Οι πρόσφατες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας για 4500 προσλήψεις στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση έδωσαν έναυσμα για συζήτηση σχετικά με τη διαδικασία και τα κριτήρια διορισμού.
Ένωση Σχολικών Ψυχολόγων Ελλάδας
Η Ένωση Σχολικών Ψυχολόγων, ως επιστημονική ένωση, χαιρετίζει τη δεδηλωμένη πρόθεση του Υπουργείου για τον διορισμό μόνιμων ψυχολόγων στην Εκπαίδευση, προς όφελος ολόκληρου του μαθητικού πληθυσμού. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες εξαγγελίες του Υπουργού για τήρηση της νομιμότητας στα προσόντα διορισμού, φαίνεται να υπάρχει πρόθεση καταστρατήγησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου βάσει του οποίου ορίζεται ως απαιτούμενη η ειδική εκπαίδευση των ψυχολόγων που καλούνται να υπηρετήσουν στην Εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, το νομικό πλαίσιο ορίζει σαφώς και ρητώς την πρόταξη των ειδικευμένων ψυχολόγων, που κατέχουν μεταπτυχιακό στη Σχολική ή Παιδαγωγική Ψυχολογία, έναντι των ψυχολόγων που δεν κατέχουν τίτλο ειδίκευσης στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
Θεωρούμε χρέος μας να υπενθυμίσουμε σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι τα ειδικότερα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου στο σχολικό πλαίσιο και η διαδικασία πρόσληψης των σχολικών ψυχολόγων (κλάδος ΠΕ 23) στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ζητήματα που έχουν ήδη καθορισθεί και πλήρως αποσαφηνιστεί από τον Νομοθέτη και από την Ανώτατη Δικαστική Εξουσία (Νόμος 991/1979, Νόμος 1566/1985, Νόμος 3699/2008, Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 458/2011, Απόφαση 3353/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας). Για τον λόγο αυτό προκαλεί έκπληξη η όποια απόπειρα κλονισμού της ασφάλειας δικαίου και ανατροπής της νομιμότητας.
Επιπλέον, ως επιστημονική ένωση ενημερώνουμε αρμοδίως ότι σε χώρες με οργανωμένη ψυχολογική υποστήριξη της εκπαίδευσης, στις Η.Π.Α. καθώς και σε χώρες της Ε.Ε. όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, οι σχολικοί ψυχολόγοι αποκτούν το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος τους στα σχολεία μόνο μετά την εξειδίκευσή τους με ειδικές σπουδές στη Σχολική/Παιδαγωγική ψυχολογία (μεταπτυχιακό και διδακτορικό τίτλο). Το επάγγελμα των ψυχολόγων είναι ρυθμιζόμενο από την πολιτεία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, έχει σαφή κριτήρια, ποιοτικά, επιστημονικά και δεοντολογικά και διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας των πραγματικών προσόντων τους. Επικρατεί το συμφέρον των παιδιών και της εκπαίδευσης και ο διακριτός ρόλος της σε σχέση με τις υπηρεσίες υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Στη χώρα μας, η αναβάθμιση της εκπαίδευσης και η παροχή εξειδικευμένων ποιοτικών υπηρεσιών σε κάθε μέλος της σχολικής κοινότητας, ιδιαίτερα εν μέσω κρίσης, θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα όλων μας. Οι νέοι μόνιμοι ψυχολόγοι θα κληθούν να αναπτύξουν το πλαίσιο, να καθορίσουν τον χαρακτήρα και τη δυνατότητα αποτελεσματικής ψυχολογικής υποστήριξης και να προσφέρουν στην ποιότητα της εκπαίδευσης τις επόμενες δεκαετίες. Συνεπώς, το προσωπικό που θα στελεχώσει τις νέες δομές χρειάζεται να διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να ανταποκριθεί στο νέο προσανατολισμό του Υπουργείου, που δίνει έμφαση στην πολυεπίπεδη υποστήριξη του μαθητή και της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Κλείνοντας, υπογραμμίζουμε ότι βασική μέριμνα του κράτους είναι και οφείλει να είναι το συμφέρον του παιδιού και της σχολικής κοινότητας, και το δικαίωμά τους σε μια εξειδικευμένη ψυχολογική υποστήριξη, και όχι η εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων των υποψηφίων. Αυτό είναι και αυτό θα πρέπει να είναι το μοναδικό κριτήριο για τις νομοθετικές επιλογές στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης, εφόσον μια χώρα θέλει να επενδύει σοβαρά στο μέλλον της.