(Η ομιλία του Ελισαίου Βαγενά, διδάκτορα Παιδαγωγικής και Εξελικτικής Ψυχολογίας και μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ημερίδα του ΚΣ της ΚΝΕ για το σχολικό εκφοβισμό, που έγινε στις 27/3, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Ενα πλήθος δημοσιευμάτων προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να μας πείσει πως έχουμε μπροστά μας ένα μεγάλο ζήτημα στο οποίο δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη η κοινωνία.
Αυτό της «ενδοσχολικής βίας» ή του «σχολικού εκφοβισμού». Εδώ συχνά «παντρεύονται» οι πιο διαφορετικές εκδηλώσεις της συμπεριφοράς, από τη λεκτική επίθεση έως αποκρουστικές εγκληματικές ενέργειες, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που αναρωτιέσαι μέχρι πού φτάνει η πραγματικότητα και πού ξεκινά ο μύθος γύρω από αυτό το ζήτημα;
Καταρχήν, εφόσον μιλάμε για ένα ζήτημα που εκδηλώνεται μέσα στο σχολείο, μέσα δηλαδή σε ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, μπορούμε εξαρχής να θεωρήσουμε πως πρόκειται για ένα κοινωνικό ζήτημα. Επιπλέον, θα ήταν από μέρους μας λαθεμένο να ισχυριστούμε πως ο λεγόμενος σχολικός εκφοβισμός ή ενδοσχολική βία έχουν τείχη. Οτι δηλαδή ξεκινούν και σταματούν μόλις το παιδί, ο νέος περάσει στο προαύλιο του σχολείου, του εκπαιδευτικού του ιδρύματος και σταματά μόλις αυτός βγει απ’ αυτό. Είναι προφανές πως αυτό το σύνθετο και πρώτα απ’ όλα κοινωνικό ζήτημα έχει σαφή σχέση με τη συνολική διαδικασία διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, του εφήβου, του νέου. Υπάρχουν, βέβαια, όπως είπαμε, διάφοροι ορισμοί του φαινομένου που εξετάζουμε σήμερα. Αν πάρουμε ως βάση τον ορισμό που θεωρεί πως έχουμε να κάνουμε με τη συχνή, συστηματική άσκηση βίας σε βάρος συνομηλίκων, τότε σαφώς το ζήτημα έχει σχέση με αυτό της παιδικής επιθετικότητας. Με την έννοια «επιθετικότητα» εννοούμε την ατομική ή συλλογική συμπεριφορά, πράξη που στοχεύει να προκαλέσει τη φυσική ή ψυχική βλάβη κάποιου ανθρώπου ή και ομάδας ανθρώπων.
Ορισμένες απαραίτητες επισημάνσεις
Εχει σημασία εδώ εξαρχής να διευκρινίσουμε ορισμένα πράγματα:
Πρώτον, θα έχετε παρατηρήσει πως στις μέρες μας επανέρχονται απόψεις που προσδιορίζουν τις αιτίες της κάθε είδους επιθετικότητας, από το σχολικό εκφοβισμό έως τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στα ζωώδη ένστικτα της βίας και στα γονίδια.
Σαφώς και δεν ευσταθούν τέτοιες απόψεις, που επιδιώκουν να μας πείσουν πως η επιθετική συμπεριφορά οφείλεται στο υπόβαθρο των ενστίκτων, στα γονίδια ή ότι είναι ένα φυσικό επακόλουθο της εκδήλωσης της ζωώδους φύσης του ανθρώπου. Από την εποχή τους ακόμα, οι Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς ασκούσαν σκληρή κριτική στις διάφορες ιδεαλιστικές, εξωπραγματικές αντιλήψεις περί «ανθρώπινης φύσης», που διαχωρίζονται από το κοινωνικό σύστημα, από την Ιστορία, από την ανθρώπινη δραστηριότητα, χαρακτηρίζοντας τέτοιες απόψεις ως «ομιχλώδη ουρανό της φιλοσοφικής φαντασίας»1. Οπως, μεταξύ άλλων, σημείωνε ο μεγάλος Σοβιετικός ψυχολόγος Λέεβ Βιγκότσκι: «Το μπέρδεμα και η μη διάκριση του φυσικού από το πολιτιστικό, του φυσικού από το ιστορικό, του βιολογικού από το κοινωνικό στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού οδηγεί αναπόφευκτα στη θεμελιακά λαθεμένη κατανόηση και ερμηνεία των δεδομένων»2.
Ενα δεύτερο που απαιτείται να ξεκαθαρίσουμε είναι πως η επιθετική συμπεριφορά έχει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο ιστορικό, κοινωνικό χαρακτήρα. Σε κάθε ιστορική εποχή, σε κάθε κοινωνία, διαφορετικά μπορεί να ορίζεται αυτή. Ετσι, μια συμπεριφορά που σήμερα θεωρείται επιθετική, σε άλλες εποχές και κοινωνίες να θεωρούνταν κάτι το φυσιολογικό, ακόμη και επιβεβλημένο.
Επίσης, ένα τρίτο ζήτημα που πρέπει εξαρχής να διευκρινίσουμε είναι ότι το κοινωνικό περιβάλλον δεν αποτελεί κάποιον παράγοντα ο οποίος καθορίζει τη συμπεριφορά της προσωπικότητας, αλλά αποτελεί τις ίδιες τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η δραστηριότητα του ανθρώπου και συμπερασματικά είναι η πηγή ανάπτυξης της προσωπικότητας.
Ο καπιταλισμός, που λειτουργεί στη βάση της εξασφάλισης κέρδους για τον καπιταλιστή, όχι μόνο δεν μπορεί να επιλύσει τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες αλλά αποτελεί τη «μήτρα» της εμφάνισης μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Ας αναλογιστούμε, π.χ., πώς ζει και μεγαλώνει, ποιες οι οικογενειακές συνθήκες ενός παιδιού που οι γονείς του βιώνουν την ανεργία, την εξαθλίωση, τη φτώχεια, που έχουν βυθιστεί στην απόγνωση από τα οικονομικά αδιέξοδα μέσα στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης;
Επιπλέον, να πάρουμε υπόψη μας πως στην κοινωνία μας έχει διαμορφωθεί, σε μεγάλη έκταση και βάθος, όλη εκείνη η κοινωνική βάση διαμόρφωσης τέτοιων «κοσμοθεωρητικών προτύπων», όπως αυτών του ατομισμού και του ανταγωνισμού, που με ακραίο τρόπο και μορφή μπορούν να οδηγήσουν στην επιθετική συμπεριφορά.
Η διαμόρφωση της προσωπικότητας είναι μια σύνθετη διαδικασία
Βεβαίως, αν και στις μέρες μας η κοινωνική βάση τέτοιων φαινομένων βρίσκεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι όλοι στον καπιταλισμό θα γίνουν εγκληματίες ή όλοι θα οδηγηθούν σε «αντικοινωνικές» επιθετικές συμπεριφορές. Και αυτό γιατί η διαμόρφωση της προσωπικότητας αποτελεί μια σύνθετη, πολύπλοκη και αντιφατική διαδικασία. Η κοινωνία πράγματι διαμορφώνει την προσωπικότητα αλλά η εξελικτική αυτή διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη, σ’ αυτήν εμπλέκονται εσωτερικοί, ψυχικοί καθορισμοί, από τη δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος, εξαιτίας της παραγωγικής εργασίας του, που άλλωστε τον διαχωρίζει από τα ζώα, μεταδίδει ό,τι καινούργιο κατακτά η μια γενιά στην άλλη μέσω των υλικών και πνευματικών αντικειμένων που δημιουργεί, όπως είναι για παράδειγμα η γλώσσα, ο πολιτισμός, τα διάφορα επιτεύγματα, η τεχνολογία κλπ. Στη συνέχεια, χάρη βέβαια στη διαδικασία της μάθησης, έχουμε την κατάκτησή τους από το παιδί. Πρόκειται για μια διαδικασία έμμεσης αφομοίωσης από το άτομο των αξιών του πολιτισμού. Μιας αφομοίωσης, εσωτερίκευσης καλύτερα, που γίνεται μέσω της επικοινωνίας, των κοινωνικών επαφών του παιδιού με τους ενήλικες και στη συνέχεια «αφομοιώνονται» στη συνείδησή του χάρη στις ατομικές ηθικές ανάγκες, συμφέροντα, ιδανικά, πεποιθήσεις, μοτίβα που διαμορφώνει κάθε προσωπικότητα.
Οταν, λοιπόν, όλο το κοινωνικό – οικονομικό υπόβαθρο της κοινωνίας μας, της καπιταλιστικής κοινωνίας, στηρίζεται πάνω στο κυνηγητό του κέρδους, στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι λογικό να αναπτύσσονται και τα ανάλογα κοινωνικά ιδανικά, πρότυπα και πεποιθήσεις, που μπορούν να συμβάλουν στην επιθετικότητα ή στην έλλειψη και στρεβλή διαμόρφωση άλλων, όπως η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να μπορείς να μπεις στη θέση του άλλου.
Αυτό είναι «ένα το κρατούμενο», αλλά δε σημαίνει ότι μια προσωπικότητα θα «ρουφά» αδιακρίτως όλα τα «πρότυπα» που κυριαρχούν στο περιβάλλον της. Ούτε αυτομάτως η φτώχεια, η εξαθλίωση, η ανεργία οδηγούν στην επιθετική συμπεριφορά, στην εγκληματικότητα ή στη μαχητική αγωνιστική στάση ζωής.
Ο Λεβ Βιγκότσκι έγραφε σχετικά: «Οπως με τον αλκοολισμό του παππού συχνά με ευθύ τρόπο ερμηνεύουν τη συμπεριφορά του εγγονού, έτσι και εκείνα ή τα άλλα οικογενειακά σημεία διαβίωσης (στενότητα χώρου, κακές σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, ύπαρξη κακών παραδειγμάτων κλπ.) τα συνδέουν σε άμεση εξάρτηση με την συμπεριφορά του παιδιού…». Ομως, αυτή η σχέση δεν είναι τόσο ευθεία, υπογράμμιζε ο Βιγκότσκι, καλώντας να μεταφερθεί η προσοχή μας, το κέντρο των ερευνών μας, προς την πλευρά της μελέτης της ίδιας της δραστηριότητας, της ενεργητικότητας του παιδιού, των βιωμάτων του που συνδέονται με την αλλαγή του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Και προσθέτει: «Η επιστημονική προσέγγιση διαφέρει από την εμπειρική στο ότι προϋποθέτει την αποκάλυψη των βαθύτερων εσωτερικών εξαρτήσεων και μηχανισμών εμφάνισης της μιας ή της άλλης επίδρασης του περιβάλλοντος»3.
Εχει, λοιπόν, σημασία να δει κάποιος πώς μέσα από την «εσωτερίκευση» από το παιδί εκείνων ή των άλλων προτύπων, κοινωνικών αξιών, μέσα από την κυρίαρχη δραστηριότητα και την «κοινωνική κατάσταση ανάπτυξης», το παιδί μπορεί να οδηγηθεί στην επιθετικότητα.
Για την ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς
Σε κάθε ηλικιακό στάδιο ανάπτυξης του ανθρώπου είναι διαφορετική η κυρίαρχη δραστηριότητά του, αυτή δηλαδή η δραστηριότητα που στο συγκεκριμένο στάδιο έχει μεγάλη σημασία για την παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητας. Να γιατί βλέπουμε πως οι σοβαρές δυσκολίες, που μπορεί να αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος στην κυρίαρχη δραστηριότητά του (π.χ., το παιδί της προσχολικής ηλικίας στο παιχνίδι, ο μαθητής στα μαθήματά του, ο εργαζόμενος στην εργασία του), μπορεί μεταξύ των άλλων να τον οδηγήσουν και σε επιθετική συμπεριφορά.
Βεβαίως, η επιθετική συμπεριφορά δεν έχει πάντα την ίδια σημασία, το ίδιο «προσωπικό νόημα» για εκείνον που την εκδηλώνει. Εχει ιδιαίτερη σημασία η «θέση» που καταλαμβάνει η επιθετική συμπεριφορά στη δομή της δραστηριότητας. Πρόκειται για μια υπερβολική αμυντική αντίδραση; Για το αποτέλεσμα μιας έντονης συναισθηματικής φόρτισης; ‘Η μήπως αποτελεί έναν αυτοτελή σκοπό και αποκτά ένα αυτοτελές νόημα για την προσωπικότητα; Πρέπει να θέτουμε την παραπάνω ερώτηση, γιατί είναι σημαντικό κάθε φορά να διαχωρίζουμε με τι είδους επιθετική συμπεριφορά έχουμε να κάνουμε.
Και εδώ είναι φανερό πως στην περίπτωση του σχολικού εκφοβισμού δεν έχουμε να κάνουμε με μια εκδήλωση πρόσκαιρης συναισθηματικής φόρτισης αλλά με μια επιθετική συμπεριφορά με πιο βαθύ και μόνιμο χαρακτήρα. Και εδώ, όμως και πάλι, μπορεί να έχει αυτή η συμπεριφορά διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και αιτίες από περίπτωση σε περίπτωση.
Βλέπουμε, δηλαδή, πως μέσα στη διαδικασία ανάπτυξης της προσωπικότητας, μέσω της δραστηριότητας και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, διαμορφώνονται τόσο οι ανάγκες όσο και τα κίνητρα, οι στόχοι της προσωπικότητας που κινητοποιούν τον άνθρωπο προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση και δημιουργούν τον «προσανατολισμό της προσωπικότητας».
Αν η όλη «σφαίρα των κινήτρων της προσωπικότητας» διαμορφώνεται με τέτοιον τρόπο που αποκτά έναν καθαρά εγωιστικό προσανατολισμό, τότε είναι πολύ πιθανή η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς με στόχο την ικανοποίηση των «αναγκών» εκείνου που επιτίθεται, όπως, βέβαια, αυτός τις συνειδητοποιεί. Π.χ., της ανάγκης του για κυριαρχία μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων, σε μια ομάδα ανθρώπων ή της ανάγκης του για αναγνώριση από το κοινωνικό σύνολο ή αρχικά της αναγνώρισης από ένα σύνολο ανθρώπων.
Ο Σοβιετικός ψυχολόγος Βιγκότσκι έγραφε: «Η λογική της ανάπτυξης του χαρακτήρα είναι η ίδια, όπως και η λογική οποιασδήποτε ανάπτυξης. Ο,τι αναπτύσσεται, αναπτύσσεται από αναγκαιότητα… Σε ποια όμως αναγκαιότητα είναι τοποθετημένες οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης του χαρακτήρα; Σε αυτήν την ερώτηση, μπορεί να υπάρξει μόνο μια απάντηση: Σ’ εκείνη που είναι βασική και καθοριστική αναγκαιότητα για όλη την ανθρώπινη ζωή, στην αναγκαιότητα να ζει στο ιστορικό, κοινωνικό περιβάλλον και να αναπροσαρμόζει όλες τις οργανικές λειτουργίες με βάση τις απαιτήσεις που του αξιώνει αυτό το περιβάλλον»4.
Γνωρίζουμε πως βασική ανάγκη του παιδιού και γενικότερα του ανθρώπου είναι αυτή της αναγνώρισης. Μια σειρά μελετών έδειξαν πως η αποστέρηση της ανάγκης των παιδιών για αναγνώριση συνδέεται με την ανάπτυξη της επιθετικής συμπεριφοράς. Η αδυναμία υλοποίησης αυτής της ανάγκης οδηγεί τα παιδιά και στην επιθετικότητα. Το ίδιο κι η ματαίωση της ανάγκης για επικοινωνία με τους ενήλικες μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση της επιθετικότητας.
Εκτιμάται, επίσης, ότι η επιθετική συμπεριφορά του παιδιού μπορεί να σχετίζεται με την απομόνωση του παιδιού από τους συνομήλικούς του. Μια αρνητική αντιμετώπιση του παιδιού από τον εκπαιδευτικό δημιουργεί και επιτείνει την απομόνωση του παιδιού από τους συνομήλικούς του.
Μελέτη της επιθετικότητας μέσα από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει το παιδί
Ο μεγάλος παιδαγωγός Αντόν Μακαρένκο είχε διατυπώσει τη θέση ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται στην κολεκτίβα και μέσω της κολεκτίβας. Σε αυτή την κατεύθυνση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν έρευνες που καταλήγουν στο συμπέρασμα πως αιτία διάφορων «δυσκολιών» στη συμπεριφορά του παιδιού (και της επιθετικής συμπεριφοράς) μπορεί να βρίσκεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού (μεταξύ των άλλων, στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στη δυσφορία του για τη χαμηλή θέση στο σύστημα σχέσεων της ομάδας) ή στο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των δεξιοτήτων του, μεταξύ αυτών και των ικανοτήτων του στο παιχνίδι. Ενα τέτοιο χαμηλό επίπεδο δε δίνει σε αυτά τα παιδιά τη δυνατότητα δημιουργίας ικανοποιητικών σχέσεων με τους συνομήλικούς τους.
Αν θεωρήσουμε πως η δραστηριότητα διαχωρίζεται στην «επιχειρησιακή» πλευρά της (δηλαδή στα μέσα και στους τρόπους υλοποίησής της) και στην «αιτιολογική» πλευρά της (δηλαδή στους λόγους, στα κίνητρα που καθοδηγούν το παιδί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα), τότε θα δούμε πως η σύγκρουση με τους συνομηλίκους και η εκδήλωση της επιθετικότητας μπορεί να σχετίζεται και με τις δύο πλευρές της δραστηριότητας.
Οπως φαίνεται από τα παραπάνω, θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής μας η μελέτη του φαινομένου της επιθετικότητας μέσα από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει το παιδί. Μέσα από το πλέγμα της επικοινωνίας του παιδιού, τόσο με τους ενήλικες όσο και με τους συνομήλικούς του. Αυτό οπωσδήποτε ισχύει για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, δηλαδή και για την περίοδο της εφηβείας και της νεότητας, με τις οποίες ταυτίζεται η έννοια της «νεολαίας» που χρησιμοποιούμε.
Καταρχήν, είναι φανερό πως όταν ένα παιδί έχει μάθει ν’ αντιδρά από πολύ μικρή ηλικία επιθετικά, π.χ., για να επιτύχει κάποιο στόχο, είτε γιατί αυτή η επιθετική συμπεριφορά έχει γίνει αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, έχει δηλαδή πάρει «αυτοτελές νόημα», τότε αυτό δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί να αλλάξει στην εφηβική περίοδο ή στην ηλικία της νεότητας.
Ωστόσο, στην εφηβική ηλικία υπάρχουν σοβαρές διαφορές με την παιδική. Αλλωστε, η εφηβική και νεανική περίοδος της ζωής χαρακτηρίζονται από δραστηριότητες που σε μεγάλο βαθμό «διαχώρισαν» αυτή την περίοδο από την παιδική και ενήλικη περίοδο, στη φάση της επικράτησης του καπιταλισμού. Τέτοιες δραστηριότητες είναι η διεύρυνση της γενικής μόρφωσης και η ανάγκη απόκτησης επαγγελματικής ειδίκευσης αλλά και η προετοιμασία δημιουργίας οικογένειας. Ταυτόχρονα, σε αυτή την περίοδο έχουμε τη βιολογική ωριμότητα και τη διαμόρφωση των βασικών κοσμοθεωρητικών θέσεων, στις οποίες θα στηριχτεί στη συνέχεια η ζωή της κάθε προσωπικότητας.
Παρά τους διαφορετικούς τρόπους που γίνεται η ενηλικίωση, γνωρίζουμε πως εδώ έχει μεγάλη σημασία η συναναστροφή με τους συνομηλίκους, ιδιαίτερα με τους φίλους, όπως και η αυτοαξιολόγηση, τα κριτήρια της αυτοεκτίμησης που κυριαρχούν στον περίγυρο, που οδηγούν στην αυτογνωσία του νέου ανθρώπου.
Τα κριτήρια αυτά της αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης μπορεί να ποικίλλουν από τον ένα νέο άνθρωπο σε έναν άλλο. Π.χ., ένας φανατικός οπαδός μιας ποδοσφαιρικής ομάδας μπορεί να αυτοαξιολογεί τον εαυτό του στη βάση του μεγέθους των γνώσεών του για την αγαπημένη του ομάδα ή ακόμη και στη βάση της ενεργής συμμετοχής του σε συμπλοκές με νέους αντίπαλης ομάδας.
Να γιατί η επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά σχετίζεται με τα κριτήρια που κυριαρχούν στον περίγυρο και στην κοινωνία.
Η σημασία της οργανωμένης ζωής και πάλης
Επιπλέον, η επιθετική συμπεριφορά μπορεί να εκδηλωθεί και ως απόρροια των δυσκολιών που μπορεί να υπάρχουν στο επίπεδο της συναναστροφής του νέου με τους συνομηλίκους και τους ενήλικες. Σήμερα που τα αδιέξοδα που προβάλλουν μπροστά στη νεολαία των λαϊκών στρωμάτων αυξάνονται εξαιτίας της όξυνσης των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης, της εμπορευματοποίησης της Παιδείας και της αύξησης των ταξικών φραγμών, σήμερα που η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων «σαρώνει» ιδιαίτερα τις νέες ηλικίες, είναι φανερό πως η νεολαία βρίσκεται σε πιο δυσχερή θέση από το παρελθόν. Και, αναπόφευκτα, τμήματά της μπορεί να οδηγηθούν σε επιθετική συμπεριφορά. Σε ποια «κανάλια» αυτή θα οδηγηθεί;
Βεβαίως, τα αστικά ΜΜΕ συχνά επιδιώκουν να τσουβαλιάσουν κάθε είδους βίαιης δράσης, καταδικάζοντας γενικά τη βία. Ομως, η ζωή κι η Ιστορία διδάσκουν πως κάτω από ορισμένες συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης θα μπορούσε να εκδηλωθεί από την προσωπικότητα μια έντονη διαμαρτυρία, π.χ., η αντίδραση στην κοινωνική αδικία, που μπορεί να πάρει και βίαιη, επιθετική μορφή. Κάτι τέτοιο, όταν δεν αντιστρατεύεται αλλά συνδυάζεται και εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της δράσης των λαϊκών μαζών για την ανατροπή του συστήματος της κοινωνικής αδικίας, όχι μόνο δεν είναι κάτι το προβληματικό αλλά αποβαίνει σωτήριο και δημιουργικό, τόσο για τη μεμονωμένη προσωπικότητα όσο και για την κοινωνία.
Και εδώ είναι αναντικατάστατος ο ρόλος του ΚΚΕ και της ΚΝΕ για να συνειδητοποιήσουν διευρυμένα τμήματα της νεολαίας, που προέρχεται από τα εργατικά – λαϊκά στρώματα, τα αυξανόμενα αδιέξοδα του καπιταλισμού, καθώς και την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, για ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και ένα μέλος μιας πολιτικοποιημένης ομάδας, π.χ., ένα μέλος της ΚΝΕ, που μαθαίνει να ζει μια οργανωμένη ζωή, που βάζει συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους, γνωρίζει πώς να αξιολογεί διαφορετικά τον εαυτό του από έναν οργανωμένο φίλαθλο. Μαθαίνει μέσα από την οργανωμένη πάλη και τους σκοπούς της, τη συντροφικότητα και την ταξική αλληλεγγύη.
Ο Λένιν περιγράφει κάπου με μεγάλη ευστοχία το πώς μέσα στις ίδιες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να διαφέρει η προσωπική στάση. Φέρνει το παράδειγμα της σκλαβιάς και λέει συγκεκριμένα: «Ο σκλάβος, ο οποίος συνειδητοποιεί τη σκλαβιά του και σιωπηλά μαραζώνει, είναι απλώς σκλάβος. Ο σκλάβος που εθελούσια περιγράφει τις ομορφιές της σκλαβιάς και είναι ενθουσιασμένος από τον καλό κύριό του είναι ραγιάς. Αντίθετα ο σκλάβος, που συνειδητοποιεί τη θέση της σκλαβιάς του και αγωνίζεται ενάντιά της είναι επαναστάτης»5.
Τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί ο καπιταλισμός εξαλείφονται στη σοσιαλιστική κοινωνία
Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της παρέμβασης, πρέπει να τονίσω πως είναι ανάγκη να μείνει μακριά από κάθε σκεπτόμενο νέο, από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο η λογική του «τσουβαλιάσματος», της ισοπέδωσης στην αξιολόγηση, στην ερμηνεία των κοινωνικών προβλημάτων. Εδώ η όποια «δημιουργική ασάφεια» έχει ένα και μόνο σκοπό: Να συσκοτίσει τις αιτίες των κοινωνικών φαινομένων και, από την άλλη, να αξιοποιήσει τέτοια φαινόμενα για τη θωράκιση του συστήματος.
Το σύστημα, που δημιουργεί αυτά τα κοινωνικά προβλήματα και είναι υπόλογο γι’ αυτά, δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει. Οσες καμπάνιες και αν διοργανώσει, όσες επιτροπές και αν συγκροτήσει, όσους νόμους και αν ψηφίσει. Μπορεί, ωστόσο, να τα αξιοποιήσει για την ενίσχυση της καταστολής σε βάρος του λαϊκού κινήματος.
Η ζωή δείχνει πως τα κοινωνικά ζητήματα, που δημιουργεί ο καπιταλισμός, μπορούν με επιτυχία να περιοριστούν έως και να εξαλειφθούν οριστικά μόνο κατά την οικοδόμηση της νέας, της σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής κοινωνίας. Και εδώ είναι πρωτοπόρο και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το έργο που επιτέλεσε η Σοβιετική Ενωση στα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και που, σε ένα βαθμό, περιγράφεται στο «Παιδαγωγικό ποίημα» του Αντόν Μακάρενκο, στο οποίο αντανακλάται η τιτάνια μάχη που έδωσε εκείνα τα χρόνια ο σοβιετικός λαός για να ανορθώσει μια χώρα, όπου για πρώτη φορά θα οικοδομούνταν ένα σύστημα χωρίς την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Η νεαρή εργατική εξουσία στη Σοβιετική Ρωσία έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα εκρηκτικό πρόβλημα που κληρονόμησε από το καπιταλιστικό σύστημα. Ενα πρόβλημα που δημιούργησε ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η στρατιωτική επέμβαση 14 καπιταλιστικών κρατών (μεταξύ αυτών και της αστικής Ελλάδας) ενάντια στη μπολσεβίκικη επανάσταση. Αυτό το πρόβλημα ήταν ουσιαστικά για το νέο κοινωνικό σύστημα μια «ωρολογιακή βόμβα». Επρόκειτο για τα εγκαταλειμμένα παιδιά που -με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν- τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας έφταναν τα 7,5 εκατομμύρια. Παιδιά του δρόμου, που μέσα στη βιοπάλη συχνά κατέληγαν σε συμμορίες που έκλεβαν, επαιτούσαν, εκ των οποίων μάλιστα τουλάχιστον το 10% έκανε και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Παρά το μέγεθος του προβλήματος, τις τεράστιες καταστροφές που είχαν προκληθεί από τους πολέμους, η χώρα των Σοβιέτ το πάλεψε! Μέσα σε μερικά χρόνια το σοβιετικό κράτος κατάφερε με οργανωμένο τρόπο να περιθάλψει και να μορφώσει όλα αυτά τα παιδιά σε ειδικές μορφωτικές – εργασιακές κολεκτίβες. Σπούδασε εκατοντάδες χιλιάδες ειδικούς, μηχανικούς, γιατρούς και παιδαγωγούς, ξεσήκωσε ολόκληρη την κοινωνία «στο πόδι» κατά κάθε ναρκωτικού, χτυπώντας το πρόβλημα στη ρίζα του.
Η διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και του σχολείου, συνολικά του εκπαιδευτικού συστήματος, η ριζική αλλαγή στα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια της ζωής, η κυριαρχία των κομμουνιστικών ιδανικών, όπως έδειξε η Ιστορία, αποτελούν τη λύση για τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί ο καπιταλισμός. Μια λύση που οικοδομείται από σήμερα, μέσα από τη συλλογική αγωνιστική δράση της νεολαίας και του λαού, που με τη σειρά της συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας άλλης ατμόσφαιρας από άποψη αξιών, προτύπων, που βρίσκεται στον αντίποδα της αποπνικτικής βαρβαρότητας του καπιταλισμού.
Πηγή: Ριζοσπάστης