Γράφει η Θεοδώρα Αναγνωστοπούλου*
Ο δάσκαλος εύλογα μπορεί να χαρακτηριστεί ηθοποιός, καθώς έχει έναν λειτουργικό ρόλο, «ποιεί ήθος». Χάριν την ιδιότητάς του αυτής έχει μια μεταστατική ιδιότητα, πρέπει δηλαδή να μεθίσταται από αυτό που είναι σε αυτό που απαιτεί ο ρόλος του, ώστε να είναι η συνάντηση δημιουργική. Επιπλέον, κρίνεται αναγκαίο να υποδύεται την πραγματικότητα αλλά να έχει και τη δυνατότητα της ανταπόκρισης. Δεδομένου, λοιπόν, ότι διαπλάθει ανθρώπινους χαρακτήρες και διαμορφώνει ήθος πρέπει να διαπνέεται από κάποιες αρετές, οι οποίες μετατρέπουν σε ζωντανή υπόθεση τη συνάντηση με τους μαθητές.
Πρώτα απ’ όλα, ο δάσκαλος πρέπει να είναι αυθεντικός. Με τον όρο αυτό δεν εννοείται βέβαια ότι ο δάσκαλος πρέπει να είναι «αφέντης» και παντογνώστης, που επιβάλλει την πειθαρχία και απορρίπτει την κριτική και την αμφισβήτηση, αλλά αντιθέτως, να βλέπει τη σχέση του με το μαθητή ως μια σχέση συγκοινωνούντων δοχείων και να είναι δηλαδή γνήσιος. Κρίνεται αναγκαίο, λοιπόν, να αναγνωρίζει το σφάλμα του και να παραδέχεται τις ελλείψεις του. Με τη στάση του αυτή αναγνωρίζει πως ως άνθρωπος και αυτός μπορεί να μην ξέρει κάποια πράγματα της ειδίκευσης του, γίνεται αληθινός και πιο προσιτός στους μαθητές. Επομένως, ενθαρρύνει όλους τους μαθητές να μη νιώθουν μειονεκτικά αν τυχόν διαπράξουν κάποιο σφάλμα ή αγνοούν οτιδήποτε. Αντίθετα, τους παροτρύνει να μη διστάζουν να «σηκώνουν το χέρι τους» για να ζητήσουν το λόγο, επειδή φοβούνται ότι θα δώσουν μια λανθασμένη απάντηση κι έτσι θα δεχτούν το χλευασμό των συμμαθητών τους και του δασκάλου. Αναδεικνύεται, λοιπόν, το πρόσωπο των μαθητών και εκδιπλώνονται οι δυνατότητές τους.
Παράλληλα, κρίνεται αναγκαίο να διαπνέεται από παιδαγωγικό τακτ. Με τη έννοια αυτή υπονοείται η ευγένεια του ήθους και η διακριτικότητα που παραπέμπει σε μια ισόρροπη αντίδραση απέναντι στις ευαισθησίες των μαθητών. Προσδιορίζει την προθετικότητα του δασκάλου και τη θετική του στάση απέναντι στο μαθητή και προσφέρει τη δυνατότητα για άνοιγμα και εκμυστήρευση. Με τη στάση αυτή παροτρύνει τον εξαρτημένο μαθητή να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και προσφέρει στον αδιάφορο μαθητή ένα δημοκρατικό και ενθαρρυντικό περιβάλλον. Η αρετή αυτή κάνει το δάσκαλο και το μαθητή να συνυπάρχουν μέσα από μια πορεία συνεργασίας και αγάπης.
Επιπρόσθετα, στο σύνδρομο των παιδαγωγικών αρετών συμπεριλαμβάνεται και το παιδαγωγικό χιούμορ, το οποίο παραπέμπει στη λεπτότητα και στην ευρηματικότητα του δασκάλου. Συγκεκριμένα, ο δάσκαλος κάνει διαλείμματα για να φαιδρύνει η ατμόσφαιρα, συνδέει το φαιδρό με το ωφέλιμο και δίνει μια ψυχαγωγική πλευρά στα πράγματα, με την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που δεν προκαλεί, δε στρέφεται ποτέ με το χιούμορ εναντίον κάποιου μαθητή. Με τη στάση του αυτή αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση καθώς υποδεικνύει στους μαθητές ότι δεν πρέπει να χλευάζουν τους άλλους, φαινόμενο αρκετά έντονο εντός και εκτός σχολικής τάξης. Όχι μόνο αυτό αλλά ο δάσκαλος δε διστάζει και να αυτοσαρκαστεί, παροτρύνοντας τους μαθητές που γίνονται αντικείμενο σαρκασμού να μη νιώθουν μειονεκτικά.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το διδασκαλικό πρότυπο, ο δάσκαλος χρειάζεται να είναι “ειρω-νικός“. Δηλαδή, να προσποιείται την άγνοια, ώστε να παρακολουθεί μαζί με τους μαθητές τη σκέψη πάνω στα πράγματα. Ως αποτέλεσμα, φέρνει τον εαυτό του στην ίδια μοίρα με τους μαθητές και τους μεταλαμπαδεύει την έννοια της ισότητας, την αμοιβαιότητα και τη συνεργασία, αναγνωρίζει την ευρηματικότητα του μαθητή και γονιμοποιεί την κριτική του σκέψη.
Βιβλιογραφική Πηγή: Δανασσής – Αφεντάκης Α. (1992).Θεματικής της Παιδαγωγικής Επιστήμης. Τόμος Α’. Αθήνα: αυτοέκδοση
* Η κ. Θεοδώρα Αναγνωστοπούλου είναι Eκπαιδευτικός – Συγγραφέας – Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού (MSc) και αρθρογραφεί στο: theodoranagnostopoulou.blogspot.gr