Η τάση της καθυστερημένης αποφοίτησης συνεχίζεται στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Οι φοιτητές καθυστερούν να αποφοιτήσουν, καθώς απουσιάζουν από τα μαθήματά τους.
Τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν την κατάσταση με ανεκτικότητα: ακόμη κι αν έχουν τεθεί όροι για την πρόοδο των σπουδών –υπό τη μορφή προαπαιτούμενων μαθημάτων–, αυτοί δεν τηρούνται.
Την ίδια στιγμή οπως αναφέρει η καθημερινή τα πανεπιστήμια ασθμαίνουν υπό το βάρος των προβλημάτων που προκαλεί η υποχρηματοδότηση.
«Η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο για τη μετατροπή της εθνικής οικονομίας σε παραγωγική οικονομία, βασισμένη στη γνώση και την καινοτομία, για βιώσιμες επιχειρήσεις και ελκυστικά ΑΕΙ» λέει η ετήσια έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), που υπογράφει η πρόεδρός της Νικολέττα Παϊσίδου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση της ΑΔΙΠ, ο ρυθμός και το ποσοστό αποφοίτησης μπορούν να θεωρηθούν ένδειξη της αποτελεσματικότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο μέσος όρος των ποσοστών αποφοίτησης των χωρών του δείγματος της UNESCO αυξάνεται διαχρονικά, ξεπερνώντας το 40% το 2014. Στην Ελλάδα το ποσοστό αποφοίτησης αυξάνεται –έστω και οριακά– ετησίως τα τελευταία χρόνια, ωστόσο παραμένει περισσότερες από δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο – στο 27,8% το 2014.
Με βάση την έκθεση της ΑΔΙΠ, το 2014 υπήρχαν 190.835 φοιτητές στα ελληνικά ΑΕΙ/ΤΕΙ που δεν είχαν ξεπεράσει τον κανονικό χρόνο σπουδών. Ακόμα περισσότεροι όμως –213.098 φοιτητές– βρίσκονταν πέραν των κανονικών εξαμήνων της σχολής τους.
Βεβαίως, οι λιμνάζοντες συμβάλλουν στην αύξηση του αριθμού των φοιτητών. Η αριθμητική αύξηση του φοιτητικού σώματος και η μείωση του αριθμού των διδασκόντων λόγω των συνταξιοδοτήσεων έχουν ως αποτέλεσμα ο λόγος φοιτητών/διδασκόντων να είναι σημαντικά αυξημένος. Από τις 30 χώρες του δείγματος, η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο λόγο φοιτητών/διδασκόντων για το 2014, ο οποίος είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 44,5 φοιτητές προς έναν καθηγητή, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 18,6.
Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη παρατηρείται μια ολοένα αυξανόμενη τάση συγχώνευσης ιδρυμάτων. Οι περισσότερες συγχωνεύσεις έγιναν την περίοδο 2000 έως 2015. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Γαλλία, όπου τη διετία 2014 – 2015 πραγματοποιήθηκαν συνολικά δώδεκα συγχωνεύσεις ιδρυμάτων. Υπάρχει μια έντονη προσδοκία ότι οι συγχωνεύσεις θα επιφέρουν οικονομικά οφέλη, κυρίως μέσω της αποτελεσματικότερης παροχής υπηρεσιών ή μέσω των αυξημένων δυνατοτήτων εξορθολογισμού πόρων, που προκύπτουν από το διευρυμένο απόθεμα κτιριακών και ερευνητικών υποδομών. Ωστόσο, η πραγματική διάσταση των οικονομικών επιπτώσεων των συγχωνεύσεων θα μπορεί να αποτιμηθεί μετά την πάροδο αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος.
Στην Ελλάδα, οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις σε ΑΕΙ/ΤΕΙ (σχέδιο «Αθηνά», όπως ονομάστηκε) το 2012 αποδείχθηκαν τελικά άτολμες λόγω του φόβου για το πολιτικό κόστος. Aνάλογη συζήτηση έχει ανοίξει και από τη νυν ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.