Έρευνα δημοσίευσε το Κέντρο Μελετών Και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ αναφορικά με την τηλεκπαίδευση και τις επιπτώσεις της σε ψυχολογικό και μορφωτικό επίπεδο.
Μεταξύ άλλων στην έρευνα αναφέρεται ότι « Η τηλεκπαίδευση άλλαξε καταλυτικά τη σύμβαση του χώρου στην εκπαιδευτική διαδικασία και επέβαλε τον τεχνολογικό εξοπλισμό ως προϋπόθεση υλοποίησής της» και συνεχίζει:
«Μέχρι το ξέσπασμα της πανδημίας ο χώρος στον οποίο αποκλειστικά πραγματοποιούνταν ο πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν το σχολείο και η σχολική τάξη. Με την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης, καταλύεται αυτή η σύμβαση και επιβάλλονται νέοι περιορισμοί, τόσο ως προς την εργασία όσο και ως προς τη μαθησιακή διαδικασία.
Α. Καταρχάς, ενώ έως τώρα οι εκπαιδευτικοί εργάζονταν αποκλειστικά στο σχολείο, αξιοποιώντας τις υποδομές της σχολικής μονάδας, η τηλεκπαίδευση μετατόπισε τον χώρο εργασίας στην κατοικία του εκπαιδευτικού.
Η καθολική εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε αντικατάσταση της δια ζώσης διδασκαλίας, και μάλιστα από τον χώρο της κατοικίας, επέφερε σημαντικές παραβιάσεις στα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, με πρώτο και κύριο την παραβίαση του διδακτικού και εργασιακού τους ωραρίου.
Πέραν της διάθεσης του προσωπικού χώρου για την εξυπηρέτηση της υπηρεσίας, στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι εκπαιδευτικοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της διεύρυνσης του εργασιακού τους χρόνου, αφού ο χρόνος προετοιμασίας για την εξ αποστάσεως διδασκαλία αυξήθηκε σημαντικά σε σχέση με τον συνήθη χρόνο προετοιμασίας για τη δια ζώσης διδασκαλία.
Σε μεγαλύτερο βαθμό, από ό,τι κατά τη δια ζώσης λειτουργία του σχολείου, αυξήθηκε και η απασχόλησή τους πέραν του θεσμοθετημένου εργασιακού ωραρίου, για την πραγματοποίηση παιδαγωγικών συνεδριάσεων τις απογευματινές και βραδινές ώρες και για την ενημέρωση και υλοποίηση εγκυκλίων και οδηγιών του ΥΠΑΙΘ, ακόμη και τις μεταμεσονύκτιες ώρες.
Η κατάλυση της διάκρισης μεταξύ του εργασιακού και του προσωπικού χώρου και χρόνου των εκπαιδευτικών επιβάρυνε τους/τις εκπαιδευτικούς και οικονομικά. Καταρχάς, η διεύρυνση του εργασιακού χρόνου, που δεν αναγνωρίζεται ως υπερωριακή απασχόληση, συρρικνώνει εμμέσως ακόμη περισσότερο τις ήδη περικομμένες οικονομικές απολαβές των εκπαιδευτικών που την τελευταία δεκαετία έχουν υποστεί μείωση κατά 40%. Στην ουσία είναι οι ίδιοι που επωμίζονται εξ ολοκλήρου το κόστος της τηλεκπαίδευσης, ενώ αυτό αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας.
Επίσης, οι εκπαιδευτικοί αναγκάστηκαν να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες ψηφιακές υποδομές και τον τεχνολογικό εξοπλισμό, χωρίς να υπάρξει οικονομική ενίσχυσή τους από την πολιτεία. Η ανεπάρκεια τεχνολογικού εξοπλισμού της σχολικής μονάδας και η αδυναμία πραγματοποίησης παράλληλων τηλεδιασκέψεων (λόγω χαμηλών ταχυτήτων δικτύου) αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες που ενδεχομένως ώθησαν τους/τις εκπαιδευτικούς να εργαστούν από το σπίτι, διαθέτοντας και αναβαθμίζοντας με προσωπικό κόστος ίδια τεχνολογικά μέσα και υποδομές δικτύου.
Επιπλέον, εγείρονται σύμφωνα με τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών ζητήματα επιπρόσθετων παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους, όπως η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων, της ιδιωτικότητας και των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Τέλος, ως σημαντικό μειονέκτημα αναδεικνύεται και η διατάραξη της οικογενειακής ζωής.
Χωρίς να αποτελεί άμεσα εργασιακό δικαίωμα, η συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο άπτεται επίσης της υποβάθμισης των συνθηκών εργασίας, αφού η κακή ποιότητά της δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στους εκπαιδευτικούς στην άσκηση του εκπαιδευτικού τους έργου.
Επίσης, η απομάκρυνση από το φυσικό και συλλογικό χώρο εργασίας και η έλλειψη προσωπικής επαφής μεταξύ συναδέλφων, καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την ανάπτυξη κοινωνικών δεσμών μεταξύ τους και κατ’ επέκταση την αλληλεπίδραση ιδεών και απόψεων, την ανταλλαγή προβληματισμών και τη συγκρότηση δεσμών αλληλεγγύης.
Η πολιτική επιλογή της εφαρμογής μιας εκπαίδευσης από απόσταση ενέχει τον κίνδυνο, σύμφωνα με τις απαντήσεις, ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, και εγείρει μια σειρά από επιπλέον πιθανούς κινδύνους, όπως είναι η αξιοποίησή της στο μέλλον για τη μείωση των θέσεων εργασίας, η χρησιμοποίησή της ως απεργοσπαστικού μηχανισμού και η μετατροπή της σε «πύλη εισόδου» για την εισχώρηση ιδιωτικών εταιρειών τεχνολογίας στη δημόσια εκπαίδευση.
Τέλος, η μετατροπή της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τους μαθητές από άμεση σε «εικονική» και διαμεσολαβημένη, μέσω της τεχνολογίας, υποβαθμίζει άρδην όχι μόνο τη φύση της εργασίας τους αλλά και την εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία.
Β. Από την ανάλυση των απαντήσεων προκύπτει ότι η τηλεκπαίδευση ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες εκπαιδευτικές και μορφωτικές ανισότητες, ιδιαίτερα για τις ευάλωτες μαθητικές ομάδες και συνδέεται επιπλέον με τη δημιουργία νέων ανισοτήτων.
Οι ανισότητες αυτές σχετίζονται κατ’ αρχάς με την ανεπάρκεια τεχνολογικού εξοπλισμού και υποδομών δικτύου από μέρους των μαθητών/τριών, συνυπολογίζοντας και το γεγονός ότι μέχρι τη σύνταξη της παρούσας δεν έχουν διατεθεί κρατικοί πόροι για ενίσχυση των μαθητών/τριών προκειμένου να έχουν ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Ο αποκλεισμός ολόκληρων μαθητικών ομάδων από την τηλεκπαίδευση, καθώς και η πλημμελής και προβληματική πρόσβαση σε αυτήν, λόγω χαμηλής ποιότητας τεχνολογικού εξοπλισμού, συνδέεται και με μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως είναι ο χαρακτηρισμός φοίτησης για την προαγωγή και την απόλυση του μαθητή και η αξιολόγησή του. Προκύπτει, λοιπόν, ότι πέραν των μαθησιακών επιδόσεων, ο τεχνολογικός εξοπλισμός είναι ακόμα ένας παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε σχολική αποτυχία και αποκλεισμό από την εκπαίδευση.
Επίσης, τα εγγενή ποιοτικά χαρακτηριστικά της τηλεκπαίδευσης την καθιστούν υποδεέστερη της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας και συνδέονται με τα σοβαρά ελλείμματα κάλυψης και αφομοίωσης της ύλης. Επιπλέον, υπάρχουν ειδικές κατηγορίες διδακτικών αντικειμένων, των οποίων η διδασκαλία μέσω τηλεκπαίδευσης είναι εξαιρετικά δυσχερής και αναποτελεσματική.
Αναλόγως, το παιδαγωγικό κλίμα, η ψυχοκοινωνική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας ως βασική παράμετρός της, φαίνεται να πλήττεται σοβαρά από την τηλεκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν κυρίως προβλήματα στην αλληλεπίδραση μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών, προβλήματα συγκέντρωσης και οργάνωσης, κόπωση, περιορισμένη ανταπόκριση των μαθητών/τριών στα μαθήματα και στις εργασίες που τους ανατίθενται. Επίσης, σε μικρότερο βαθμό, αλλά όχι αμελητέο διαπιστώνονται προβλήματα εξάρτησης, παρενόχλησης/εκφοβισμού, καθώς και σωματικής και ψυχικής υγείας. Συνεπώς, η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία.
Οι διαπιστώσεις για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τηλεκπαίδευσης, η παρατεταμένη εφαρμογή της και η αδυναμία συμμετοχής σε αυτήν όλων των παιδιών με ίσους όρους οδηγούν στην εκτίμηση ότι διανύουμε μια περίοδο προϊούσας εκπαιδευτικής κρίσης, οι διαστάσεις της οποίας θα αναδειχθούν τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, η διαρκής υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η ελλιπής χρηματοδότηση της εν όψει της πανδημίας (π.χ. καμία δαπάνη για την αγορά και αναβάθμιση του απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού των σχολικών μονάδων και για την πρόσληψη επιπλέον μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού κ.λπ.) μετακύλισε σημαντικό μέρος του κόστους της τηλεκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς και στις οικογένειες των μαθητών.
Δεδομένων των παραπάνω συμπερασμάτων και της παρατεταμένης αναστολής της λειτουργίας των σχολείων είναι απαραίτητες οι θεσμικές παρεμβάσεις, ώστε α) να προστατευθούν τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών και β) να αμβλυνθούν οι μορφωτικές και εκπαιδευτικές ανισότητες και να προληφθεί εγκαίρως η ενδεχόμενη αύξηση της σχολικής αποτυχίας και σχολικής διαρροής .
Στη μελέτη διατυπώνεται ένα σχέδιο ανάκαμψης της εκπαίδευσης από τις συνέπειες της τηλεκπαίδευσης και του εγκλεισμού που περιλαμβάνει άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις».
Αναλυτικά, όλη η έρευνα ΕΔΩ
Τηλεκπαίδευση: Σχετίζονται τα κλειστά σχολεία με τις συμβάσεις υπουργείου Παιδείας-Cisco;