Tην ανάγκη να υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία, για να αλλάξει προς το καλύτερο η Παιδεία στη χώρα, υπογράμμισε ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Νίκος Φίλης, μετά την παρουσίαση των συμπερασμάτων της ετήσιας έκθεσης του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ) για τα βασικά μεγέθη της εκπαίδευσης.
« Με συνείδηση ότι όλοι ξεκινάμε από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες για ένα πρόβλημα που κατ’εξοχήν διαθλάται από ιδεολογικές αντιλήψεις ή και προκαταλήψεις, το θέμα της Παιδείας, αλλά με συνείδηση ότι πρέπει να βρούμε κοινούς τόπους για ένα κοινό καλό, έχει σημασία να υπάρξει συνεννόηση σε βάθος χρόνου και να βγάλουμε, ει δυνατόν, το θέμα της εκπαίδευσης έξω από το θέμα της αντιπολιτευτικής αντιπαράθεσης», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Φίλης.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η τοποθέτηση του τομεάρχη Παιδείας της ΝΔ Θεόδωρου Φορτσάκη. «Προσχωρώ απόλυτα σε αυτή την προσέγγιση, ότι τα σχολεία πρέπει να μείνουν μακριά από χρησιμοθηρικούς σκοπούς», είπε και προσέθεσε ότι θα πρέπει «να βγουν οι σχολικοί καβγάδες» από τα ζητήματα της Παιδείας. « Γιατί εάν δεν το κάνουμε αυτό δεν θα κατορθώσουμε να συμφωνήσουμε σε ένα πλαίσιο. Και οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες δεν δικαιολογούν σήμερα το να μην μπορέσουμε να βρούμε ένα σταθερό πλαίσιο συνεννόησης που θα μείνει σταθερό για πολλά χρόνια», επισήμανε ο κ. Φορτσάκης.
Το Κέντρο Ανάπτυξης της Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ/ ΓΣΕΕ), παρουσίασε σήμερα στο αμφιθέατρο της ΓΣΕΕ την Ετήσια Έκθεσή του για την Εκπαίδευση (2015) με τίτλο «Η Ταυτότητα της Ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2002 έως το 2014».
Αντικείμενο της Έκθεσης είναι τα βασικά μεγέθη της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με συγκριτική αποτύπωση όλων των διαθέσιμων οικονομικών και μη-οικονομικών μεγεθών της για την περίοδο 2002-2014 και η θέση τους στο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο αναφοράς.
.Στον χαιρετισμό του ο Υπουργός Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων είπε:
Τα όσα ακούσαμε από τη παρουσίαση της έρευνας επιβεβαιώνουν εμπειρίες που έχουμε όλοι μας: ότι οι κοινωνικές ανισότητες είναι εγγραφόμενες στο σχολείο ως εκπαιδευτικές ανισότητες, οι οποίες επιδεινώθηκαν την περίοδο της κρίσης, τη περίοδο των μνημονίων. Δεν χρειαζόταν έρευνα για να το διαπιστώσει κανείς αυτό.
Χρειαζόταν να γίνει μια έρευνα που να φανερώνει ποιά είναι τα προβλήματα στα οποία χωλαίνει η εκπαίδευση και κυρίως να διαπιστώσουμε ότι η κρίση δεν δημιούργησε νέα αλλά επιδείνωσε τα υπάρχοντα προβλήματα.
Ακούσαμε το σημαντικό θέμα της υποχρηματοδότησης. Πριν την κρίση με τα ευρωπαϊκά κονδύλια έγινε «πάρτι» στην εκπαίδευση. Υπενθυμίζω ότι η ΕΕ χρηματοδότησε για αρκετά χρόνια την πρόσληψη αναπληρωτών για διάφορες ειδικότητες, με την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να μεταφέρει αυτό το προσωπικό ως μόνιμο στον τακτικό προϋπολογισμό. Εντέλει δεν έγινε τίποτα. Αντιθέτως τα χρόνια των μνημονίων έχουμε 31000 αποχωρήσεις εκπαιδευτικών και 2500 προσλήψεις. Αυτό το γεγονός όσο και να χρησιμοποιούν κάποιοι το επιχείρημα ότι μειώνεται ο μαθητικός πληθυσμός δείχνει μία εγκατάλειψη του δημόσιου σχολείου από το κράτος, στο σκέλος του εκπαιδευτικού. Και χωρίς εκπαιδευτικό δεν υπάρχει σχολείο.
Με το μοντέλο των αναπληρωτών μπορεί να καλύπτονται τα κενά, με καθυστερήσεις και δυσκολίες κάθε χρόνο, αλλά δεν καλύπτουν αυτό που πρέπει να έχει το σχολείο: μία σταθερή μονιμότερη και συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε δάσκαλο-μαθητή. Το φαινόμενο της αδιοριστίας και της έλλειψης προσωπικού λαμβάνει τραγικές διαστάσεις στον χώρο της ειδικής αγωγής εκεί που ο δάσκαλος είναι ουσιαστικά δεύτερος πατέρας και η δασκάλα δεύτερη μάνα.
Μέσα σε αυτές τις μεγάλες δημοσιονομικές δυσκολίες έχουμε ετοιμάσει ένα σχέδιο μαζικών προσλήψεων εκπαιδευτικών. Δεν είναι ο στόχος αριθμητικός αλλά αυτές οι αναμενόμενες προσλήψεις υπακούουν σε ένα σχεδιασμό σε μία μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης.
Μέσα σε αυτά τα προβλήματα υπολειτουργίας αν δεν ενεργήσουμε καίρια θα έχουμε ουσιαστικά διάλυση του δημόσιου σχολείου.
Πιστεύουμε για το μίνιμουμ του σχεδιασμού με οικονομικά κριτήρια χρειάζονται 20000 προσλήψεις τακτικού εκπαιδευτικού προσωπικού την επόμενη τριετία. Χωρίς αυτές τις προσλήψεις το σχολείο δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Επαναλαμβάνω υπάρχει πλήρης μελέτη που αναφέρεται στην ανάγκη μαζικών διορισμών με βάθος τριετίας. Δεν φταίει μόνο για τη κρίση στην εκπαίδευση η έλλειψη χρημάτων, φταίει και ένα σύνολο νοοτροπιών που βαστούν το σχολείο σήμερα στο περιθώριο της καινοτομίας, των δραστηριοτήτων και σε ένα προσανατολισμό πιο δυναμικό. Φταίνε οι νοοτροπίες που απαξιώνουν τον εκπαιδευτικό με τιμωρητική διάθεση και όχι βοήθειας και επιμόρφωσης. Φταίμε όλοι μας που αντιμετωπίζουμε τη γνώση και την εκπαίδευση με χρησιμοθηρική αντίληψη.
Ενώ η πρώτη και η δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης πρέπει να έχει ένα χαρακτήρα αφοσιωμένο στη διαμόρφωσης ολόκληρης της προσωπικότητας του παιδιού. Και όχι να υπηρετεί το επιχείρημα «τι θα κερδίσω από αυτό το πράγμα μετά». Και βεβαίως υπάρχουν και κακοδαιμονίες. Για παράδειγμα στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστική μέριμνα και επιμονή για τεχνική εκπαίδευση. Ήταν η αποθήκη της διαρροής όπως ακούστηκε από αυτό το βήμα, δεύτερης κατηγορίας εκπαίδευση όταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, μέσα στην κρίση, υπάρχει μεγάλη στροφή και ενδιαφέρον των κρατών της κοινωνίας και των παιδιών προς την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα ζητήματα, που τα θίγει και η έρευνα. Όμως σημασία έχει ότι για να αλλάξει η εκπαίδευση χρειάζεται να υπάρξει μία συνεννόηση ανάμεσα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, στους εκπαιδευτικούς και τη κοινωνία.
Και εδώ η ΓΣΕΕ, παρά τα προβλήματα της εκπροσώπησης που υπάρχουν σήμερα στον χώρο των πολιτικών και κοινωνικών φορέων, μπορεί να βοηθήσει. Το ΚΑΝΕΠ είναι ένα θετικό δείγμα της λειτουργίας της ΓΣΕΕ.
Χρειάζεται μία συναίνεση και συνεννόηση με συνείδηση του ότι όλοι ξεκινάμε από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες για ένα πρόβλημα που κατεξοχήν διαθλάται από αντιλήψεις ή και προκαταλήψεις: το θέμα της παιδείας. Πρέπει να βρούμε κοινούς τόπους για το κοινό καλό που είναι η παιδεία.
Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι εφικτό αν θεωρήσουμε εμείς ως κυβέρνηση ότι «ανακαλύψαμε τον τροχό» και ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει γίνει σωστά. Αυτή η ισοπεδωτική αντίληψη είναι μακριά από εμάς.
Ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα προβλήματα θα λυθούν σε ένα χρόνο, δύο χρόνια, μία τετραετία.
Σημασία έχει η συνεννόηση προκειμένου σε βάθους χρόνου να βγάλουμε αν είναι δυνατόν το θέμα της εκπαίδευσης έξω από το θέμα της αντιπολιτευτικής αντιπαράθεσης. Διότι με το μνημόνιο φαίνονται δυσδιάκριτες οι γραμμές στα οικονομικά ζητήματα, εξ ανάγκης, εξ αντικειμένου, και δημιουργείται ο πειρασμός των αντιπαραθέσεων, κυρίως από την αντιπολίτευση, σε θέματα συμβολικού χαρακτήρα όπως είναι τα θέματα της εκπαίδευσης.
Πρέπει να αφήσουμε αυτούς τους πειρασμούς στην άκρη.
Για την κυβέρνηση η εκπαίδευση όπως και η υγεία αποτελούν την καρδιά του ελληνικού κράτους. Η ανάπτυξη του ελληνικού κράτους πρέπει να μην είναι αποτέλεσμα επιλογών που θα ωφελούν τα ισχυρά και κοινωνικά συμφέροντα αλλά αποτέλεσμα επιλογών που ικανοποιούν τις ανάγκες όλων των πολιτών. Αυτοί είναι οι στόχοι μας, θα φανούν στη πράξη και θα πετύχουμε.
Το ανάγλυφο που ακούσαμε νωρίτερα από την έρευνα μας κάνει να σκεφτόμαστε και να ανησυχούμε γιατί αποτελεί απόδειξη στο ότι η δημοκρατία υποχωρεί.
Όταν ανεβαίνουν οι κοινωνικές ανισότητες και ενσωματώνονται μέσα στη λειτουργία του σχολείου τότε το πρόβλημα είναι πρόβλημα δημοκρατίας και μόνο έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και όχι μέσα από μικροκομματικές αντιπαραθέσεις.
Μεταφέρω και ένα μήνυμα για τη συζήτηση με τον ΟΟΣΑ: η έρευνα απέδειξε ότι η κρίση έχει διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα στη χώρα μας και το σχολείο. Άρα η συζήτηση για την αξιολόγηση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το 2011 δεν μπορεί να έχει ένα χαρακτήρα γραμμικής εξέτασης. Υπάρχει μία τομή. Πρέπει να κουβεντιάσουμε τη νέα πραγματικότητα.
Εκείνη η έκθεση, που μπορεί να διαφωνούμε σε πολλά σημεία, βαθμολογούσε και αξιολογούσε το σχολείο πριν την κρίση του 2007 του 2008 του 2009. Σήμερα έχουμε το σχολείο μέσα στην κρίση και για να πάμε στο σχολείο της ανάπτυξης πρέπει να αξιολογήσουμε με τα νέα δεδομένα νέα προβλήματα και να μην δημιουργήσουμε ξανά αντιπαραθέσεις και σκιαμαχίες για εκπαιδευτικά ζητήματα.
Σας συγχαίρω για την έκθεση θα έχετε την πλήρη υποστήριξη του Υπουργείου, υπάρχει χρηματοδότηση από τα ΕΣΠΑ και θα τη συνεχίσουμε. Επίσης θα βοηθήσουμε να διαδοθεί η έκθεση. Ακόμα στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου θα σας είμαστε «φορτικοί» ώστε να αξιοποιήσουμε τα συμπεράσματα σας.
Η πλήρης Έκθεση θα αναρτηθεί στο διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ.