Βαθιά ταξική είναι η «δωρεάν» Παιδεία στη χώρα μας και οι σπουδές στα καλύτερα ελληνικά πανεπιστήμια της χώρας είναι κυρίως προσβάσιμες σε οικογένειες υψηλού κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου. Αυτό προκύπτει από νέα έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και καταγράφει σημαντικές ανισότητες στην πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μεταξύ φοιτητών με διαφορετικό επίπεδο κοινωνικο-μορφωτικής οικογενειακής προέλευσης.
Ετσι, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της έρευνας, περισσότεροι από τους μισούς φοιτητές των πανεπιστημίων (53,3%) προήλθαν το 2014 από οικογένειες με υψηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο. Στην ίδια κατηγορία ανήκει το 30,2% των φοιτητών στα ΤΕΙ (που φέτος έχουν καταργηθεί) και 31,6% στους φοιτητές των λοιπών Ιδρυμάτων. Επιπλέον, στα πανεπιστήμια είναι υψηλότερο το ποσοστό των φοιτητών που προήλθε από οικογένειες πολύ υψηλού κοινωνικο-μορφωτικού επιπέδου (6,4%) έναντι μόλις 1,3% στα ΤΕΙ και 1,1% στα λοιπά Ιδρύματα.
Επίπεδο επιδόσεων
Τα Ιδρύματα δε στα οποία συγκεντρώνεται η «ελίτ» της χώρας σε επίπεδο επιδόσεων είναι οι Ιατρικές Σχολές, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πολυτεχνείο Κρήτης και η Νομική Σχολή Αθήνας. Συγκεκριμένα και όπως προκύπτει από την έρευνα, σύμφωνα με Τα Νέα:
Περίπου το 40% των πρωτοετών φοιτητών είχαν το 2014 μητέρα απόφοιτη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν στον ευρύτερο πληθυσμό μόλις 27% των γυναικών συγκρίσιμης ηλικίας (35-54 ετών) έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η αντίστοιχη διαφορά στην πλευρά του πατέρα ανέρχεται σε 39% στους φοιτητές, έναντι 26% στον ευρύτερο πληθυσμό. Αντίστοιχα, αυξημένο στους φοιτητές είναι το ποσοστό γυναικών (53% έναντι 49,2% στον συνολικό πληθυσμό) και των αποφοίτων ιδιωτικών σχολείων (6,3% έναντι 3,8%), ενώ μειωμένο είναι το ποσοστό των μεταναστών (2,6% έναντι 9,5%).
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης μεταβλήθηκε η σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού. Το ποσοστό φοιτητών με άνεργους γονείς αυξήθηκε από 1,2% το 2001 σε 9,4% το 2014 στην πλευρά της μητέρας και από 0,8% σε 5,8% στην πλευρά του πατέρα. Επιπρόσθετα, ανακόπηκε η προγενέστερη τάση μείωσης των φοιτητών με χαμηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο οικογενειακής προέλευσης.
Αυξημένα ποσοστά φοιτητών με πολύ υψηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο γονέων παρατηρούνται στις πανεπιστημιακές σχολές Ιατρικής (10,7% κατά μέσο όρο την περίοδο 2001-2014), Μηχανικών (8,5%) και Νομικής (7,7%). Απομονώνοντας τις συσχετίσεις με τα λοιπά κοινωνικά χαρακτηριστικά, προκύπτει ότι το πολύ υψηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο έχει την ισχυρότερη θετική επίδραση στην πιθανότητα φοίτησης στις σχολές Μηχανικών (27,2%), Ιατρικής (20,2%) και Νομικής (11,9%). Μικρότερη, αλλά θετική και στατιστικά σημαντική είναι η επίδραση και στις άλλες επιστήμες Υγείας (2,3%), στις Φυσικομαθηματικές επιστήμες (2,1%) και στα τμήματα Καλών Τεχνών (2,1%). Η μεγαλύτερη αρνητική συσχέτιση του κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου με την πιθανότητα φοίτησης παρατηρείται στις φιλοσοφικές σχολές (-6,8% για τα ανώτατα κοινωνικο-μορφωτικά στρώματα).
Στα ΤΕΙ, οι διαφορές στα κοινωνικά χαρακτηριστικά των φοιτητών ανάλογα με το πεδίο σπουδών είναι λιγότερο εμφανείς.
Εκπαίδευση και μετανάστες
Η ίδια μελέτη του ΙΟΒΕ καταγράφει ακόμα ανισότητες στην πρόσβαση μεταναστών («δεύτερη γενιά») στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, οι μετανάστες έχουν κατά 21,3% υψηλότερη πιθανότητα να σπουδάζουν σε ΤΕΙ (έναντι των πανεπιστημίων και των λοιπών επαγγελματικών σχολών), ενώ μειωμένη είναι η πιθανότητα για τους μετανάστες να σπουδάζουν σε πανεπιστήμιο (-19,9%) ή σε επαγγελματική σχολή (-0,8%). Στη διάρκεια της κρίσης, η συμμετοχή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μειώθηκε από 3,6% το 2010 σε 2,6% το 2014, ύστερα από μια περίοδο συνεχούς αύξησης, πριν από την κρίση.
Η κρίση επέδρασε ακόμα στη συμμετοχή των αποφοίτων του ιδιωτικού σχολείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνολικά. Η συμμετοχή μειώθηκε σε 6,3% το 2014 από 7,0% το 2010. Επιπλέον, η κρίση οδήγησε στην ελαφρά μείωση της επίδρασης του ιδιωτικού σχολείου στην πιθανότητα φοίτησης στο πανεπιστήμιο (έναντι της φοίτησης σε ΤΕΙ) από 17,5% το 2010 σε 14,6% το 2014.
Τέλος, η κρίση επέδρασε στην επιλογή των φοιτητών να σπουδάσουν στον τόπο κατοικίας τους. Τα ποσοστά εντοπιότητας αυξήθηκαν από περίπου 30% πριν από την κρίση σε 33,9% το 2011 και 35,2% το 2013, υποχωρώντας στη συνέχεια σε 31,2% το 2014.