του Νίκου Τσούλια
Υπάρχουν αρκετά αφετηριακά σημεία που προσφέρονται για μια εκτεταμένη αναφορά στο βιβλίο (διακοπές καλοκαιριού, γιορτές, εκθέσεις βιβλίων κτλ.), αλλά αυτοί οι περιοδικοί προσδιορισμοί δε δημιουργούν κάποια δυναμική στα ρεύματα της φιλαναγνωσίας. Γιατί, δυστυχώς, δεν έχουμε κατανοήσει ακόμα πως η σχέση μας με το βιβλίο δεν μπορεί παρά να είναι πηγαία έκφρασης μιας διαφωτιστικής κουλτούρας, ένα διαρκές ταξίδι προς το αξιερώτητο, μια σχέση ζωής. Ωστόσο, όσοι έχουν πάθος με το διάβασμα και έχουν ιχνηλατήσει ένα νόημα αυτογνωσίας μέσα από την αέναη πνευματική αναζήτηση γνωρίζουν ότι ο έρωτας με το βιβλίο είναι μια υπόθεση γοητευτικής νοσταλγίας.
Νοσταλγούν το διάβασμα, γιατί βρίσκουν πάντοτε καινούριους δρόμους ταξιδιού σε τόπους μακρινούς ή κοντινούς, σε καιρούς που συντρίβουν το διάβα και τον όλεθρο του χρόνου και κάνουν παρελθόν παρόν και μέλλον μια μικρή αιωνιότητα˙ γιατί βιώνουν απανωτές εκρήξεις της δημιουργικότητας και περιπλανώνται στους ασύνορους χώρους της φαντασίας, θραύοντας την καθημερινότητα που κατατρώει το «είναι» μας στη δίνη των τυπικών λειτουργιών και των συμβατικών υποχρεώσεων˙ γιατί γνωρίζουν πως μέσα από το βιβλίο στρέφουν τα μάτια της ψυχής σε νέους, πρωτόγνωρους κόσμους, όπου η μαρτυρία και η μνήμη αποχρωματίζουν την ασημαντότητά μας, βάζοντας και τη δική μας παρουσία στο ξετύλιγμα της συλλογικής αφήγησης του ανθρώπου. Διαβάζοντας Όμηρο, Αριστοτέλη, Σαίξπηρ, Καρτέσιο, Τολοστόι, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντη ψηλαφείς τα ίδια σημεία που άγγιξαν και θα αγγίξουν παντοτινά οι άνθρωποι. Αλλά αυτή δεν είναι η βαθύτερη ουσία της νοσταλγίας, η διαρκής παλιννόστηση προς τις πηγές της ανθρώπινης περιπέτειας, το ξεφύλλισμα των άπειρων πτυχών του εαυτού μας, όπου τα πνευματικά μας ριζώματα τα ζωγραφίζουμε εμείς στο δικό μας πορτρέτο του κόσμου;
Και είναι το διάβασμα ένα γλυκό άλγος, ένα ξεχωριστό μεθύσι νόστου, γιατί ωθεί διαρκώς τα όρια της συνείδησής μας σε ανεξερεύνητες περιοχές. Ένας ανταριασμένος απέραντος ωκεανός εννοιών και ιδεών αναταράσσει τα στερεότυπά μας και τις αξίες μας. Στην ανάγνωση δεν είναι μόνο η ιστορία των λέξεων που μας οδηγεί στα μονοπάτια της μάθησης. Ακόμα και η ενδιάμεση σιωπή φτιάχνει μορφές προσώπων, σκηνοθετεί παραστάσεις, ρίχνει σπόρους στο όμορφο ταξίδι των ονείρων. Πόσες και πόσες συμφύσεις στις σκέψεις των ηρώων ενός λογοτεχνικού έργου και στις σκέψεις του αναγνώστη δεν αναδύονται σε ένα παράξενο κουβεντολόι. Άλλωστε, κάθε ανάγνωση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Και εδώ διαδραματίζεται ένα μέρος του παιχνιδιού της ταύτισής μας με τον κόσμο, γιατί «η διδαχή μεταρυσμοί τον άνθρωπο, μεταρυσμούσα δε φυσιοποιεί» (Δημόκριτος).
Ένας λαός που δεν έχει ανησυχίες πνευματικές είναι λαός που βρίσκεται σε παρακμή. Γιατί δεν μπορεί να περιδιαβαίνει κάποιος την Πελοπόννησο ή τη θεσσαλική γη, για παράδειγμα, γνωρίζοντας κάθε στέκι τσικνίσματος και ταβέρνας και να μην ψηλαφεί, για λίγο έστω, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας ή της Αγίας Λαύρας ή της Ζαγοράς. Γιατί, πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς βιβλία και πώς θέλουμε να γευόμαστε έναν τέτοιο λειψό κόσμο; Γιατί το να είσαι βιβλιοφάγος σημαίνει ότι έχεις άποψη για τη ζωή, ότι έχεις πάθος για τα βιώματά σου. Ένα κλασικό βιβλίο αποτελεί, ούτως ή άλλως, ιστορικό γεγονός για την ανθρωπότητα. Μπορεί να περνάει απαρατήρητο και αδιάβαστο;
Δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει άνθρωπος που δεν νοσταλγεί˙ που δεν νοσταλγεί ένα δέντρο (την ελιά του Οδυσσέα…), ένα παλιό χαμόσπιτο, μια παιδική του φαντασίωση, μια σκέψη του που την κουβαλάει άφθαρτη στο πέρασμα του χρόνου. Όταν είσαι σκυμμένος πάνω σε βιβλία, νοσταλγείς ακόμα περισσότερο. Και είναι αυτή η νοσταλγία του άγνωστου το κερδισμένο κομμάτι της ζωής. Ίσως είχε δίκιο ο Τερζάκης που έλεγε: «Και πάντα, πάντα νοσταλγώ εκείνους τους τόπους που δεν είδα ποτέ».