Παρά τις αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας και των οργάνων του Πανεπιστημίου Πατρών ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου επιμένει στο σχέδιο συγχώνευσης ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Πατρών και το ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας.
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεσπαθώσει ενάντια στο προηγούμενο σχέδιο εκτεταμένων συγχωνεύσεων ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είναι η τελικά η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα που προσπαθεί να κάνει πράξη μια μεγάλης κλίμακας αναδιάρθρωση του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης.
Κομβική πλευρά αυτού του σχεδίου είναι η συγχώνευση ΤΕΙ είτε μεταξύ τους είτε με άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ώστε να διαμορφωθούν νέα πανεπιστήμια. Με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζει η κυβέρνηση ότι δεν θα κλείσουν τα ΤΕΙ και ότι τα αντίστοιχα τμήματα θα αποκτήσουν μεγαλύτερο ακαδημαϊκό κύρος.
Μόνο που την ίδια στιγμή είναι η ίδια η κυβέρνηση και ο υπουργός Παιδείας που σπεύδει να διαχωρίσει, μέσα από το νέο σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση, τα πανεπιστημιακά τμήματα σε αυτά που θεωρούνται «υψηλής ζήτησης» (και άρα θα κρίνεται η εισαγωγή σε αυτά από το βαθμό στις εξετάσεις) και τμήματα χαμηλής ζήτησης που θα έχουν είσοδο χωρίς εξετάσεις.
Η επίμονη προσπάθεια συγχώνευσης του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας με άλλο ΑΕΙ
Στην περίπτωση του ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας, η προσπάθεια της κυβέρνησης ήταν αρχικά να γίνει μια συγχώνευση με το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για τη δημιουργία ενός υβριδικού ιδρύματος, που θα συνδύαζε τη συμβατική με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Το σχέδιο αυτό, που είχε τη στήριξη του προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής του ΕΑΠ Βασίλη Καρδάση, ναυάγησε μετά από πολύ έντονες αντιδράσεις στο σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας του ΕΑΠ, που υποστήριξε ότι έτσι θα διακυβευόταν ο ιδιαίτερος χαρακτήρα της ανοιχτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που προσφέρει το ΕΑΠ, και τελικά εγκαταλείφθηκε.
Έμειναν έτσι λίγες επιλογές. Η προσπάθεια να μετασχηματιστεί σε αυτοτελές πανεπιστημιακό ίδρυμα εξαρχής είχε μεγάλες δυσκολίες οπότε έπρεπε να αναζητηθεί ίδρυμα προς συγχώνευση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να στραφεί προς το Πανεπιστήμιο Πατρών και να προτείνει τη συγχώνευση με το ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας. Ειδικότερα, η πρόταση του υπουργείου περιλάμβανε:
– Ίδρυση Σχολής Νομικών και Πολιτικών Επιστημών (1 Τμήμα) Έδρα:Πάτρα -Λειτουργία κατά το Ακαδημαϊκό έτος 2020-21.
– Λειτουργία 8 σχολών με 37 τμήματα.
– Τα 28 τμήματα στην Πάτρα, 1 στον Πύργο, 2 στο Αίγιο, 3 στο Αγρίνιο, 3 στο Μεσολόγγι, 1 στην Αμαλιάδα.
Η Σύγκλητος και η κοινότητα του Πανεπιστημίου Πατρών αντίθετη στο σχέδιο συγχώνευσης
Παρότι το σχέδιο αυτό είχε τη στήριξη της Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Πατρών καθηγήτριας Βενετσάνας Κυριαζοπούλου, συνάντησε εντονότατη αντίθεση στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου Πατρών.
Μάλιστα 20 από τα 24 τμήματα του Πανεπιστημίου Πατρών απέρριψαν το σχέδιο συγχώνευσης, συμπεριλαμβανομένου και του Τμήματος Ιατρικής από το οποίο προέρχεται η ίδια η Πρύτανης.
Αντίθετοι, είναι επίσης όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς του Πανεπιστημίου, ο Σύλλογος Διοικητικών Υπαλλήλων, ο Σύλλογος ΔΕΠ αλλά και οι φοιτητικοί σύλλογοι.
Μάλιστα, την Τρίτη 19 Μαρτίου, όταν και συνεδρίασε η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πατρών, υπήρξε μαζική συγκέντρωση της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Τελικά η Σύγκλητος απέρριψε το σχέδιο συγχώνευσης. «Το “Σχέδιο Νόμου” που προτείνει το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για την αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου Πατρών δεν είναι αποδεκτό από την πλειοψηφία των μελών της Συγκλήτου», αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση.
Η απόρριψη αυτή προέκυψε στη βάση μιας σειράς λόγων. Καταρχάς όλα δείχνουν ότι το συγκεκριμένο σχέδιο του υπουργού Κώστα Γαβρόγλου και των συμβούλων του, το οποίο ήρθε πολύ λίγο μετά από ένα άλλο και πολύ διαφορετικό σχέδιο συγχώνευσης (αυτό με το ΕΑΠ), δεν ήταν ούτε τεκμηριωμένο (π.χ. μέσα από συγκεκριμένη μελέτη σκοπιμότητας), ούτε εντασσόταν σε ένα συνολικό σχεδιασμό.
Οι πανεπιστημιακοί επισημαίνουν ότι όταν ένα ίδρυμα όπως το Πανεπιστήμιο Πατρών συγχωνεύεται με ένα ΤΕΙ, που έχει αρκετά τμήματα με μικρό αριθμό μελών ΔΕΠ, τότε είναι σαφές ότι νέες θέσεις ΔΕΠ θα πηγαίνουν προς αυτά και άρα δεν θα καλύπτονται άλλες ανάγκες. Επίσης, υπάρχει ανησυχία ότι μέσω της συγχώνευσης θα υπάρξει τελικά και μείωση της κρατικής χρηματοδότησης. Αρκετοί επισημαίνουν ότι δεν είναι απαραίτητα προς το συμφέρον της ανώτατης εκπαίδευσης και της οικονομικής ανάπτυξης η κατάργηση των ΤΕΙ ως ιδρυμάτων τεχνολογικής κατεύθυνσης.
Ορισμένοι επισήμαναν και τον κίνδυνο μέσα από τη διαδικασία των συγχωνεύσεων να έχουμε πανεπιστήμια «δύο ταχυτήτων». Από τη μια πανεπιστήμια-μπουτίκ που θα αποφύγουν τις συγχωνεύσεις και θα διατηρήσουν χαρακτήρα υψηλής ζήτησης και κύρους (π.χ. ΕΜΠ ή Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και άλλα που θα σπρωχτούν στη μαζική προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι άσχετα και με την προεκλογική περίοδο στην οποία βρισκόμαστε. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ανακοίνωση του Συλλόγου Διοικητικών Υπαλλήλων, «αντί για σύσκεψη με τους πανεπιστημιακούς ο κ. υπουργός συσκέφτηκε με τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στους Νομούς Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας», σύμφωνα με Το Βήμα.
Μεθοδεύσεις ακόμη και πέρα από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο;
Όμως, όλα αυτά φαίνεται ότι δεν πτοούν τον υπουργό Παιδείας που δείχνει αποφασισμένος να περάσει το σχέδιό του με κάθε τρόπο.
Αποφάσισε έτσι να παρακάμψει την απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Πατρών και να ζητήσει διάλογο απευθείας με τους κοσμήτορες των σχολών του Πανεπιστημίου Πατρών. Μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μία πρώτη συνάντηση στις 21 Μαρτίου, κατά το υπουργείο «σε θετικό κλίμα» και προετοιμάζεται.
Μόνο που για τα πανεπιστημιακά δεδομένα αυτό ισοδυναμεί με μια θεσμική εκτροπή. Η Σύγκλητος είναι το αρμόδιο όργανο για τέτοια ζητήματα. Με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την ανώτατη εκπαίδευση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου δεν μπορεί να αποφασιστεί συγχώνευση ιδρυμάτων.
Το άρθρο 5 του νόμου 4485/2017 ρητά αναφέρει ότι για την «Ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας Α.Ε.Ι.» εκδίδεται Προεδρικό Διάταγμα με «με πρόταση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης», για το οποίο «απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου των οικείων Ιδρυμάτων, εκτός από την περίπτωση ίδρυσης νέου Α.Ε.Ι. και γνώμη της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.) και του Ε.Σ.Ε.Κ.Α.Α.Δ.».
Όμως, ο υπουργός Παιδείας φαίνεται ότι θέλει να παραβιάσει ακόμη και αυτό το θεσμικό πλαίσιο, παρακάμπτοντας τη Σύγκλητο και συνολικά τα θεσμικά όργανα του ίδιου του Πανεπιστημίου σε μια προσπάθεια με κάθε τρόπο και κάθε κόστος να περάσει μια συγχώνευση που είναι προφανές ότι δεν έχει τη συναίνεση της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ενδεικτικό και αυτό για το πώς αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τη δημοκρατία και την αυτοδιοίκηση στην ανώτατη εκπαίδευση.