Συνέντευξη έδωσε ο τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής Α’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ, στο 2020mag και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στο θέμα που έχει προκύψει με την σύμβαση της Cisco.

Η υπουργός ισχυριζόταν επί ένα χρόνο ότι η εταιρία είχε δωρίσει στη χώρα μας το σύστημα για τα δημόσια σχολεία, τη στιγμή που παγκοσμίως αποτελεί σημαντικό πόρο της Cisco.

Όταν όμως ζητούσαμε τη σύμβαση να ενημερωθούμε για τους ακριβείς όρους, να την ελέγξουμε ως αντιπολίτευση, να εκφέρουμε κρίση, αρνιόταν πεισματικά να τη δημοσιοποιήσει, θαρρείς και ήταν ιδιωτικό της συμφωνητικό. Γνωρίζαμε ότι κάποιο λάκκο θα είχε η φάβα, αλλιώς γιατί να αρνείται την ενημέρωση των κομμάτων; Και αποδείχτηκε ότι ήταν έτσι την περασμένη εβδομάδα.

Τί γίνεται σαφές από μια πρώτη ανάγνωση των 172 σελίδων: Πέρυσι την άνοιξη, στην πρώτη καραντίνα, έκαναν τσάτρα-πάτρα μια ολιγόμηνη σύμβαση με την εταιρία για τη χρήση της πλατφόρμας της Cisco, μια δοκιμαστική περίοδο. Ποιοι τεχνικοί περιορισμοί έμπαιναν και κατά πόσο αυτοί εξηγούσαν την ταλαιπωρία όλο αυτό τον καιρό μαθητών και εκπαιδευτικών, με τα γνωστά προβλήματα ποιότητας και τις συχνές “καταρρεύσεις” του συστήματος, δεν μπορούμε σε αυτή τη φάση να το γνωρίζουμε, καθώς εκείνες τις αρχικές συμβάσεις, δυστυχώς, δεν τις έχουν δώσει στη δημοσιότητα.

Επίσης δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπήρξαν ή όχι ανταλλάγματα, όπως κυρίως η διείσδυση της εταιρίας στο χώρο της εκπαίδευσης και εν γένει στο δημόσιο. Είδαμε πάντως πολλούς δημόσιους φορείς να αλλάζουν την ίδια περίοδο την πλατφόρμα τους σε αυτήν της Cisco. Κάνει επίσης εντύπωση ότι φρόντισαν να βαφτίσουν στα ελληνικά τον όρο “free trial agreement”  σε… “σύμβαση δωρεάν παραχώρησης”, αποσιωπώντας τον όρο “δοκιμαστικός” και μιλώντας εξαρχής για “παραχώρηση”, που δείχνει κάτι μόνιμο. Τίποτα απολύτως δεν ήταν μόνιμο.

Όλα αυτά γιατί λογάριαζαν ότι από τον Σεπτέμβριο του 2020 τα σχολεία θα ήταν ανοιχτά. Μετά τα νέα λοκντάουν, προχώρησαν σε παρατάσεις ως τον Γενάρη του 2021, αλλά έκτοτε η εταιρία έκοψε τις δοκιμαστικές γαλαντομίες και τους υποχρέωσε σε κανονική σύμβαση με ετήσια διάρκεια και κόστος 2 εκατομμυρίων ευρώ. Κι αυτό το μάθαμε μόλις προχτές».

– Συνεπώς η τηλεκπαίδευση δεν είναι πλέον δωρεάν.

Ν.Φ.: Δεν είναι δωρεάν πλέον για το δημόσιο. Γιατί, και αυτό θέλω να το τονίσω, δεν ήταν από την πρώτη μέρα δωρεάν για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, αφού έκαναν σοβαρά έξοδα για τη συμμετοχή τους. Όσο για το δημόσιο, πράγματι θα καταβάλει τα χρήματα αυτά, πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ, για δώδεκα μήνες, τους οποίους ήδη διανύουμε.

Αλλά προσέξτε την πονηριά και το “ήθος” τους. Η κ. Κεραμέως ισχυριζόταν ότι δεν καταθέτει τη σύμβαση στη Βουλή (και θυμηθείτε ότι γι’ αυτή τη θεσμική απρέπεια δεν έχουμε πει την τελευταία μας λέξη) επειδή ήταν δωρεάν. Αλλά τότε γιατί εδώ και δύο μήνες, που είχαμε περάσει σε νέα σύμβαση με κόστος, εξακολουθούσε να την κρύβει; Σ’ αυτό, τα φιλικά στην κυβέρνηση ΜΜΕ (παρακολούθησα την αρθρογραφία τους αυτές τις μέρες) δεν βρίσκουν απάντηση στα non paper του Μαξίμου και προτιμούν να το προσπερνούν. Και είναι λυπηρό, ειρήσθω εν παρόδω, να βλέπεις δημοσιογραφία που δεν ελέγχει την εξουσία ούτε στο πιο προφανές και αυτονόητο.

Τέλος πάντων, ανάρτησε την τελευταία σύμβαση, στα μουλωχτά, στην ιστοσελίδα του υπουργείου στις 20 Μαρτίου, χωρίς καμιά ανακοίνωση, επειδή σε λίγο θα ξεκινούσαν οι πληρωμές και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Λίγο την ένοιαξε που γελοιοποιούσε όλο αυτό το διάστημα, από τα τέλη του περασμένου έτους, τους ίδιους τους βουλευτές του κόμματός της, που έβγαιναν σε Βουλή και ΜΜΕ και επαναλάμβαναν ότι “η σύμβαση είναι δωρεάν”. Δεν είχε καν το φιλότιμο να τους στείλει ένα σημείωμα και να τους πει “αυτό μην το λέτε πια, προφυλάξτε τον εαυτό σας”».

– Από που προέρχονται αυτά τα χρήματα και τι σημαίνει πρακτικά;

Ν.Φ.: «Προέρχονται από το ΣΥΖΕΥΞΙΣ, ένα πρόγραμμα που είχε τρέξει αποφασιστικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φαίνεται, αντικατέστησαν την κινεζική Huawei με hardware και software της αμερικανικής Cisco. Μόνο που αυτό που το σύστημα που αντικαθίσταται προοριζόταν για χρήση τηλεδιασκέψεων από δημόσιους φορείς και δήμους, χωρίς να εξηγούν πώς θα ανταποκριθούν αυτοί στα καθήκοντά τους.

– Βέβαια προτεραιότητα, μπορεί να πει κανείς, είχαν τα σχολεία.

Ν.Φ.: «Μα το θέμα είναι ότι μπορούσαν να γίνουν και τα δύο. Η κυβέρνηση αμέλησε να οργανώσει από την αρχή της πανδημίας ένα σοβαρό δημόσιο δίκτυο τηλεκπαίδευσης, ενισχύοντας και αναβαθμίζοντας το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο. Ακόμα και σε ιδιωτικές εταιρίες μπορούσε να προσφύγει παράλληλα, εφόσον αυτό κρινόταν απαραίτητο για λόγους χωρητικότητας και αυξημένης λειτουργικότητας.

Κοιτάξτε, εμείς από την πρώτη στιγμή, πέρσι την άνοιξη, παραδεχτήκαμε ότι όλοι θα αιφνιδιαζόμασταν από την πανδημία. Η διαφορά είναι ότι αντί το υπουργείο να μεριμνήσει από το καλοκαίρι του 2020 και να διαπραγματευτεί ένα ποιοτικό δίκτυο σε συμφέρουσα τιμή, παρέμεινε στο trial agreement ως τον Γενάρη του 2021. Έτσι, με το νέο λοκντάουν έφτασε -απολύτως εν κρυπτώ, χωρίς καμία διαβούλευση, χωρίς διαπραγμάτευση, χωρίς πρόσκληση ενδιαφέροντος, έστω με επείγουσες διαδικασίες, χωρίς διαφάνεια- να αντικαθιστά δίκτυο που προοριζόταν για άλλο σκοπό με αυτό της τηλεκπαίδευσης. Κι αυτό αναδεικνύει ένα γενικό ζήτημα: πώς αντιμετώπισε η κυβέρνηση την πανδημία στο σύνολό της. Δεν πίστευε ότι θα ερχόταν δεύτερο κύμα και δεν προετοιμάστηκε γι’ αυτό ούτε στα νοσοκομεία ούτε στα σχολεία. Και στις δύο περιπτώσεις, πίστεψαν ότι ο κίνδυνος είχε παρέλθει και, ως αποτέλεσμα, το πλήρωσαν και οι ασθενείς που σήμερα μένουν εκτός ΜΕΘ και οι μαθητές που μένουν εκτός τάξεων. Η σύμβαση του περασμένου Γενάρη με το υψηλό κόστος προέκυψε μόνο όταν τα σχολεία έκλεισαν τρίτη φορά, το νέο έτος.

Έτσι εξηγείται μάλλον γιατί η υπουργός άφηνε να διαρρέει ότι δεν συμφωνεί με το κλείσιμο των σχολείων και γιατί βεβαίωνε διαρκώς ότι “τα σχολεία είναι ασφαλή” (ως το επόμενο πρωί βέβαια, που τα έκλεινε η Επιτροπή Ειδικών): Δεν ήταν ότι πίστευε στη διά ζώσης εκπαίδευση. Ήξερε απλώς ότι τέλειωνε η trial περίοδος της Cisco! Σκεφτείτε, αν δεν είχαν κλείσει τα σχολεία τον Γενάρη, ακόμα θα περιμέναμε να δούμε τη σύμβαση!

Κι εδώ αγγίζουμε το πιο σημαντικό: ότι απέτυχαν να κρατήσουν τα σχολεία ανοιχτά. Είχαμε καταθέσει από τον Μάιο και μετά τον Ιούλιο, και ξανά και ξανά, σειρά μέτρων για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, με κυριότερο την αραίωση στις τάξεις, τις αλλαγές στα ωράρια, την εναλλαγή των μαθητών στα σχολεία, για λιγότερες ώρες έστω, την αναζήτηση αιθουσών, την πρόσληψη μεγαλύτερου αριθμού αναπληρωτών αυτή την ειδική χρονιά, που θα χάριζε και σε επιστήμονες εργασία και εμπειρία, και σε μαθητές ώρες ανάμεσα στους συμμαθητές τους. Και δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Δεν είναι ότι δεν το πέτυχαν, είναι ότι δεν το προσπάθησαν. Δεν ενδιαφέρθηκαν στο ελάχιστο. Αυτό τους καταμαρτυρεί όλη η κοινωνία, όλες οι οικογένειες. Είναι τραγικό, επίσης, ότι σχολές με κλινικές και εργαστήρια και πρακτικές εργασίες παραμένουν κλειστές όλο αυτό τον καιρό».

– Τι συνέβη με τα προσωπικά δεδομένα; Έχουν παραχωρηθεί στοιχεία 1,5 εκατομμυρίου πολιτών; Και με ποιον τρόπο;

Ν.Φ.: «Οι ειδικοί επιστήμονες, από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε το τμήμα της συμφωνίας που αφορά τα δεδομένα, εξηγούν ότι επιτρέπει τη συλλογή και επεξεργασία τους και ότι από αυτήν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για το προφίλ των χρηστών. Μάλιστα, η εταιρία διατηρεί το δικαίωμα να τα χρησιμοποιεί για τους δικούς της σκοπούς, για όσο χρόνο θέλει, χωρίς το υπουργείο να μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις, να κάνει ερωτήσεις ή να αξιώνει αποζημίωση.

Πέρα από την αρθρογραφία πολλών ειδικών, του καθενός χωριστά, διάβασα την πολύ διαυγή ανακοίνωση – ανάλυση της Ένωσης Πληροφορικών Ελλάδος, για τη χρήση και εμπορική αξία των δεδομένων που έχουν πλέον περάσει στην κατοχή της Cisco. Διαπιστώνεται ότι, για παράδειγμα, από τη συλλογή της “υπογραφής” κάθε υπολογιστή (της IP όπως την ονομάζουν), που επιτρέπεται από τη σύμβαση, ακόμα και αν “ανωνυμοποιηθεί” εκ των υστέρων, μπορούν να εξαχθούν στοιχεία υψηλής εμπορικής αξίας αλλά και στοιχεία για τη σύνθεση, την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και άλλα πολλά. Ποιο είναι το συμπέρασμά τους: ότι η συμφωνία για τα δεδομένα έγινε με προχειρότητα και παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και των ανήλικων μαθητών. Και είναι να απορεί κανείς πώς, για ένα τόσο σημαντικό θέμα, η κυβέρνηση κρατούσε πεισματικά κρυφά από τους ενδιαφερόμενους τα συμφωνηθέντα. Εδώ μπαίνουμε στον πυρήνα του προβλήματος, στο πώς δηλαδή το υπουργείο αντιμετωπίζει την εκπαιδευτική κοινότητα. Ως ένα αντικείμενο, που δεν οφείλει να γνωρίζει αν παραβιάζονται τα δικαιώματά του -πόσο πιο σαφές;
Δυστυχώς όμως, εκπαιδευτικοί και μαθητές έπρεπε υποχρεωτικά να κάνουν αποδεκτούς τους όρους της Cisco για να πάρουν μέρος στην τηλεκπαίδευση. Χωρίς ενημέρωση, χωρίς να γνωρίζουν λεπτομέρειες. Είμαι βέβαιος ότι αυτή η ιστορία θα έχει συνέχεια.

– Το υπουργείο, όμως, ισχυριζόταν ότι δεν συλλέγονται προσωπικά δεδομένα.

Ν.Φ.: «Το υπουργείο επίσης ισχυριζόταν ότι ήταν φιάσκο η κατάθεση από μέρους μου, στη Βουλή, στοιχείων για τη διαρροή δεδομένων με ευθύνη δική του -όχι της Cisco αυτή τη φορά- πέρσι την άνοιξη. Ίσως θυμάστε τι είχαν απαντήσει με ανακοίνωσή τους. Ότι “κορόιδεψα την εθνική αντιπροσωπεία”. Κι όταν η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, στην οποία κατέφυγα επισήμως με αναφορά μου, με δικαίωσε πλήρως, κατάπιαν τη γλώσσα τους. Δεν βγήκαν να ζητήσουν καν μια συγγνώμη, όχι από μένα, από τους εκπαιδευτικούς που είχαν δει τα δεδομένα τους να διαρρέουν. Κάτι που δείχνει ποια είναι σήμερα η Νέα Δημοκρατία και οι περισσότεροι πολιτικοί στην κορυφή της. Πόσο λίγη σχέση έχουν με φιλελεύθερους του δεξιού χώρου σε άλλες περιόδους της μεταπολίτευσης, που είχαν την ευθιξία και συγγνώμη να ζητούν, και να παραιτούνται ακόμα. Τίποτα ανάλογο από τους σημερινούς αστέρες της Δεξιάς, που είναι ξεκάθαρο ότι αισθάνονται ιδιοκτήτες της εξουσίας.

– Πολύ περισσότερο όταν στις 7 Σεπτεμβρίου 2020 η Αρχή διαπίστωσε ότι η Εκτίμηση Αντικτύπου που είχε γίνει από το υπουργείο δεν ήταν πλήρης, καλώντας το να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες τροποποίησης και συμπλήρωσής της, εντός τριμήνου.

Ν.Φ.: «Εκείνη η απόφαση της Αρχής ήταν κόλαφος για το υπουργείο. Βέβαια δεν ιδρώνει το αυτί τους. Εξακολουθούσαν κατόπιν να παραπληροφορούν για δήθεν “έγκριση”, όταν το μόνο για το οποίο είχε γνωμοδοτήσει θετικά η Αρχή, ήταν μόνο για το σκοπό της τηλεκπαίδευσης, εν μέσω των ειδικών συνθηκών. Σε αυτό δηλαδή που όλοι συμφωνούσαμε.

Κατά τα άλλα, τους έδωσε 3 μήνες να καταθέσουν “διορθωμένη” Εκτίμηση Αντικτύπου, με τόσα σημεία προς διόρθωση που ουσιαστικά σήμαινε “νέα”. Μια ολόκληρη εκπαιδευτική χρονιά παρήλθε με τηλεκπαίδευση που κρίθηκε από την Αρχή, αμετάκλητα, ανεπαρκής ως προς τη μεθοδολογία, την ανάλυση, τα μέτρα που λάμβανε, ουσιαστικά στο σύνολό της. Να είναι σαφές αυτό: Ως -τουλάχιστον- τον Ιούλιο 2020 δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική πρόνοια για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών και η Cisco είχε το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Για την περίοδο μετά τον Ιούλιο 2020, τα συζητήσαμε παραπάνω.
Αλλά και για τη νέα Εκτίμηση που έχουν καταθέσει εδώ και λίγους μήνες, ακούω ότι έχει σημαντικά προβλήματα και ελλείψεις. Εξάλλου τα δεδομένα των μαθητών και εκπαιδευτικών είναι, όπως είπαμε, στα χέρια της Cisco. Δεν νομίζω λοιπόν ότι η Αρχή θα την αξιολογήσει θετικά, αλλά σε κάθε περίπτωση αναμένουμε με ενδιαφέρον την απόφασή της.

– Αναδεικνύεται τελικώς ότι τα προβλήματα της τηλεκπαίδευσης ήταν πολλά.

Ν.Φ.: «Δύο συνεχόμενες χρονιές, μαθητές και φοιτητές έμειναν μακριά από τα σχολεία τους, χωρίς η ζημιά να περιορίζεται στεγνά στις γνώσεις. Πολύ περισσότερο έχει πληγεί η ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, η κοινωνικοποίησή τους, η ψυχική και φυσική τους κατάσταση και άλλα πολλά. Είναι μεγάλη η αγωνία μήπως αυτή η κατάσταση συνεχιστεί για τρίτη χρονιά. Κυριολεκτικά, χωρίς να επενδύω στον τρόμο, πιστεύω ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε οι αρνητικές συνέπειες στα παιδιά θα είναι ανυπολόγιστες και θα τις βιώνουμε πολλά χρόνια μετά.

Το κρίσιμο λοιπόν είναι εκείνο που ανέφερα παραπάνω. Η τηλεκπαίδευση ήταν μέτρο ανάγκης, η κυβέρνηση έπρεπε να έχει κάνει το παν για να λειτουργήσουν περισσότερο τα σχολεία. Να είχαν κερδηθεί στις τάξεις μήνες, έστω εβδομάδες. Με τη γνώση που χαρίζει το πέρασμα του χρόνου, είναι τραγικό να βλέπει κανείς ότι το μόνο μέτρο που πήραν ήταν ότι μοίρασαν ένα παγουρίνο στα δημοτικά, ενώ την ίδια ώρα νομοθετούσαν πυρετωδώς για κολέγια, περικοπή εισακτέων και πανεπιστημιακή αστυνομία. Αυτές ήταν οι προτεραιότητές τους. Νομίζω στην ιστορία θα καταγραφούν ως η χειρότερη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025