Άρχισε σήμερα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής η συζήτηση του σχεδίου νόμου «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις». Στην ομιλία του ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Κώστας Γαβρόγλου, περιέγραψε τη φιλοσοφία και την αρχιτεκτονική του σχεδίου νόμου:
«Το σημερινό σχέδιο νόμου εντάσσεται σε ένα σύνολο μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών. Αυτές οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες έχουν σχέση με θεσμικά ζητήματα -όπως π.χ. έχει γίνει με την τριτοβάθμια εκπαίδευση- έχουν σχέση με ρυθμίσεις που ορθολογικοποιούν την καθημερινότητα στα σχολεία και έχουν σχέση με τη δημιουργία δομών τις οποίες ιδιαίτερα το εκπαιδευτικό κίνημα ζητούσε εδώ και δεκαετίες, όπως είναι π.χ. η δίχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου έρχεται να συμπληρώσει και να είναι μια συνέχεια της μεταρρυθμιστικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Έχει όμως τεράστια σημασία να κατανοήσει κανείς ποια προβλήματα πάει να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Και τα προβλήματα αυτά συμπυκνώνονται στη διαπίστωση ότι η κοινωνία μας έχει αλλάξει με τρόπους που οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα παλιά σχήματα.
Τα τελευταία δεκαπέντε με είκοσι χρόνια έχουμε μία δραματική αλλαγή στην κοινωνία μας. Ξέρετε ότι υπάρχει μία σοβαρή αλλαγή στην οικογενειακή κουλτούρα, το 25% των οικογενειών είναι μονογονεϊκές, έχουν αλλάξει με έναν ριζοσπαστικό τρόπο οι διαδικασίες πρόσβασης στη γνώση, η βία αποτελεί ένα φαινόμενο που όλο και μεγαλύτερα ποσοστά της κοινωνίας αποκτούν εξοικείωση μαζί της, από τα βιντεοπαιχνίδια μέχρι την πραγματικότητα και βεβαίως ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα που είναι οι εθισμοί, όπου δίπλα στους εθισμούς στις ουσίες έχει προστεθεί κάτι που έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας και αυτό είναι ο εθισμός στον ηλεκτρονικό λόγο. Με απλά ελληνικά, ο εθισμός των νέων παιδιών στα κινητά.
Λοιπόν, το σχολείο πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις κι αυτών των κοινωνικών πραγματικοτήτων. Αυτών των νέων κοινωνικών διαστάσεων που εκφράζονται στις οικογένειες και που ξεχειλίζουν και έχουν την έκφρασή τους και μέσα στο σχολείο. Άρα, αυτό που αναζητούμε είναι με ποιο τρόπο θα συνδεθεί το σχολείο με την κοινωνία και θα συνδεθεί με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αγνοεί νέες πραγματικότητες του σχολείου. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον ασύνδετο τρόπο που γινόταν μέχρι τώρα.
Μέχρι τώρα, όπως ξέρετε, υπάρχουν υποστηρικτικές δομές, δεν συνεργάζονται θεσμικά μεταξύ τους, δεν υπάρχουν σοβαρές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των προβλημάτων, λόγω της υποστελέχωσης αυτών των δομών, αλλά και λόγω έλλειψης συζήτησης ανάμεσα στους ειδικούς και ως εκ τούτου έχει δημιουργηθεί μία ανόμοια κατάσταση. Δηλαδή ορισμένες δομές λόγω συγκεκριμένων προσώπων λειτουργούν εξαιρετικά, αλλά θεσμικά το όλο σύστημα παρουσιάζει πάρα πολλά προβλήματα.
Γι’ αυτό και είπαμε ότι θα αρχίσουμε από μία παραδοχή. Η παραδοχή αυτή είναι ότι οι εκπαιδευτικοί και οι σύλλογοί τους αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα που θα κωδικοποιεί τα προβλήματα, θα εκφράζει αυτές τις ανάγκες και θα μπορεί να στέλνει ένα σύνολο προβλημάτων και έναν προγραμματισμό σε εκείνες τις δομές, μέσα στις οποίες θα υπάρχει μία συζήτηση ανάμεσα σε άτομα από διαφορετικές ειδικότητες. Όχι μόνο ανάμεσα σε συμβούλους διαφορετικών ειδικοτήτων, αλλά και από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους κλπ. Και θα υπάρχει ένας συγκεκριμένος προγραμματισμός για το πώς θα αντιμετωπιστεί η όποια κατάσταση όπως αυτή αναφέρεται στις εκθέσεις του συλλόγου καθηγητών.
Με αυτή την έννοια, εισάγουμε έναν προγραμματισμό, μια διαδικασία αποτίμησης της σχολικής χρονιάς. Δηλαδή, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ο σύλλογος αυτός θα έχει μία αίσθηση αν τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν και αν αντιμετωπίστηκαν με ποιον τρόπο αντιμετωπίστηκαν, αν είναι επιτυχημένες αυτές οι δομές και η διαδικασία που προτείνουμε, αν δεν αντιμετωπίστηκαν, αν αυτό έχει σχέση -παραδείγματος χάρη- με τις ίδιες τις δομές, ότι θεσμικά δεν υπάρχει λειτουργικότητα, ή με την μη επαρκή περιγραφή των προβλημάτων ή άλλους λόγους.
Μπαίνουμε δηλαδή σε μια διαδικασία ανάδρασης ανάμεσα στη σχολική μονάδα και τις υποστηρικτικές δομές, όπου –επιμένουμε- στις υποστηρικτικές δομές θα συνυπάρχουν όλα εκείνα τα στελέχη τα οποία είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα που δεν είναι μόνο γνωσιακά. Γιατί η κοινωνία μας πια απαιτεί από την πολιτεία να αντιμετωπίσει μέσα στα σχολεία, όχι μόνο τα εξαιρετικά σοβαρά γνωσιακά προβλήματα αλλά και όλα τα άλλα που προκύπτουν από τις νέα πραγματικότητες της κοινωνίας. Αυτή είναι ουσιαστικά η φιλοσοφία του νομοσχεδίου. Αυτό, τώρα έχει πάρα πολλές λεπτομέρειες τις οποίες θα συζητήσουμε και στον βαθμό που δεν υπονομεύεται η φιλοσοφία και η αρχιτεκτονική, να τις συζητήσουμε.
Δύο πράγματα θα ήθελα να τονίσω: Πρώτον, ο όποιος συντονισμός –και κυρίως διεπιστημονικός συντονισμός– δεν μπορεί να αποτρέπεται ελαφρά τη καρδία με το ότι είναι γραφειοκρατικός. Είναι εύκολη κατηγορία ότι γραφειοκρατικοποιείται ένα σύστημα. Είναι, όμως, μια λάθος διαπίστωση. Το ερώτημα είναι: είμαστε έτοιμοι να σεβαστούμε και να ενισχύσουμε συλλογικές διαδικασίες; Είμαστε έτοιμοι να εμπιστευθούμε τους εκπαιδευτικούς; είμαστε έτοιμοι να καθιερώσουμε όχι μόνο συλλογικότητα αλλά και τη δημοκρατία που απαιτείται για τη λειτουργία αυτής της συλλογικότητας; Αυτά είναι τα διλήμματα και αυτά είναι τα σοβαρά προβλήματα.
Και τελειώνω με κάτι που έρχεται και επανέρχεται. Ότι καταργούμε την αξιολόγηση. Η απάντηση είναι ‘οπωσδήποτε, ναι καταργούμε την αξιολόγηση’. Καταργούμε το Π.Δ.152 που –αν θέλετε- ήταν ένα μελανό σημείο στη δημοκρατική πορεία της χώρας μετά το 1975. Ήταν ένα άλλοθι για απολύσεις. Αξιολόγηση η οποία ταυτίζεται με διαδικασίες απόλυσης είναι κάτι υπονομευτικό της δημοκρατίας. Και, ναι, το περίφημο Π.Δ. 152 το καταργούμε και το καταργούμε αμετάκλητα.
Αυτό σημαίνει ότι σεβόμαστε τους εκπαιδευτικούς, σεβόμαστε τη δουλειά τους, και κυρίως ότι πρέπει οι εκπαιδευτικοί πια να αρχίσουν να λειτουργούν στα σχολεία μας χωρίς να επικρέμονται τέτοιου είδους πράγματα πάνω από το κεφάλι τους όταν ξέρουμε πόσο ακριβά πληρώθηκε αυτή η δήθεν αξιολόγηση. Θέλω λοιπόν σε αυτό να είμαι απολύτως καθαρός, χωρίς ηρωικούς τόνους. Θα σας παρακαλούσα όλοι μαζί να το ψηφίσουμε αυτό, γιατί ψηφίζοντας αυτό σημαίνει ότι θέλουμε να γλιτώσουμε από ένα παρελθόν και όχι να επανέλθει αυτό το παρελθόν, ακόμη και σε επίπεδο ρητορείας, και να πάμε παρακάτω με τις διαφορές μας και ενδεχομένως και με τις διαφορετικές προτάσεις».
Απαντώντας στις επικρίσεις ων κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη διαδικασία του επείγοντος με την οποία συζητείται το σχέδιο νόμου στη Βουλή, ο κ. Γαβρόγλου σημείωσε:
«Το νομοσχέδιο συζητιέται εδώ και οκτώ μήνες. Έχει παρουσιαστεί σε δημόσια διαβούλευση από την ιστοσελίδα του υπουργείου. Στη συνέχεια έχει παρουσιαστεί, έχει ανέβει σε διαβούλευση με τις τυπικές διαδικασίες και όταν κατατέθηκε στην ΚΕΝΕ, επίσης δημοσιοποιήθηκε για τον ίδιο λόγο. Άρα είναι ένα νομοσχέδιο που συζητιέται εδώ και πολύ καιρό. Μάλιστα σε κάθε φάση έχουμε συγκεκριμένα σχόλια που ενσωματώθηκαν στη συνέχεια. Το δεύτερο είναι ότι ορισμένα κόμματα ενημερώθηκαν μετά από δικό τους αίτημα. Ζήτησαν να ενημερωθούν και τους ενημερώσαμε αναλυτικά. Το τρίτο είναι ότι δε θέλουμε το συγκεκριμένο να πάει στα θερινά τμήματα, γιατί φέτος θα υπάρξουν θερινά τμήματα. Ο τέταρτος λόγος είναι ότι πρέπει η αρχή της σχολικής χρονιάς να μας βρει όσο γίνεται πιο προετοιμασμένους με αυτά που προτείνονται. Επειδή, δε, την ερχόμενη εβδομάδα υπάρχει το πολυνομοσχέδιο, αν δεν το συζητούσαμε με τη διαδικασία του επείγοντος θα υπήρχε μια καθυστέρηση που πρώτον δεν θα ήταν σωστό να υπάρχει και δεύτερον έχει τεθεί σε διαβούλευση με τους πολλαπλούς τρόπους που είπα μέχρι τώρα».