιώματα καὶ ἐξουσίες ἐφ᾽ ὅλων;
Τὸ κοσμικὸ πνεῦμα δὲν ἐπιτίθεται στὴν Ἐκκλησία κατὰ μέτωπο, διότι αὐτὴ προστατεύεται ἀπὸ ἰσχυρὸ φρούριο δογμάτων καὶ κανόνων καὶ μία ἐκκοσμικευμένη «Ἁγία καὶ Μεγάλη» Σύνοδος δὲν θὰ ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό της ἔντιμα καὶ φανερὰ νὰ ἀκυρώνει δόγματα ἢ κανόνες, διότι αὐτοστιγμεὶ θὰ ἀκυρώνονταν καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Δύναται ὅμως ἡ Σύνοδος, στὰ κρυφά, νὰ νομιμοποιήσει κάποια μικρο-ὑπαναχώρηση ἀπὸ τοὺς κανόνες γιὰ νὰ ἀνοίξει στὸ φρούριο μία ἐλάχιστη ρωγμή. Ὁποιαδήποτε. Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἀκίνδυνη, δικαιολογημένη, στρωμένη μὲ καλὲς προθέσεις.
Ἡ διάνοιξη ρήγματος – θύρας εἰσόδου στὸ Κανονικὸ φρούριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ βασικὸς σκοπὸς τοῦ ἀοράτου πραγματικοῦ «κινητήρα» τῆς Συνόδου, τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων τῆς Συνόδου ἄλλαζε διαρκῶς, ἐνῶ στὴν οὐσία τοῦτο δὲν ἔχει οὐδεμία σημασία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει «κύριο θέμα» Κάθε θέμα καθίσταται κύριο, ἂν ὑλοποιήσει τὴν διάνοιξη ρήγματο (καὶ ἡ μικρότερη πόρτα τοῦ φρουρίου καθίσταται ἡ πλέον σημαντική, ἐὰν ἀφεθεῖ μισάνοιχτη). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Σύνοδος εἶναι ἀνεξήγητα αὐτοσκοπός, ἄνευ περιεχομένου, «τεχνική». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀποροῦμε: πρὸς τί, τέλος πάντων, συγκαλεῖται;
Ἡ πιὸ κατάλληλη περίοδος γιὰ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα γιὰ τὴν ὑλοποίηση τοῦ ρήγματος καὶ τὴν «κατάληψη τῆς ἐξουσίας» στὴν Ἐκκλησία ὑπῆρχε αὐτὴ μεταξύ τοῦ 1944 καὶ τοῦ 1990, ὅταν οἱ ἡγεσίες ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν εἶχαν σκύψει τὴν κεφαλὴ σὲ κοσμικὰ ἀντιχριστιανικὰ καθεστῶτα. Ὅλες οἱ ἑλληνικὲς ἐκκλησίες τελοῦν ὑπὸ τὴν ἡγεμονία τοῦ Φαναρίου, τὸ ὁποῖο ἔχει καμφθεῖ ἀπὸ τὴν Τουρκία καὶ ἔχει προσφύγει – ὑποταχθεῖ στὸν κοσμικισμὸ τῆς Δύσης. Οἱ ἡγεσίες τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, καταπιεζόμενες ἀπὸ τὸν κομμουνισμό, ἔχουν σκύψει τὴν κεφαλὴ στὸ κοσμικὸ πνεῦμα. Ἔτσι, κατὰ τὸ διάστημα 1976-77 ὡριμάζουν οἱ συνθῆκες γιὰ διεξαγωγὴ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέσῳ τῆς ὁποίας τὸ κοσμικὸ πνεῦμα ἐλπίζει νά «ἐκπορθήσει» τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἰσχυρὴ προσευχὴ καὶ ἡ ἄξια ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ἀπὸ πλευρᾶς ἀλύγιστων πνευματικῶν πατέρων, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος (καὶ ἄλλοι), ἀπομακρύνει αὐτὸν τὸν κίνδυνο.
Ἡ μικροψυχία τῆς Ἐκκλησίας (ἡ «μελετιακή», ἡ «σεργιακή», τῆς καθημερινότητας, ἡ δική μας), ἀπὸ μόνη της δὲν εἶναι αἵρεση καὶ δὲν ἀποτελεῖ παραβίαση τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων. Ἀποτελεῖ πτώση τοῦ πνευματικοῦ ἀνοσοποιητικοῦ μας συστήματος. Ὁ κοσμικισμός, ἀπὸ μόνος του, δὲν ἀποτελεῖ παραβίαση τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων. Ἀποτελεῖ πτώση ἐντὸς τοῦ πνευματικοῦ ἀνοσοποιητικοῦ μας συστήματος, ψύξη τῆς πίστεως καὶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν εὐλογία. Ἡ μικροψυχία καὶ ὁ κόσμος ἔχουν διαφορετικὲς βαθμίδες ἐκδηλώσεως, καὶ ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς τὶς ἐμφανίζει σὲ κάποιον βαθμό. Τὸ εὐαγγελικὸ παράδειγμα παρουσιάζει τὴν ἐπιλογὴ αὐτὴ στὴν ὑπέρτατη ἐκδήλωσή της:
Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· (Ματθ. 4:8-10).
Ὅμως τὸ πονηρὸ πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς δελεάζει ὄχι μέ «ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου», ἀλλὰ μόνο μὲ μέρος τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ ὑπόκλιση μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι μέχρι τὸ ἔδαφος, ἀλλὰ μόνον ἕνα νεῦμα. Ὅμως, οἱ ἀδιάκοπες μικρό-υπαναχωρήσεις μας ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν εἶναι ἀκίνδυνες. Ὅπως καὶ τὰ οἰκολογικὰ μικροεγκλήματα, ἔτσι καὶ τοῦτες, μὲ τὴ συσσώρευσή τους μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ γενικὴ καταστροφή καί «εἰς ἀπώλειαν πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν». Γενικὴ καταστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ ἦταν ἡ Σύνοδος νὰ ἀκυρώσει ἕνα δόγμα ἢ ἕναν κανόνα. Διότι «ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. 2:10).
Τώρα ὅμως ποὺ ἡ Μεγάλη Κοσμικὴ Σύνοδος τῆς δικῆς μας μικροψυχίας, μετὰ ἀπὸ 93 χρόνια συγκρότησης, ἔχει ἐπιτέλους ἐπιτραπεῖ, ὁ ἰὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κοσμικισμοῦ ἔχει ἀποδυναμωθεῖ καὶ δύναται νὰ δημιουργήσει ἀντισώματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καταστεῖ ἐμβόλιο, τὸ ὁποῖο θὰ θεραπεύσει τὸ σῶμα της. Ἀντὶ νὰ δώσει ἐξουσία στὸν ἐκκλησιαστικὸ κοσμικισμό, ἡ Σύνοδος δύναται νὰ τὸν ἀπογυμνώσει. Ἀντὶ νὰ νικήσει τὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία νὰ νικήσει δι᾽ αὐτοῦ.
Ἡ φαινομενικότητα κατὰ τῆς ἀλήθειας
Προκειμένου νὰ συντηρεῖ τὴν οὐτοπία τοῦ Πανορθόδοξου ἡγέτη, τὸ Φανάρι ἀντικαθιστᾶ τὴν ἀλήθεια μὲ φαινομενικότητα. Ἀντὶ νὰ ἀποτελέσει ἐκδήλωση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Σύνοδος ἔχει σκηνοθετηθεῖ ὡς ἐκδήλωση ἀναληθείας, φαινομενικότητας, ἀντικατάστασης. Ἡ κάποτε πραγματικὴ συμμετοχὴ ὀρθοδόξων παπικῶν ἐκπροσώπων στὶς πραγματικὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τώρα ἀντικαθίσταται μὲ διακοσμητικὴ παρουσία μὴ ὀρθοδόξων παπικῶν ἐκπροσώπων. Ἡ κάποτε πραγματικὴ συμμετοχὴ τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορα στὶς πραγματικὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τώρα ἀντικαθίσταται μὲ διακοσμητικὴ παρουσία τοῦ πρώην βασιλέως-πολίτη τῆς Βουλγαρίας Συμεὼν Σὰξ Κόμπουργκ, ὅπως φημολογεῖται. Καὶ τὸ πλέον καταστροφικό: ἡ πραγματικὴ συμμετοχὴ τῶν ἐπισκόπων στὴ Σύνοδο ἀντικαθίσταται μὲ τὴ διακοσμητικὴ συμμετοχή τους, χωρὶς δικαίωμα λόγου! Ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος -μὲ γραφειοκρατικὲς μεθόδους κατεστημένου- ἀντικαθίσταται καὶ μετατρέπεται σὲ συνεδρίαση 14 προκαθημένων, στὸ φόντο θεαματικοῦ mimic ensemble πολυάριθμων ἐπισκόπων-κομπάρσων…Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μιὰ ἄνευ προηγουμένου, ἄνευ ἀρχῶν καινοτομία στὰ δύο χιλιάδες χρόνια τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος:
Ταπεινὰ διατυπώνω τὴ διαφωνία μου καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι καταργεῖται ἡ πρακτικὴ ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν, ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καὶ τὴ δική του ψῆφο καὶ οὐδέποτε αὐτὸ τὸ σχῆμα, μία Ἐκκλησία μία ψῆφος, ποὺ καθιστᾶ τὰ μέλη τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, πλὴν τῶν προκαθημένων, διακοσμητικὰ στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ᾽ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου.
Ἂν ὅμως ἐπιτραπεῖ στοὺς ἐπισκόπους νὰ μιλήσουν, θὰ μιλήσουν οἱ συνειδήσεις καὶ τότε ὁ κρυφὸς πραγματικὸς κινητήρας τῆς Συνόδου θὰ χάσει τὸν ἔλεγχο καὶ δὲν θὰ περάσουν οἱ προδιαγεγραμμένες «ἀποφάσεις» Καὶ τότε ἡ Σύνοδος δύναται νὰ γίνει πραγματικὴ καὶ νὰ ὁμιλήσει τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ὁ κινητήρας αὐτῆς τῆς Συνόδου, εἶναι θανάσιμος ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ τὴν μεταμορφώσει κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσή του.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ἀντὶ νὰ ὑποτάξει τὴν ἡγετική του θέση στὸ πανορθόδοξο ὄφελος, τὸ Φανάρι κάνει κατάχρησή της σὲ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας, χάριν τῶν αὐτοκτονικῶν του ἐξουσιαστικῶν οὐτοπιῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος περιγράφει σαφέστατα τὸ ὀλέθριον αὐτῆς τῆς πορείας:
Θὰ ἦταν παράβαση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν, ἐὰν ἐπιτραπεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, λόγω τῆς δύσκολης θέσεως στὴν ὁποία εὑρίσκεται αὐτὴ τὴν στιγμή, νὰ ὁδηγήσει ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ.
Ὁ μυλωνᾶς ἦταν προύχοντας στὸ χωριό. Νὰ ὅμως ποὺ ἦρθε ἡ πλημμύρα. Καὶ γιὰ νὰ διατηρήσει τὸ πρωτεῖο του, θέλει νὰ φορτώσει τὶς μυλόπετρές του στὴ δικιά μας σωσίβια λέμβο.
Καθοδηγούμενες ἀπὸ τὸ Φανάρι οἱ προσυνοδικὲς διασκέψεις τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν διαπράττουν ἀπαράδεκτα λάθη. Ὅπως λ.χ. μὲ τὴν ἀκόλουθη βαριά «μυλόπετρα»: τὴν ἀπόφασή τους γιὰ διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου στὸν πάλαι ποτὲ καθεδρικὸ ναὸ τῆς Βασιλεύουσας Πόλης (τώρα ὅμως μὴ καθεδρικό, μὴ ναό, μὴ βασιλεύουσας πόλης), τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης. Στὴν αὐταπατούμενη συνείδηση τοῦ Πατριαρχείου ἡ Ἁγία Εἰρήνη συμβολίζει τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βυζαντίου, δηλαδὴ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Πατριαρχείου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἡ χάλκινη ἡμισέληνος ἐπὶ τοῦ θόλου τῆς βεβηλωμένης ἐκκλησίας διακηρύττει τὴν ἧττα τοῦ Βυζαντίου καὶ τὴν νίκη τῆς Τουρκίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ἐπὶ σειρὰ αἰώνων τὸ κτίριο αὐτὸ ὑπῆρξε μουσεῖο τῶν τουρκικῶν στρατιωτικῶν τροπαίων, δηλαδὴ σύμβολο τῶν τουρκικῶν στρατιωτικῶν νικῶν ἐναντίον μας. Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἀποτελεῖ ἰδιοκτησία τοῦ τουρκικοῦ κράτους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ «πρόσκληση» τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ κτίριο τοῦτο θὰ μᾶς ἔθετε ὑπὸ συμβολικὴ ἐξάρτηση. Θὰ μετέτρεπε τὴν ἐγκλωβισθεῖσα στὴν συμβολικὴ παγίδα Σύνοδο σὲ ἀνεκτίμητο «λάφυρο πολέμου» τῶν Τούρκων. Τί θὰ μᾶς κόστιζε ἡ δωρεὰν ὑπόκλιση γιὰ νὰ λάβουμε τὴν Ἁγία Εἰρήνη; Γιὰ τὴ δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἆραγε, ὁ Ἐρντογὰν μᾶς προσέφερε αὐτὸ τό «δῶρον Δαναῶν»; Τὸ νεόκτιστο τζαμὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸ Ἄμστερνταμ φέρει τὸ ὄνομα «Ἁγία Σοφία» καὶ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ μορφὴ τοῦ μεγάλου καθεδρικοῦ ναοῦ. Ποιὸν καθιερώνει τὸ σύμβολο αὐτό – ἐμᾶς ἢ αὐτούς; Ἂν ὁ ὁδηγὸς εἶναι τυφλὸς γιὰ τὴν ἔνοια τῶν συμβόλων, τότε δὲν μᾶς ὁδηγεῖ ἀπευθείας στὸν λάκκο;
Ἡ διεξαγωγὴ τῆς Συνόδου σὲ ἀποϊεροποιημένο χῶρο ἀποϊεροποιεῖ τὴν ἴδια τὴ Σύνοδο. Δόξα τῷ Θεῷ αὐτὸ ἀπέτυχε! Ἀλλὰ παραμένει τὸ ἀλησμόνητο ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι ἡ Τουρκία (ὅπως τὸ 1872) ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι κατὰ μιὰ κλάση νοήσεως πάνω ἀπὸ τὸ Φανάρι καὶ τὸ δελεάζει-χειραγωγεῖ μέσῳ τῆς τυφλῆς φιλοδοξίας του γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν (ἀντιορθοδόξων) σκοπῶν του. Τουλάχιστον ἐδῶ καὶ ἐνάμιση αἰώνα τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (ὡσὰν νὰ μὴν τὸ βλέπει!) δὲν εἶναι αὐτοκέφαλο, ἀλλὰ ὑπακούει σὲ ξένη ἀρχὴ γιὰ μία σειρὰ βασικῶν θεμάτων-πρᾶγμα ὀλέθριο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία τὸ Πατριαρχεῖο θέλει νὰ καθοδηγεῖ. Ὁλέθριο καὶ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο. Γιὰ τέτοιες περιπτώσεις ἡ Γραφὴ προειδοποιεῖ:
Βάρος ὑπὲρ σὲ μὴ ἄρῃς, καὶ ἰσχυροτέρῳ σου καὶ πλουσιωτέρῳ μὴ κοινώνει. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα; Αὕτη προσκρούσει, καὶ αὕτη συντριβήσεται. (Σοφία Σειρὰχ 13:2)
Ἀλλὰ ἂν ἀποδεχθοῦμε, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσῳ τῆς ἰδικῆς του ἀλλαζονικῆς συμπεριφορᾶς, ἔχει πέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος, γιὰ ποιὸν λόγο καὶ οἱ ἡγεσίες τῶν ὑπολοίπων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν συμφωνοῦν μαζί του; Ἡ κλασσικὴ συνωμοτικὴ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή: οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ ἐξαγόρασαν ἔναντι ἑκατομμυρίων τοὺς ποιμενάρχες, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ἀνέξοδα τὰ ἑκατομμύρια ψυχές τοῦ ποιμνίου τους. Ὅμως πλέον πιθανὴ εἶναι ἡ ἐπίδραση ἄλλων παραγόντων.
Οἱ Ἑλληνικὲς ἐκκλησίες (Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Ἀθηνῶν, Κύπρου) ἐνστικτωδῶς ταυτίζονται μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσῳ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-κοσμικοῦ ἐθνικισμοῦ (ἑλληνο-φυλετισμοῦ). Τὸ Φανάρι ταυτίζει ἐπιδέξια τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς πλέον ἀκριβὲς γιὰ τὴν ἑλληνικὴ καρδιὰ μορφές: τὴν δόξα τοῦ Βυζαντίου καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν «Μεγάλη Ἰδέα», τὸν Ἑλληνισμό, τίς «προφητεῖες» γιὰ θριαμβευτικὴ ἐπιστροφὴ στὴν Πόλη… (Ἐλάχιστοι Ἕλληνες ἀντιλαμβάνονται, ὅτι ἀκριβῶς μέσῳ τῆς ἀλαζονικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τοῦ οὐτοπισμοῦ τοῦ Φαναρίου, ἡ ὀθωμανικὴ Τουρκία κατόρθωσε νὰ ξεγελάσει καὶ νὰ νικήσει τὸν Ἑλληνισμό, νὰ παραμείνει στὴν Εὐρώπη, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὰ στενὰ καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση νὰ ποδοπατήσει τὸ Φανάρι. Ἡ ἄκαρπη φιλοδοξία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ ἐξουσιάσει τὴν ἀναγεννώμενη Βουλγαρία, κατευθυνόμενη μὲ ἀμίμητη μαεστρία ἀπὸ τοὺς μεγάλους βεζύρηδες Ἀλὴ Πασᾶ καὶ Μιντχὰτ Πασᾶ, πυροδότησε γιὰ 100 χρόνια μπροστὰ τὴν ἑλληνοβουλγαρικὴ ἐκκλησιαστικὴ διαμάχη, εἰσήγαγε διχόνοια μεταξὺ τῶν δύο ἀδελφῶν ἐν Χριστῷ ὀρθοδόξων λαῶν. Τοῦτο ὁδήγησε σὲ ρήξη τῆς ὀρθόδοξης ἑνότητας ἐναντίον τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Βούλγαροι κατάπιαν τὸ ἀνθελληνικὸ δόλωμα, οἱ Ἕλληνες τὸ ἀντιβουλγαρικό. Ἔτσι, ἐντὸς τοῦ κλασσικοῦ προτύπου τοῦ «διαίρει καὶ βασίλευε» τὸ ἀντιτουρκικὸ ὀρθόδοξο μέτωπο διαλύθηκε, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο διεφάνη ὀλέθρια κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β´ Βαλκανικοῦ καὶ τοῦ Α´ Παγκοσμίου πολέμου. Ἀλλὰ γιὰ τὸν μὴ ἐμβαθύνοντα Ἕλληνα εἶναι προφανές: Τὸ Φανάρι εἶναι «οἱ δικοί μας». Καὶ ἂν οἱ τῆς σκεπτόμενης μειοψηφίας ποῦν τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀποτυχία τῶν «δικῶν μας», αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ προδότες γιὰ τὴν μὴ σκεπτόμενη πλευρά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ἐνστικτώδης μικροψυχία μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἀποσιωποῦμε τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ νὰ ὑποκλινόμαστε ἐνώπιον τοῦ ψεύδους.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης βρίσκονται ἀκόμα κάτω ἀπὸ τὴ βαριὰ κοσμικὴ σκιὰ τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ τῆς στενὰ συνδεδεμένης μὲ αὐτὸν βαριᾶς κοσμικῆς σκιᾶς τοῦ ἀντικομμουνισμοῦ. Οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς δὲν ἔχουν ἀπελευθερωθεῖ ἀκόμα ἀπὸ τοὺς συμβιβασμοὺς δεκαετιῶν μὲ τὶς ἀθεϊστικὲς ἀρχές, ἀπὸ τὶς ἐνοχοποιητικὲς προσωπικὲς βιογραφίες, ἀπὸ τὸ ἐπαρχιώτικο σύμπλεγμα κατωτερότητας πρὸς τόν «ἐλεύθερο κόσμο», τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε στοὺς καιροὺς τῆς κομμουνιστικῆς καταπίεσης. Ἀλλοίμονο! Γιὰ τὸν συμπλεγματικὸ μετακομμουνιστικὸ κληρικό, κάθε ἔνδειξη προσοχῆς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς κοσμικῆς Δύσης εἶναι τιμή, κῦρος, αὐτοεπιβεβαίωση. Οἱ παλαιὲς γενιὲς καὶ οἱ ἀντίστοιχοι τρόποι σκέψης δὲν ἔχουν ἀλλάξει ἀκόμη. Ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ-Σωτῆρος ἐξυψώθηκε, οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, θύματα τῶν μπολσεβίκων δοξάσθηκαν – καὶ δόξα τῷ Θεῷ! ᾽Αλλὰ ἐπὶ τῶν πύργων τοῦ Κρεμλίνου στέκονται ἀκόμα τὰ κόκκινα ἀστέρια καὶ ὁ ἡγέτης τῶν δολοφόνων κεῖται ἀκόμη στὸ μαυσωλεῖο του στὴν καρδιὰ τῆς Μόσχας. Οἱ περισσότερες ὀρθόδοξες χῶρες, ὅπως ἡ Ρουμανία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Σερβία, ἡ Γεωργία, τὸ Μαυροβούνιο, ἡ Οὐκρανία εἶναι πολιτικὰ ὑποτελεῖς τῶν ΗΠΑ καὶ οἰκονομικὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ἡ ὁποία εἶναι ἐπίσης πολιτικὰ ὑποτελὴς τῶν ΗΠΑ. Αὐτὴ ἡ ὑποτέλεια τῶν κρατικῶν ἀρχῶν διαποτίζει καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἀμέτρητες ἀνεπαίσθητες, ἀλλὰ καθημερινὲς ὑποκλίσεις στὸ κοσμικὸ πνεῦμα…
Ὁ σωβινισμός, ὁ κομμουνισμός, ἡ πολιτική, ἡ οἰκονομία -ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος- εἶναι ἄνομες γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ τὶς νομιμοποιήσει ὡς ἐκκλησιαστικές, τὸ κοσμικὸ πνεῦμα πρέπει νὰ τὶς εἰσαγάγει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τοῦτο προσπάθησε νὰ ἐπιτύχει μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ (δῆθεν γιὰ ὠφέλιμη «προσαρμογή» στὸν κόσμο, δῆθεν γιά «ὀρθόδοξη μαρτυρία» στὸν κόσμο, δῆθεν γιὰ τὴν «σωτηρία» τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ ὁ Κύριος γνωρίζει τὴν πονηρία μας καὶ διαμέσου τῆς Γραφῆς μᾶς σταματᾶ: «Μὴ εἴπῃς ὅτι διὰ Κύριον ἀπέστην· ἃ γὰρ ἐμίσησεν, οὐ ποιήσεις». (Σοφία Σειρὰχ 15:11).
Ἡ ψυχὴ βαθιὰ μέσα της δὲν ἀναζητεῖ τὴν ὑποδούλωση στὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τὴν ἐπώδυνη καὶ σωτήρια ἀλήθεια γιὰ τὴν ἴδια. Ἡ ψυχὴ δὲν θέλει ψευδο-Ἐκκλησία, ἡ ὁποία νὰ τῆς διδάξει πνευματικὴ εὐθανασία, ἀλλὰ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία νὰ σκοτώνει τὶς αὐταπάτες μας. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὅλα τὰ ἀληθινὰ πράγματα, δὲν ὑπόκειται σὲ ἐκσυγχρονισμό. Σὲ ἐκσυγχρονισμὸ ὑπόκεινται μόνο τὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα ἀλλὰ ὄχι τὰ Θεῖα, ἡ εὐσέβεια, ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ πίστη, ἡ Ἐκκλησία. «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». (Ἑβρ. 13.8). Στὴν πραγματικότητα ὁ ἐκσυγχρονισμὸς (ἡ ἐκκοσμίκευση) τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ συμβεῖ -πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπατηλὸ ἑλιγμὸ τοῦ κόσμου γιὰ νὰ ἐκκοσμικεύσει ἐμᾶς, τὰ ἐπὶ μέρους μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ὁ κόσμος ἐπιτύχει καὶ μᾶς κυριεύσει, ἐκπίπτουμε τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, ἂν τὸ ψέμα μᾶς κυριεύσει, ἐκπίπτουμε τῆς ἀληθείας.
Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ μολυσμένος ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, δὲν ἐγκρίνει στὴν οὐσία τὸ ἐγχείρημα τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας -τὸ ὁποῖο ἐγχείρημα ἔρχεται πάντα ὄχι μέσῳ τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ κλήρου. Οἱ διψῶντες γιὰ ἐξουσία κληρικοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι πιάνονται στὸ δόλωμα τοῦ κοσμικοῦ κράτους, διότι ἡ ἐξουσία τοῦ κόσμου εἶναι κοσμική.
Οἰκουμενισμός: τὸ κρυφὸ βασικὸ θέμα τῆς Συνόδου
᾽Αποροῦμε: γιατὶ ἡ μεγαλύτερη Πανορθόδοξη σύνοδος ἐδῶ καὶ δεκατρεῖς αἰῶνες δὲν ἔχει βασικὸ θέμα καὶ δὲν ἐπιλύει δογματικὸ ζήτημα; Στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ἔτσι. Τὸ κρυφὸ βασικὸ δογματικό (ἐκκλησιολογικό) θέμα τῆς Συνόδου εἶναι: ἡ νομιμοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν πραγματοποιεῖται ὄχι μέσῳ ἀντι-εκκλησιαστικότητας, ἀλλὰ μέσῳ ψευδο-εκκλησιαστικότητας. Ἡ ἀντι-εκκλησιαστικότητα τοῦ μπολσεβικισμοῦ ἀπέτυχε: μετὰ ἀπὸ 70 χρόνια ἐξουσίας ὁ μπολσεβικισμὸς κατέρρευσε, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἁγίων-μαρτύρων της. Ἡ ψευδο-εκκλησιαστικότητα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ὅμως, παραμένει ὡς τὸ κύριο μέσον γιὰ ὀρθόδοξη ἐκκοσμίκευση. Ἡ ἐπίδρασή του εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνη, γιατὶ εἶναι σχεδὸν ἀνεπαίσθητη. Εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς δώσει τὰ πάντα -μόνο ἔναντι μιᾶς εὐγενικῆς ὑπόκλισης-νεύματος. Εἶναι ἀνεκτικὸς σὲ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκτὸς ἀπὸ μία -τὴν ὀρθοδοξότητα. Ἐγκρίνει ὁ,τιδήποτε δικό μας (λειτουργία, εὐχαριστία, μυστήρια, εἰκόνες, ἁγίους, παράδοση), ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα – τὴν πίστη μας στὴ Μία (τὴν Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία.
Ἡ οἰκουμενιστική «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» φαντάζει ὡς ἰδανικὸ γιὰ τὸν ἐπιφανειακὸ παρατηρητή. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει βαθιὰ πιστὸς ἢ βαθιὰ σκεπτόμενος ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος νὰ ἀποδέχεται αὐτὴν τὴν πνευματική-νοητική (αὐτο)εξαπάτηση. Ὡς ἐκ τούτου, οἱ ὀρθόδοξοι ὑποστηρικτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤ «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι», ἤ ἐπιχειροῦν κάποια ἐξιδανικευμένη, ἐνώπιον τῶν συνειδήσεών τους, ἐκποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι κοσμικῶν ἀνταλλαγμάτων -ἐξουσίας, καριέρας, τίτλων, θέσεων, ἀμοιβῶν, «ἐπιτυχίας», «κύρους». Αὐτὴ ἡ αὐτοεκποίηση καθιστᾶ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸν Οἰκουμενισμὸ μορφὴ ἐκκοσμίκευσης.
Εἶναι πραγματικὸ θαῦμα, ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Γεωργίας (τὸ 1997) καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Βουλγαρίας (τὸ 1998) ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὸ ψευδεπίγραφο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ), τοῦ ὁποίου οἱ προτεσταντικές «ἐκκλησίες» συνεχίζουν νὰ ὑποβαθμίζονται ἐμπρὸς στὰ μάτια μας μέχρι «νομιμοποιήσεως» ἀνομιῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες «αἰσχρὸν ἐστι καὶ λέγει» (Ἐφε. 5:12). Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ ΠΣΕ εἶναι μαρτυρία ὅτι ἡ ὀρθοδοξία στὴν οὐσία δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ μόνο θεατρικά-τιτουλάρια, ὅτι μόνον «ὄνομα ἔχει», χωρὶς οὐσία (ὅπως «ὄνομα ἔχουν», χωρὶς οὐσία ἡ «Ἁγία Εἰρήνη», τό «Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο», οἱ «τιτουλάριοι μητροπολίτες» κ.ο.κ.) Ἔτσι, ἀντὶ νὰ μαρτυροῦμε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ὀρθοδοξία μαρτυροῦμε ἐνώπιον τοῦ κόσμου γιὰ τὴν μὴ ὀρθόδοξη Ὀρθοδοξία (τὴν σχετική, τὴν μὴ ὁλόκληρη, τὴν μὴ πλήρη, τὴν μὴ ἀληθῆ). Γινόμαστε συνεργοὶ στὴν ἀντικατάσταση ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐννοιῶν (Χριστιανισμός, Ἐκκλησία, ἀγάπη, ἀλήθεια, δόγμα, κανόνας, αἵρεση, μυστήριο, λειτουργία, ἱερωσύνη, ἐπισκοπεία κ.ο.κ) καὶ νομιμοποιοῦμε τήν «νέα ἐκκλησιαστικὴ ὁμαλότητα».
Γιὰ νὰ ξεγελοῦν καλύτερα τὸν ἑαυτό τους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ ψεύδη ὀνόμασαν ἑαυτούς «ἀλήθειες» καὶ ἑνώθηκαν σὲ ἕνα «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἀληθειῶν». Προσκάλεσαν δὲ εὐγενικὰ τὴν Ἀλήθεια νὰ γίνει «μία ἐξ αὐτῶν» στὸ ὄνομα «ἐκείνου, τὸ ὁποῖο τοὺς ἑνώνει». Ἀλλὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε: «ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἑνώνει ἐξαπατᾶ τοὺς ἐξαπατημένους, καὶ μόνον αὐτὸ τὸ ὁποῖο μᾶς κάνει διαφορετικούς, καθιστᾶ ἐσᾶς ψεύδη καὶ ἐμένα Ἀλήθεια. Ἂν ἑνωθῶ μαζί σας, θὰ εἶναι κακὸ καὶ γιὰ σᾶς καὶ γιὰ μένα. Ἐμένα πλέον δὲν θὰ μὲ πιστεύουν, ὅτι εἶμαι ἡ Ἀλήθεια, ἐνῶ ἐσεῖς θὰ (αὐτο)ψεύδεσθε καλύτερα ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἀλήθεια καὶ ὅτι ὅλοι εἴμεθα «ἕνα». Γιὰ σᾶς εἶναι καλύτερο μὲ μετανοήσετε, διότι, ὅταν τὸ ψεῦδος μετανοήσει, ἀπαρνεῖται ἑαυτὸν καὶ γίνεται ἕνα μὲ τὴν Ἀλήθεια».
Ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν οὐνιτισμὸ εἶναι ἔγκλημα κατὰ τῶν ἰδίων τῶν Προτεσταντῶν καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Κανεὶς δὲν σέβεται τοὺς προδότες καὶ ἡ προδοσία μας δυσφημεῖ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπιβεβαιώνουμε τὴν πλάνη, ὅτι ὑπάρχουν πολλές «ἐκκλησίες», ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ μόνο «ἀνατολική». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐξισωθεῖ μὲ αὐτὲς στὸν ὅρο «ἐκκλησίες», σημαίνει πὼς ἡ ἴδια ἀρνεῖται ὅτι εἶναι ἡ Μία, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν σωτηρία καὶ γιὰ τὴν Δύση. Ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἀτόμου εἶναι ὀρθόδοξη χριστιανική. Οἱ ψυχὲς ὅλων τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Προτεσταντῶν λαχταροῦν κρυφὰ γιὰ Ὀρθοδοξία. Καὶ μόνον ἐμεῖς, οἱ μή-ὀρθόδοξοι, μὲ τὴν οἰκουμενικὴ αὐτοπροδοσία μας, μποροῦμε νὰ διαψεύσουμε-σκοτώσουμε αὐτὴ τὴ λαχτάρα.
Ἡ Σύνοδος δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἀνακηρύξει ἀνοικτὰ τὸν οἰκουμενισμὸ ὡς ὀρθόδοξο. Ὅμως ἡ χρήση τῆς ἔννοιας «ἐκκλησίες» μὲ οἰκουμενικὸ νόημα θὰ ἦταν δογματικὴ ρωγμή-παραβίαση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ στὴν κριτική του στὰ προσυνοδικὰ ἔγγραφα ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος ἐρωτᾶ:
Πότε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καὶ πότε καὶ ποῦ στὰ κείμενα τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν ἢ Τοπικῶν Ἱερῶν Συνόδων ἀπεκλήθησαν οἱ αἱρετικὲς ἢ οἱ σχισματικὲς ὁμάδες ὡς ἐκκλησίες; Ἐὰν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;
Τὴν 21η Ἀπριλίου 2016 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Βουλγαρικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔλαβε ἀπόφαση κατὰ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἐσφαλμένης οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας, ὑποκρυπτόμενης στὰ προσυνοδικὰ σχέδια ἐγγράφων. Αὐτὴ ἡ γενναία ἀπόφαση ἀποτελεῖ πράξη ἀξιοπρεποῦς ὑπεράσπισης τῆς πίστεως καὶ δείχνει ὅτι τὸ πνευματικὸ ἀνοσοποιητικὸ σύστημα τῆς συνοδικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανὸ καὶ ὅτι γιὰ τὸ πλέον σημαντικό, γιὰ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, θέμα -τὸν οἰκουμενισμό- δὲν θὰ ἐπιτρέψει ἡ Σύνοδος νὰ λάβει «μὲ συναίνεση» δογματικὰ ἐσφαλμένες ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες νὰ στρεβλώσουν τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τῆς «ἐκκλησίας».
Ἡ μάχη γιὰ τὴν ἔννοια «ἐκκλησίες» καὶ γιὰ κάθε λέξη-ἀλήθεια θὰ διεξάγεται πρίν, κατὰ τὴ διάρκεια καὶ μετὰ τὴ Σύνοδο αὐτή. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει κίνδυνος ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐξαπατηθεῖ, νὰ παρασυρθεῖ, νὰ πέσει. Εἶναι ἀδύνατον ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν Πίστη καὶ τὴ Διδασκαλία, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινότητα τῶν μὴ ἀποστατησάντων. Ἀποστάτες γινόμαστε οἱ ξεχωριστοὶ ἄνθρωποι-λαϊκοί, κληρικοί, πατριάρχες, ὁλόκληρες σύνοδοι. Ὅμως, στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ ὅποιος ὀρθόδοξος καθίσταται ἀποστάτης, στὸν ἴδιο βαθμὸ ἐκπίπτει τῆς Ἐκκλησίας.
«Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β´ Κορ. 6: 14-15).
Ἡ Ἐκκλησία ἐκτείνεται μέχρις ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχουν μὴ ἀποστατήσαντες. Καὶ μὴ ἀποστατήσαντες θὰ ὑπάρχουν πάντα -ὅπως καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος προφήτης Ἠλίας παραπονείται στὸν Θεό:
Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην σου οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· καὶ τὰ θυσιαστήριά σου καθεῖλον καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν ἐν ῥομφαίᾳ, καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν. Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν: Καὶ καταλείψεις ἐν Ἰσραὴλ ἑπτὰ χιλιάδας ἀνδρῶν, πάντα γόνατα, ἃ οὐκ ὤκλασαν γόνυ τῷ Βάαλ, καὶ πᾶν στόμα, ὃ οὐ προσεκύνησεν αὐτῷ. (Γ´ Βασ. 19: 14, 18).
Ὅλες οἱ πραγματικὰ Ἅγιες καὶ Μεγάλες Σύνοδοι ὑπῆρξαν ἀσυμβίβαστες σὲ σχέση μὲ τὴν Πίστη καὶ τὴν Διδασκαλία. Ὅλες οἱ δῆθεν «ἅγιες καὶ μεγάλες» σύνοδοι τῶν συμβιβασμῶν μὲ τὴν Διδασκαλία (τῆς Λυὼν τὸ 1274, τῆς Φλωρεντίας τὸ 1439) ὑπῆρξαν ἀνέντιμες καὶ ἀπερρίφθησαν ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «οὐκ ὤκλασαν γόνυ τῷ Βάαλ».
Συνειδητοποιώντας τὸ παραπάτημά του, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως θὰ πρέπει μὲ εἰλικρίνεια, σοφία καὶ μεγαλοψυχία νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἀξιώσεις του γιὰ ἐξουσία καὶ ἡγεμονία στὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παρασύρει στὸ κοσμικὸ τέλμα. Πρέπει νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ ἀνεύρει δύναμη στὴν συνοδικὴ Ἐκκλησία (στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνοδικότητα) κατὰ τοῦ κόσμου καὶ ὄχι σὲ κοσμικὲς ἀντιεκκλησιαστικὲς δυνάμεις, μέσῳ τῶν ὁποίων νὰ διατηρεῖ «πρωτεῖο» στὴν Ὀρθοδοξία. Τοῦτο ἀκριβῶς ἔχει ὑπόψιν του ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὅταν ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, δηλώνει: «Θὰ ἦταν παράβαση τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν, ἐὰν ἐπιτραπεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, λόγῳ τῆς δύσκολης θέσεως στὴν ὁποία εὑρίσκεται αὐτὴ τὴν στιγμή, νὰ ὁδηγήσει ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ».
Ὁ οὐτοπικὸς τίτλος «Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης» εἶναι ὀλέθριος πειρασμὸς γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐὰν προσπαθήσει νὰ τὸν καταστήσει «πλήρη περιεχομένου». Αὐτὸς ὁ τίτλος ἔχει ἀπορριφθεῖ ὡς ἐκδήλωση μὴ χριστιανικῆς ματαιοδοξίας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Μέγα (Διάλογο) στὸ τέλος τοῦ ΣΤ´ αἰώνα καὶ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε θεολογικὰ τεκμηριωμένος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸς ὁ τίτλος ἦταν ἔμμεσα κολακευτικός-ἐξυμνητικὸς πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέσω ὑπέρ-τιτλοδοσίας τοῦ δικοῦ του πατριάρχη τῆς αὐτοκρατορικῆς πρωτεύουσας. Μετὰ τὴν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας (τὸ 1453), ὁ τίτλος αὐτὸς παραμένει μόνο ὡς τελετουργικὸς (ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ τίτλος «Οἰκουμενικὸς Δικαστής» τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας).
Ὁ Πατριάρχης θέλει οἰκουμενικὴ ἡγεσία (ὄχι μόνο «κατὰ τιμήν», ἀλλὰ καὶ μὲ ἐξουσία), ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποτελὴς μιᾶς σειρᾶς πιὸ ἰσχυρῶν ἀπὸ αὐτὸν ἀντι-ορθοδόξων δυνάμεων (Τουρκία, ΗΠΑ, ΕΕ, παπισμὸς κ.λπ.). Μόνο στὸ πεδίο τῶν ὀνείρων εἶναι πιὸ πολυμήχανος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς χρησιμοποιεῖ ἐπιτήδεια στό «δικό του» παιχνίδι. Στὴν πραγματικότητα τὸ παιχνίδι εἶναι δικό τους καὶ ὁ χρησιμοποιούμενος εἶναι ὁ ἴδιος. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἡγέτες τοῦ «ἡγέτη» τῆς ᾽Ορθοδοξίας – ἐνῶ ὁ ἀόρατος «πρῶτος ἄνευ ἴσων» σὲ αὐτὸ τὸ παιχνίδι εἶναι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν δύσκολη θέση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλες καταδεικνύει ὁ Ἀββᾶς Ἰουστῖνος, ὅταν προειδοποιεῖ πὼς δύναται -τρομακτικὸ νὰ εἰπωθεῖ- νά «ὁδηγήσει ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ».
Καὶ ὅταν μὲ τὸν χρόνο οἱ στυλοβάτες τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας-ἕνας καταρρέουν καὶ ἡ θέση του στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δημιουργεῖ νέα διδασκαλία δι᾽ ἑαυτόν: ὅτι εἶναι «πρῶτος ἄνευ ἴσων». Ἡ διδασκαλία αὐτὴ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν εὐαγγελική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς συνοδικότητας, τῆς λογικῆς καὶ τῆς πραγματικότητας.
Ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν καὶ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, τὸ ἱστορικὸ πολυάξιο Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκτελεῖ σειρὰ ἐνεργειῶν οἱ ὁποῖες δυσφημοῦν καὶ τὸ ἴδιο καὶ τὴν Ὀρθοδοξία (ἡ διδασκαλία «πρῶτος ἄνευ ἴσων», ἡ χάλκινη προτομή-μνημεῖο τοῦ ἑαυτοῦ του, τὴν ὁποία ἀνήγειρε ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὸ νησὶ Χάλκη, ἡ πρόταση γιὰ διεξαγωγὴ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου στήν «Ἁγία Εἰρήνη», ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πατριάρχη στὴ Βουλγαρία τὸν Νοέμβριο τοῦ 2015 ὅταν, λόγω τῆς συμπεριφορᾶς του, ὁ Πρωθυπουργὸς τῆς Βουλγαρίας ἀρνήθηκε νὰ συναντηθεῖ μαζί του, ὁ δὲ Πατριάρχης, ἄνευ προηγουμένου, ἔφυγε ἀποδοκιμαζόμενος μὲ τὸ ἐπιφώνυμα «ἀνάξιος», καὶ πολλὰ ἄλλα). Τὸ Φανάρι ὄχι μόνο δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ καταστεῖ πραγματικός (ὀρθόδοξος) ἡγέτης τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἐδῶ καὶ ἀρκετὲς δεκαετίες εἶναι ὀλέθριος ἡγέτης καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ Σύνοδος καὶ ἡ Συνοδικότητα:
Ἡ ἀενάως συνεδριάζουσα Σύνοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων
Θαῦμα! -προτοῦ ἀκόμη συνεδριάσει ἡ Σύνοδος, ἡ Συνοδικότητα ἤδη λειτουργεῖ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς ἡ προετοιμασία τῆς Συνόδου κατέδειξε παραστατικὰ τὸ ναδίρ, στὸ ὁποῖο ἔχουμε φθάσει, ἀκολουθώντας τυφλὰ τό «πρωτεῖο» τοῦ Φαναρίου. Ἀπεκαλύφθη ἡ ἀνικανότητα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ εἶναι ἡγεμόνας ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει νὰ μετατρέπει τὶς πτώσεις μας σὲ νίκες πάνω στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας.
Ἐμεῖς, τὰ ταπεινὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δὲν πρέπει νὰ ἐπηρεαζόμαστε ἀπὸ τὰ προσωπικὰ λάθη τῶν κανονικῶν μας ἀρχιερέων, ἀλλὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε σὲ ὅλα καὶ κυρίως ἀρνούμενοι τὴν ἀπὸ μικροψυχία ἀποσιώπηση τῆς ἀληθείας (μεταμφιεσμένης ὡς «ὑπακοή») καὶ ὑπερασπιζόμενοι μὲ σθένος τὴν Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνουμε οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο ὄν, ἀλλὰ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἐκτελοῦμε τὴν ἐντολή «καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε» (Ἐφ. 5:11), δηλαδὴ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ξεσκεπάζουμε τὶς ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ ἀντικανονικὲς πράξεις καὶ διδασκαλίες.
Τὸ πλέον ἀπαράδεκτο εἶναι νὰ κρίνουμε τὴν σωτήρια γιὰ μᾶς Ἐκκλησία μας -ἀστιγμάτιστη, ἀλάθητη, ἀνίκητη. Θὰ ἦταν ἀσυγχώρητο λάθος, ἁμαρτία, νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν «στιγματισμένη» Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τήν «ἀλήθεια» ἐκτὸς Αὐτῆς. Τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ τὴν παγίδα γιὰ τοὺς ὑπερζηλωτές: ἀπὸ τὸ φόβο τῆς πτώσεως στὸν ἀριστερὸ γκρεμό, πέφτεις στὸν δεξιὸ γκρεμό. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τῆς ὑπερηφάνειας-παραφροσύνης, ὅτι ἐσὺ εἶσαι καλύτερος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι αὐτὴ δὲν εἶναι ἄξια γιὰ σένα. Τοῦτο εἶναι τὸ πλέον καταστροφικὸ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ὑπερζηλωτές- καταδικασμένους νὰ συρρέουν σὲ ὅλο πιὸ ἀληθινὲς καὶ στὶς πλέον ἀληθινές, ὅλο πιὸ ἀσυμβίβαστες καὶ ἀλάθητες, ὅλο πιὸ πολυάριθμες καὶ πιὸ ἀσήμαντες αἱρέσεις. Ὅμως ἡ ἀποχώρηση τῶν ὑπερζηλωτῶν (ἡ ὁποία εἶναι ἐπίσης «ἀπώλεια πολλῶν, δυσαρίθμητων ψυχῶν») ἀπαξιώνει καὶ ἀποδυναμώνει τὴν πραγματικὴ ζηλωτεία.
Οἱ ὑπερζηλωτὲς κραυγάζουν διαρκῶς «Λύκος! Λύκος!» (καὶ ὅταν ὁ λύκος ἔλθει ὄντως, ποιὸς θὰ τοὺς πιστέψει;). Ὅμως τώρα ὁ θανάσιμος κίνδυνος γιὰ τὸ ποίμνιο δὲν εἶναι ὁ λύκος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθει στὸ μέλλον, ἀλλὰ ὁ ἰός-δολοφόνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἤδη ἐδῶ. ῾Ο κίνδυνος τώρα δὲν προέρχεται ἀπὸ κεραύνια («πυρηνική») πνευματικὴ καταστροφή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνεπαίσθητη («οἰκολογική») πνευματικὴ καταστροφὴ ἀπὸ τὴν συνεχῆ, καθημερινὴ ρύπανση τῶν ἀποστασιῶν ἀπὸ τὸν Θεό: θερμοψυχρότητα, μικροψυχία, ἐκκοσμίκευση.
Ἡ προγραμματισθεῖσα Σύνοδος δὲν εἶναι ἡ «Ὀγδόη». Ἡ σωτηρία δὲν βρίσκεται στὴ φυγή, στὴν οὐτοπία τῶν κατακομβῶν, ἀλλὰ στὸ ἀκλόνητο τῆς στάσεως μας. Ἐμεῖς εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀκριβῶς ἐμεῖς, ἡ συνοδικὴ Ἐκκλησία, καθορίζουμε συνοδικὰ τὴν ἀξιοσύνη τῆς κάθε Συνόδου, ἀφοῦ διεξαχθεῖ. Δὲν ὑπάρχει κίνδυνος κάποια παραβατικὴ Σύνοδος νὰ ἐπιβάλει στὴν Ἐκκλησία παραβατικὲς ἀποφάσεις. Διότι, ὅπως λέει ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος:
Ἡ ἄποψη ὅτι, ἡ διατήρηση τῆς γνήσιας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ὡς τοῦ μόνου «ἁρμοδίου καὶ ἔσχατου κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως» ἔχει δόση ὑπερβολῆς καὶ ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας, καθότι στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πολλὲς σύνοδοι ἐδίδαξαν καὶ ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καὶ αἱρετικὰ δόγματα καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τὶς ἀπέρριψε καὶ διεφύλαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐθριάμβευσε τὴν ᾽Ορθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαὸς ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νὰ θεωρήσουν ἑαυτοὺς σῶμα Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησία Χριστοῦ καὶ νὰ ἐκφράσουν σωστὰ τὸ βίωμα καὶ τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν πραγματικότητα ἡ θαυματουργὴ ἰδιότητα τῆς ἐκκλησίας νὰ ἐξάγει ὅ,τι καλύτερο ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς ἀνάξιους, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νὰ ἐπενεργεῖ. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἤλπιζε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ 93 ἔτη τῆς ὕπνωσής μας καὶ συνοδικὰ νὰ νομιμοποιήσει τὰ δικαιώματά του ἐπάνω μας. Νὰ ὅμως ποὺ ἡ Σύνοδος του ἤδη ἀφυπνίζει τὸν πιστὸ λαὸ καὶ πλέον δὲν εἶναι δική του. Ἔχει γραφεῖ:
«Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσιν τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν» (Ρωμ. 8:28).
Ἡ κοσμική-οἰκουμενιστικὴ ἀπόκλιση ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας προετοιμάζει τὴ Σύνοδό της ἀπὸ τὸ 1923, ἀλλὰ τώρα (κατὰ Θεία Πρόνοια!), ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἐνεργοποίησε τὴν ἐπικείμενη ἧττα της. Σχεδιασμένη γιὰ τὴν ἑδραίωση του κοσμικισμοῦ στὴν Ἐκκλησία, αὐτὴ ἡ ἴδια θὰ ἀποτρέψει τὴν ἐκκοσμίκευση. Σχεδιασμένη γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, αὐτὴ ἡ ἴδια θὰ ἀπομυθοποιήσει τὸν οἰκουμενισμό. Σχεδιασμένη γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ Φαναρίου, αὐτὴ ἡ ἴδια τὸ ἀποκάλυψε ὡς τόν «ἀσθενῆ» τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ κοσμικὸ πνεῦμα θὰ χάσει αὐτὴ τὴ μάχη, διότι βιάστηκε κατὰ μερικὲς δεκαετίες καὶ ἄργησε κατὰ μερικὲς δεκαετίες. Ἀπὸ τὴ μία πλευρά, ἀθόρυβα καὶ ἀνεπαίσθητα μᾶς σπέρνει σὰν σιτάρι, καὶ ἂν περίμενε ἀκόμη μερικὲς μικρόψυχες-ἐξαγορεσμένες δεκαετίες ἀπὸ σήμερα θὰ μᾶς θέριζε ἀπρόσκοπτα. Βιάστηκε ὅμως. Ἐπιχείρησε λαίμαργα νὰ ἁρπάξει τὸν θρίαμβο. Καὶ τώρα ἐμεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζουμε τὸν ἐχθρὸ ποὺ ἔχει στήσει καρτέρι και ἀφυπνιζόμαστε-ἀνορθωνόμαστε ἐναντίον του.
Ἀπὸ τὴν ἀλλη πλευρά, οἱ τέκτονες τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος καθυστέρησαν κατὰ μερικὲς δεκεατίες. Τοὺς καιροὺς τῶν πατριαρχῶν Ἀθηναγόρα καὶ Δημητρίου, οἱ ἴδιοι ὀνειρεύονταν μέσῳ τῆς δικῆς τους Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ἀνομία πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. (Τότε ὁ Θεὸς μέσω τῶν ἁγίων δὲν ἐπέτρεψε τὴν Σύνοδο). Τώρα ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴ Σύνοδο. Ἰδοὺ ὅμως! Ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦσαν νὰ μὴ μᾶς δώσουν χρόνο γιὰ σκέψη καὶ δράση, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἤδη σκέπτεται, προσεύχεται, ἐνεργεῖ, συνδιασκέπτεται. Ἡ Σύνοδος ἔχει ἤδη ἀρχίσει στὴν παγκόσμια ἐνορία -δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμενικὴ ἐκκλησία: Σὲ Ἑλλάδα καὶ Ρωσία, σὲ ΗΠΑ καὶ Γεωργία, σὲ Βουλγαρία καὶ Καναδᾶ. Καὶ παντοῦ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ (λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ ἐπίσκοποι) ζητᾶ ἕνα καὶ τὸ αὐτό: Ὀρθοδοξία.
Στὸ παρελθὸν πέρναγαν χρόνια μετὰ τὶς μὴ ὀρθόδοξες συνόδους, μέχρις ὅτου ὁ πιστὸς λαός, ὁδηγούμενος ἀπὸ τοὺς ἀσυμβίβαστους ἐπισκόπους, ἀπορρίψει τὶς ἀποφάσεις τους. Τώρα, ἡ ἀπόρριψη τῶν μὴ ὀρθοδόξων ἀποφάσεων συντελεῖται ἤδη μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἐκ προοιμίου. Ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος ἤδη δὲν δύναται νὰ λάβει μὲ συναίνεση οὔτε μία μὴ ὀρθόδοξη ἀπόφαση. Στὴν ἴδια τὴ Σύνοδο οἱ διάδοχοι τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Τσέλιε καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων θὰ εἰποῦν (ἤδη λένε) τὸ δικό τους non possumus:
«Εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ κρίνατε, οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν» (Πράξεις 4: 19-20)
Οἱ ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ συνεδριάζουν στὴν Σύνοδο, ἔχουν τὴν δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξὺ δύο δρόμων: ἢ τῆς ἀξιοπρεποῦς ὑπεράσπισης τῆς πίστεως ἢ τοῦ μικρόψυχου γονατίσματος ἐνώπιον τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Ἡ ἐπιλογὴ δὲν εἶναι προκαθορισμένη, καὶ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ καταλογίζουμε ἐκ προϊμίου οὔτε μικροψυχία οὔτε «ἀποστασία» σὲ ὁποιονδήποτε. Τὴν στιγμὴ τῆς ἀλήθειας ὁ καθένας θὰ δείξει ποιὸς εἶναι. Ἡ ἴδια ἐπιλογὴ μεταξὺ δύο δρόμων στέκεται καὶ ἐνώπιον τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς, λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ ἰδιότητα, ἡ συνοδικότητα (σομπόρνοστ), σημαίνει, ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, τὰ μέλη τοῦ Σώματος, εἴμεθα ὑπεύθυνοι συμμέτοχοι στὴν Σύνοδο αὐτή. Καὶ ὅταν ἡ Σύνοδος λήξει, ὅλοι ἐμεῖς, ἡ Ἐκκλησία, θὰ ἀποφανθοῦμε γι᾽ αὐτὴν μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ ἱστορικὴ λέξη: «ἄξια» ἤ «ἀνάξια». Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἠ ἀενάως συνεδριάζουσα μαζί μας ἀληθῶς Μεγάλη καὶ ἀληθῶς Ἁγία Σύνοδος τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Οἱ παροῦσες σκέψεις δὲν ὑπεισέρχονται στὴν κριτικὴ τῶν προσυνοδικῶν ἐγγράφων – κριτική, ἡ ὁποία ἤδη καλοπροαίρετα καὶ τεκμηριωμένα γίνεται ἀπὸ ἀξιοσέβαστα καὶ μὲ κῦρος πρόσωπα ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, λαϊκούς, κληρικούς, ἐπισκόπους, συνδιασκέψεις. Καὶ ἡ ὁποία κριτικὴ θὰ πρέπει νὰ ἀναπτυχθεῖ περαιτέρω -μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καὶ στὴν ἴδια τὴ Σύνοδο, καὶ κατόπιν αὐτῆς.
Καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ ὁλοκληρώσω μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, κάτω ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ ὑπέγραφε ὁ κάθε Ὀρθόδοξος.
«Δὲν θὰ ἤθελα νὰ πικράνω κανέναν μὲ τὰ ὅσα γράφω, καὶ δὲν θὰ ἤθελα νὰ φανεῖ, ὅτι καταδικάζω καὶ νουθετῶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ πατέρες μου. Νιώθω ὅμως ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἡ συνείδησή μου».
Πηγή: Θεοδρομία ΙΗ´1-2, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016, σσ. 312-336.