Η δημόσια διοίκηση δεν είναι τίποτε άλλο από μια μηχανή που ρυθμίζει κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Δεν φτιάχνεται αυθαίρετα, αλλά αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο.
Η διαπίστωση αυτή, αν και αυτονόητη, έχει τη δική της σημασία για να κατανοήσουμε τη σημερινή κατάσταση στην εποχή της κρίσης και των μνημονίων.
Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση εδώ και επτά χρόνια. Υπάρχουν όμως οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες διαχρονικές, κληρονομημένες από την εποχή πριν από την κρίση, καθώς και αυτές που δημιουργούνται από την ίδια την κρίση και από τις ανάγκες μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται φανερό ότι η κρατική μηχανή δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, αφού δεν έχει διαμορφωθεί η οικονομική πραγματικότητα πάνω στην οποία θα στηριχθεί, δεν μπορεί να αλλάξει βίαια και φυσικά δεν μπορεί να αλλάξει με στενά δημοσιονομικούς όρους.
Για παράδειγμα, η υγεία του πληθυσμού, η μόρφωσή του, δηλαδή η εκπαίδευση, η έρευνα, η ασφάλεια της χώρας, δεν μπορούν να υπόκεινται σε δημοσιονομικούς περιορισμούς που καθιστούν το παραγόμενο έργο υποδεέστερο από τις ανάγκες.
Εάν αυτό συμβεί, το βέβαιο είναι ότι τα πλήγματα στην κοινωνία και στην οικονομία θα είναι τεράστια και φυσικά σε βάρος της ανάπτυξης και της προοπτικής εξόδου από την κρίση.
Παρ’ όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή που επιβλήθηκε η πολιτική των μνημονίων ακολουθήθηκε η πολιτική της βίαιης οικονομικής προσαρμογής και στον δημόσιο τομέα.
Αν και με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα ήταν και παραμένει από τα χαμηλότερα των χωρών της ευρωζώνης, από το 2009 μέχρι σήμερα αποχώρησαν από τον δημόσιο τομέα περισσότεροι από 300 χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η Υγεία και η Παιδεία έχουν δεχτεί τεράστιο πλήγμα. Το προσωπικό τους δεν επαρκεί για τις ανάγκες. Η κρατική μηχανή ουσιαστικά έχει απορρυθμιστεί.
Και αυτός που πληρώνει, ποικιλοτρόπως, τον τελικό λογαριασμό είναι φυσικά ο πολίτης. Η αντιστροφή της κατάστασης είναι πλέον επιτακτική ανάγκη.