Του Νίκου Τσούλια
Αναρωτιέμαι. Είναι κάποιος / κάποια που δεν τον επισκέφθηκε; Είναι κάποιος / κάποια που δεν ένιωσε ένα περίεργο και απροσδιόριστο σφίξιμο στο κάλεσμα «για σήκω στον πίνακα»; Αλλά τα ερωτήματα είναι ποικίλα, παιδαγωγικά ακόμα και θεσμικά, και όχι μόνο προσωπικού χαρακτήρα.
Μπορούμε να φανταστούμε τη σχολική αίθουσα χωρίς τον πίνακα ή μήπως είναι σαν να προσπαθούμε να φανταστούμε εκκλησία χωρίς εικόνες; Υπάρχει άλλη εναλλακτική πρόταση για να αμβλύνεται με παιδαγωγικό τρόπο η ψυχολογική πίεση που νιώθουν δεκάδες χιλιάδες παιδιά και νέοι / νέες σ’ όλο τον κόσμο από το βάρος της επίσκεψης στον πάλαι ποτέ «μαυροπίνακα»; Μπορούμε να κάνουμε μάθημα χωρίς αυτόν; Ακόμα και στα εργαστήρια κάνει αισθητή την παρουσία του, έστω κι αν αμβλύνεται η εξεταστοκεντρική πρακτική.
Η απόσταση του πίνακα από τα θρανία είναι πολύ μικρή. Όταν χρειαζόταν παλιότερα να τη διανύσεις στο κάλεσμα του δάσκαλου ή του καθηγητή, φαινόταν πολύ μεγάλη. Και αν ήμασταν αδιάβαστοι, φαινόταν σαν «ανέβασμα στο Γολγοθά». Εδώ μπροστά από τον πίνακα παιζόταν σχεδόν όλη η υπόθεση της βαθμολογίας, ήταν ο απόλυτος κριτής της όλης εικόνας μας ως μαθητών. Αλλά στα διαλείμματα η όψη του άλλαζε. Μάς μάζευε για να χαζέψουμε με τα παιχνίδια της κιμωλίας, να ζωγραφίσουμε ό,τι προλάβουμε, αλλά αυτό που κατά βάθος μάς μάγευε ήταν η κρυφή αίσθηση μήπως του «πάρουμε τον αέρα» και δεν είναι τόσο «μαύρα» τα πράγματα όπως εμφανίζονται όταν εξεταζόμαστε. Όταν όμως αντικρίζαμε τις χοντρές βέργες που …λαγοκοιμόντουσαν ξαπλωτές σ’ όλο το μήκος στη βάση του πίνακα, μαζευόμαστε άρον – άρον στο καβούκι του διάχυτου φόβου μας.
Ήταν μαύρος κατάμαυρος τα παλιότερα χρόνια. Αργότερα όταν εμφανίστηκε το πράσινο χρώμα, έκανε αίσθηση – δημιουργήθηκε μια νότα χαλαρότητας. Να ήταν η εποχή που κατέπιπταν τα σύμβολα της αυταρχικής (αντι)παιδαγωγικής: η σχολική ποδιά, ο επιθεωρητισμός και η σωματική τιμωρία; Δεν θυμάμαι. Ήταν μαύρος – κατάμαυρος, για να φαίνεται καλά η άσπρη κιμωλία ή το μαύρο συμβόλιζε την άγνοια που το λευκό όργωμα της κιμωλίας φωτίζοντας το σκοτάδι θα μάς οδηγήσει στη γνώση; Οι πιο παλιοί ακόμα πίνακες είχαν χαράδρες, μεγάλες χαρακιές – των σανίδων το κακό σμίξιμο – και «όταν η κιμωλία έφτανε εκεί, νιώθαμε μια μικρή ανακούφιση, γιατί θα βρίσκαμε χρόνο κάτι να σκεφτούμε από του πίνακα την αταξία ή από του δάσκαλου την αθώα (περίεργο για τότε) παρατήρηση και θα έσπαζε η βαριά σιωπή», μού έλεγαν οι παλιότεροι όταν αναφέρονταν στα βάσανα του σχολείου.
Θυμήθηκα αυτή την τόσο εξωπραγματική εξιστόρηση των παππούδων στο καφενείο στο χωριού μου. Αλλά με αφορμή τη σημερινή εικόνα σε μακρινή χώρα. Όταν βρέθηκα σε “Παγκόσμιο Εκπαιδευτικό Συνέδριο” στο Νέο Δελχί και επισκέφτηκα σχολεία της υπαίθρου, συνάντησα όχι μόνο την έννοια της φτώχειας και της απόγνωσης αλλά και πίνακες κακότεχνους και σχολικές τάξεις έξω σε αυλές χωρίς καμιά στέγη και τα παιδιά κάθονταν στρωματσάδα. Άραγε πόσα και πόσα πράγματα δεν έχουν να αφηγηθούν οι πίνακες σε κάθε γωνιά της Γης…
Ο πίνακας έχει κατηγορηθεί ως το κύριο σύμβολο της μετωπικής διδασκαλίας, ως ο βασικός εκφραστής της δασκαλο-κεντρικής παιδαγωγικής αντίληψης. Θεωρείται το πιο χαρακτηριστικό σημείο της συντηρητικής διδασκαλίας, της διδασκαλίας της «ιεράς εξέτασης» και του μονόλογου των εκπαιδευτικών. Έχει κατηγορηθεί ότι διεγείρει και πολλαπλασιάζει τους φόβους και της αναστολές στον κατ’ εξοχήν απελευθερωτικό χώρο της μάθησης και της γνώσης εκατομμυρίων παιδιών και νέων, γενιών και γενιών. Μπορεί να μην ευθύνεται ο πίνακας γι’ όλα αυτά, αλλά όταν γίνεται άθελά του σύμβολο του αυταρχικού σχολείου, δύσκολα μπορείς να τον αποενοχοποιήσεις. Όμως και οι σύγχρονες τεχνολογίες πάλι πίνακες – τους διαδραστικούς – προτείνουν…
Αλλά ας αναλογιστούμε κάτι πολύ απλό. Θα μπορούσε να γίνει μάθημα χωρίς τη χρήση του πίνακα; Θα μπορούσε να διδαχθούν τα μαθήματα χωρίς τη δική του συμβολή; Ο πίνακας δεν είναι ο πρώτος δημόσιος χώρος όπου το παιδί ασκείται στην παραγωγή λόγου και μάθησης, έστω κι αν βρεθεί σε κοινή θέα και νιώσει τα εστιασμένα βλέμματα των άλλων, του εκπαιδευτικού και των συμμαθητών του, να πέφτουν επάνω του με προσμονή;
Από εδώ δεν θα πάρει το παιδί τη δύναμη – όταν σιγά – σιγά θα τα καταφέρει – για να νιώσει αυτοπεποίθηση, για να φτιάξει τα δικά του πραγματικά «σημεία» στον απέραντο κόσμο των φαντασιώσεών του, τα σημεία που θα τον ενθαρρύνουν για να τονώσει το φρόνημά του και να γεφυρώσει τον κόσμο των ονείρων του με τον κόσμο των φιλοδοξιών του και των σχεδίων του; Η «άσκηση» που προσφέρει ο πίνακας δεν είναι μια ιδιότυπη μορφή κοινωνικοποίησης και ψυχοσυναισθηματικής ωρίμανσης, όπου το παιδί κατακτά τη δυνατότητα να απευθύνεται σ’ ένα ακροατήριο και να νιώθει ότι είναι ένας εν δυνάμει αγορεύων και έτσι να ανοίγει παράθυρα στην κοινωνική και στην επαγγελματική εξέλιξη της ζωής του;