Τόσο στόν Ἑσπερινό στόν ἑορτάζοντα Μητροπολιτικό Ναό τῆς Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν, ὅσο καί στήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά καί στόν μεθέορτο Ἐσπερινό, μέσα ἀπό ἕνα…
γεμάτο ἐνθουσιασμό τρόπο καί μεστά ἀπό Χριστό καί Ἑλλάδα, κηρύγματα, ἔδωσε ὁ Σεβασμιώτατος τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς καί τό νόημα καί τήν οὐσία της ἐθνικῆς μας ἐπετείου.
Εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος, ἀπό τήν Πάτρα, παίρνομε τά λόγια τοῦ λεβεντόψυχου Μητροπολίτου τῆς Πάτρας, τοῦ ἀοιδίμου Γερμανοῦ τοῦ Ἐθνεγέρτου καί τό προσφέρομε ὡς μήνυμα πορείας, ζωῆς καί ἐλπίδος γι’ αὐτό τόν τόπο:
«… Νά εἶστε ἀγαπημένοι ὦ Ἕλληνες, ὦ γένος τῶν Ἑλλήνων, φυλή Ἑλληνική, γιά νά εἶστε δύο φορές δοξασμένοι ἀπό τούς πατέρες σας. Ὁπλισθῆτε μέ τόν ζῆλον τοῦ Θεοῦ, ἕκαστος ἐξ’ ὑμῶν ἄς ζωσθῆ τήν ρομφαίαν του, διότι εἶναι προτιμώτερον νά ἀποθάνῃ τις μέ τά ὃπλα ἀνά χεῖρας, παρά νά καταισχύνῃ τά ἱερά τῆς Πίστεώς του καί τήν Πατρίδα του. Ἐμπρός λοιπόν «ἄς συντρίψωμεν τά δεσμά, τόν ζυγόν ὁ ὁποῖος ἐπικάθηται ἐπί τήν κεφαλήν μας», διότι εἴμεθα οἱ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καί οἱ συγκληρονόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄλλοι, καί ὄχι ἐμεῖς θά σᾶς ὁμιλήσουν διά τήν δόξαν τῶν προγόνων σας. Ἐγώ ὅμως θά σᾶς ἐπαναλάβω τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πρός τόν Ὁποῖον ὀφείλομεν ἀγάπην ἰσχυροτέραν καί ἀπό τόν θάνατον (Ἆσμα Ἀσμάτων 8,6).
Αὔριον, ἀκολουθοῦντες τόν Σταυρόν, θά βαδίσωμεν πρός αὐτήν τήν πόλιν τῶν Πατρῶν, τῆς ὁποίας ἡ γῆ εἶναι ἡγιασμένη ἀπό τό αἷμα τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου. Ὁ Κύριος θά ἑκατονταπλασιάσῃ τό θάρρος σας. Ἳνα δέ προστεθοῦν εἰς ὑμᾶς αἱ ἀναγκαῖαι διά νά ἀναζωογονηθῆτε δυνάμεις, σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπό τήν νηστείαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποίαν τηροῦμεν.
Στρατιῶται τοῦ Σταυροῦ, ὅ, τι καλεῖσθε νά ὑπερασπισθῆτε, εἶναι αὐτό τοῦτο τό θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ! Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά εἶσθε εὐλογημένοι καί συγκεχωρημένοι ἀπό πάσας τάς ἁμαρτίας σας».
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Σεβασμιώτατος ἀνεφέρθη στόν ἀείμνηστο καί εὐλαβέστατο Στρατηγό Μακρυγιάννη ὁ ὁποῖος μέ λόγο προφητικό καί ἐπίκαιρο ἔλεγε τότε:
«…Ὅταν μοῦ πειράξουν τήν πατρίδα καί τή θρησκεία μου, θά μιλήσω, θά’ νεργήσω κι’ ὅ,τι θέλουν ἄς μοῦ κάνουν»
Τότε, ἐκεῖ πού καθόμουν εἰς τό περιβόλι μου καί ἔτρωγα ψωμί, πονώντας ἀπό τίς πληγές, ὅπου ἔλαβα εἰς τόν ἀγῶνα καί περισσότερο πονώντας διά τίς μέσα πληγές ὅπου δέχομαι διά τά σημερινά δεινά τῆς Πατρίδος, ἦλθαν δύο ἐπιτήδειοι, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μισομαθεῖς καί ἄθρησκοι, καί μοῦ ξηγῶνται ἔτσι: «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη;». Ἐγώ, στήν ἄθλιαν κατάστασίν μου, τούς λέγω: «Ἀδελφοί, μέ ἀδικεῖτε. Ἑλλάδα δέν πουλάω, νοικοκυραῖγοι μου. Τέτοιον ἀγαθόν πολυτίμητον δέν ἔχω εἰς τήν πραμάτειάν μου. Μά καί νά τό’ χα, δέν τό’ δινα κανενός. Κι’ ἄν πουλιέται Ἑλλάδα, δέν ἀγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τόν κόσμον ἐσεῖς λογιώτατοι, νά μήν θέλῃ νά ἀγοράσῃ κάτι τέτοιο».
Ἔφυγαν αὐτοί. Κι’ ἔκατσα σέ μίαν πέτραν μόνος καί ἔκλαιγα. Μισός ἄνθρωπος καταστάθηκα ἀπό τό ντουφέκι τοῦ Τούρκου, τσακίστηκα εἰς τίς περιστάσεις τοῦ ἀγῶνα καί κυνηγιέμαι καί σήμερον. Καί ἐκάθησα καί ἔκλαιγα διά τά νέα παθήματα. Καί ἐπῆγα πάλιν εἰς τούς φίλους μου τούς Ἁγίους. Ἄναψα τά καντήλια καί ἐλιβάνισα λιβάνιν καλόν ἁγιορείτικον. Καί σκουπίζοντας τά δάκρυά μου τούς εἶπα:
Μήν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου αὐτά τά γκιντί πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νά μασκαρέψουν καί νά ἀφανίσουν τούς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά ἀπό αὐτά πού καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας». Ἕνας δικός μου ἀγωνιστής μου ἔφερε καί μοῦ διάβασεν ἕνα παλαιόν χαρτί, πού ἔγραψεν ὁ κοντομερίτης μου Ἅγιος παπάς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τόν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα δέντρον Τοῦρκοι καί Ἑβραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καί ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καί Γράμματα. Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι: «Ἕνας ἄνθρωπος νά μέ ὑβρίσῃ, νά φονεύσῃ τόν πατέρα μου, τήν μητέρα μου, τόν ἀδελφόν μου καί ὕστερα τό μάτι νά μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος σάν χριστιανός νά τόν συγχωρήσω. Τό νά ὑβρίσῃ τόν Χριστόν μου καί τήν Παναγία μου, δέν θέλω νά τόν βλέπω».
Καί εἶπαν οἱ ἄθρησκοι πού ἐβάλαμεν εἰς τόν σβέρκο μας νά μή μανθάνουν τά παιδιά μας Χριστόν καί Παναγίαν, διότι θά μᾶς παρεξηγήσουν οἱ ἰσχυροί. Καί βγῆκαν ἀκόμη νά’ ποτάξουν τήν Ἐκκλησίαν, διότι ἔχει πολλήν δύναμη καί τήν φοβοῦνται.
Καί εἶπαν λόγια ἄπρεπα διά τούς παπάδες. Ἐμεῖς, μέ σκιάν μας τόν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν ὁλοῦθε, σέ κάστρα, σέ ντερβένια, σέ μπογάζια καί σέ ταμπούργια. Καί αὐτός ὁ Σταυρός μᾶς ἔσωσε. Μᾶς ἔδωσε τήν νίκη καί ἔχασε (ὁδήγησε σέ ἥττα) τόν ἄπιστον Τοῦρκον. Τόση μικρότητα στόν Σταυρό, τόν σωτῆρα μας! Καί βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τούς ξένους καί τούς παπάδες μας, τούς ζυγίζουν ἂναντρους καί ἀπόλεμους.
Ἐμεῖς τούς παπάδες τούς εἴχαμε μαζί εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καί δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διά νά βλογᾶνε τά ὄπλα τά ἱερά, ἀλλά καί αὐτοί μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι, πολεμώντας σάν λεοντάρια. Ντροπή Ἕλληνες…»
Ἐπίσης ἔκανε ἀναφορά στήν Ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, ἡ ὁποία ὡς εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος δέν δίδει τήν οὐσία καί τό βάθος τῆς ἑορτῆς, ἀλλά ἀοριστολογεῖ θέλοντας μᾶλλον νά ἀποφύγῃ τίς ἱστορικές ἀλήθειες τοῦ ἀγῶνος καί τοῦ Γένους ἐναντίον τοῦ Τούρκου κατακτητῆ.
Ὅμως πρέπει νά γνωρίζωμε ὅλοι καί βεβαῖος ὁ κ. Ὑπουργός ὅτι σ’ αὐτήν τήν καρέκλα πρῶτος Ὑπουργός τῆς Θρησκείας καί τῆς Παιδείας τῆς Ἑλλάδος ἐκάθησε ἕνας πού πέρασε ἀπό βάσανα καί φρικτά μαρτύρια, φυλακές καί ἀτιμώσεις γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μας, δοκιμάστηκε σάν τό χρυσάφι στό καμίνι τῆς ὀδύνης καί τῆς συμφορᾶς στήν φοβερή εἰρκτή (φυλακή) τοῦ Πασᾶ τῆς Τριπολιτσᾶς, μαζί μέ τούς ἄλλους Ἀρχιερεῖς καί Προκρίτους τῆς Πελοποννήσου, ὁ τρισμακάριος Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης Ἰωσήφ. Ἐκάθησε πρῶτος σ’ αὐτή τήν καρέκλα καί τήν ἁγίασε μέ τό πετραχήλι του καί τό ὠμόφορό του ἕνας Δεσπότης. Γι’ αὐτό ὅποιος κάθεται μετά ταῦτα σ’ αὐτή τήν θέση πρέπει νά κάνῃ τόν Σταυρό του καί νά μνημονεύῃ Χριστό καί Ἑλλάδα γιατί αὐτά τά δύο, εἴτε τό θέλομε, εἴτε ὄχι, πᾶνε πάντα μαζί. Ὅποια ἄλλη θεώρηση ὁδηγεῖ τά πρόσωπα σέ θλιβερά ναυάγια καί τό τόπο στήν καταστροφή.
Μαζί μέ τόν Σεβασμιώτατο συγχοροστάστησε καί συλλειτούργησε στίς Ἱερές Ἀκολουθίες ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Κερνίτσης κ. Χρύσανθος καί πολλοί Κληρικοί τῆς πόλεως καί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν.