Ενα βροχερό πρωινό Κυριακής, όσο η γειτονιά του ακόμη κοιμάται, ο Μάνος Καπετανάκης ξεκινάει μέσα σε ένα μεταχειρισμένο Ford Fiesta δώδεκα ετών για τη δουλειά του. Είναι ειδικευόμενος θωρακοχειρουργός στο Αττικό Νοσοκομείο. Υστερα από πολυετείς σπουδές και εργασία στο εξωτερικό, δεν φανταζόταν ότι θα ακολουθούσε καθημερινά αυτό το δρομολόγιο. «Είναι περίεργο να γυρίζεις στην πατρίδα σου το 2011, σε περίοδο βαθιάς κρίσης», λέει. «Στο τηλέφωνο η μητέρα μου μού έλεγε: “Πού θα έρθεις, παιδί μου, στην Ελλάδα; Εδώ τα έχουν κάψει, τα έχουν καταστρέψει όλα”».
Αν και από τις τελευταίες τρεις φουρνιές γιατρών της ειδικότητάς του οι περισσότεροι αναζήτησαν επαγγελματική διέξοδο στο εξωτερικό, ο ίδιος επέλεξε αντίστροφη πορεία. «Ηρθα σε μια δύσκολη συγκυρία. Αυτό που επικρατεί είναι μια τάση φυγής», τονίζει.
Περισσότεροι από 130.000 Ελληνες πτυχιούχοι έφυγαν από τη χώρα την τελευταία πενταετία, σύμφωνα με τη μελέτη «Εξωτερική Μετανάστευση από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης» που πραγματοποιήθηκε από τη Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με χρηματοδότηση του London School of Economics. Μάλιστα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι το 40% του συνόλου των Ελλήνων μεταναστών μετά το 2010 περιλαμβάνει κατόχους υψηλών τίτλων σπουδών (μεταπτυχιακών και διδακτορικών), καθώς και αποφοίτους Ιατρικής και Πολυτεχνείου.
«Πάρα πολλοί από όσους φεύγουν διώχνονται ουσιαστικά από τη χώρα, γιατί είναι δύσκολο να απασχοληθούν εδώ», λέει στην «Κ» ο Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης.
Ωστόσο, κόντρα στην αποκαλούμενη «διαρροή εγκεφάλων» («brain drain»), ορισμένοι πτυχιούχοι επιλέγουν να επιστρέψουν και να παραμείνουν στην Ελλάδα. «Το κέρδος είναι αναμφίβολα διπλό. Γυρίζουν έχοντας ζήσει και εργαστεί σε ένα διαφορετικό περιβάλλον που τους ωρίμασε», λέει ο κ. Λαμπριανίδης, ο οποίος τους τελευταίους μήνες ως γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπουργείου Οικονομικών αναζητεί λύσεις προσέλκυσης Ελλήνων πτυχιούχων που βρίσκονται στο εξωτερικό. Οπως εξηγεί, η κυβέρνηση προτίθεται μέσω του νέου αναπτυξιακού νόμου να μοριοδοτήσει την απασχόληση εξειδικευμένου προσωπικού και να ενισχύσει τη δημιουργία ερευνητικών κέντρων. Παράλληλα, εξετάζει και την αξιοποίηση όσων επιλέγουν να παραμείνουν στο εξωτερικό, διευκολύνοντας συνεργασίες τους με την Ελλάδα.
Μέχρι να εφαρμοστούν αυτές οι πολιτικές, τρεις νέοι πτυχιούχοι που επαναπατρίστηκαν τα τελευταία χρόνια από τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ εξηγούν στην «Κ» γιατί, παρά την αβεβαιότητα, τη –συχνά– αργή επαγγελματική εξέλιξη και τις μισθολογικές περικοπές σε σύγκριση με την καριέρα τους στο εξωτερικό, επιχειρούν νέο ξεκίνημα στην Ελλάδα.
Ο κύκλος της μετανάστευσης κράτησε για τον Μάνο Καπετανάκη πάνω από δύο δεκαετίες. Σε ηλικία 14 ετών έφυγε με την οικογένειά του από τα Χανιά για τις ΗΠΑ. Μετά το λύκειο σπούδασε Θαλάσσια Βιολογία και συνέχισε με Ιατρική στο Πανεπιστήμιο George Washington. Αφού έκανε ένα διάλειμμα για τη στρατιωτική του θητεία στην Ελλάδα και εργάστηκε για ένα χρόνο στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, έφυγε για το Imperial College του Λονδίνου, όπου πραγματοποίησε το μεταπτυχιακό του στη Χειρουργική. Παρέμεινε εκεί για την ειδικότητά του, ώσπου το 2011 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ηταν η χρονιά που άνοιξε θέση ειδικότητας για τον ίδιο στην Αθήνα, καθώς μέχρι τότε, όπως λέει, η πατρίδα δεν του έδινε τη δυνατότητα να επιστρέψει.
«Σκεφτόμουν ότι θα το έκανα αργότερα, στην ηλικία των 50, έχοντας περισσότερες εμπειρίες στην πλάτη μου. Με έφαγε, όμως, το σαράκι της ξενιτιάς», λέει. «Είχα μεγάλο σπίτι, καλό μισθό, αλλά έφευγα το πρωί με μουντό καιρό και ψιλόβροχο που διαπερνούσε το κόκαλο και επέστρεφα βράδυ με πίσσα σκοτάδι σε ένα τεράστιο, αλλά άδειο σπίτι».
Στην Ελλάδα, η καθημερινότητά του αποδείχθηκε ιδιαίτερα απαιτητική. Προσλήφθηκε ως ειδικευόμενος στο Αττικό Νοσοκομείο και βοήθησε τον επίκουρο καθηγητή Ιατρικής Περικλή Τόμο στο στήσιμο της Θωρακοχειρουργικής Κλινικής εκ του μηδενός. Για τις ανάγκες της κλινικής χρειάζονταν τέσσερις ειδικευόμενοι. Για αρκετό καιρό, όμως, λόγω έλλειψης προσωπικού, ήταν διαθέσιμος μόνο ο κ. Καπετανάκης. Σε λιγότερο από εννέα μήνες μαζί με τον διευθυντή της κλινικής πραγματοποίησαν περισσότερα από 90 χειρουργεία και ζητούν να τους διατεθεί ακόμη ένας τετράκλινος θάλαμος, καθώς οι ανάγκες τους αυξάνονται συνεχώς. Οπως λέει, όμως, ο 39χρονος ειδικευόμενος, η εμπειρία που λαμβάνει πλάι στον διευθυντή της κλινικής –τον οποίο αποκαλεί «δάσκαλο»– τον αποζημιώνει.
«Κέρδισα σε εκπαίδευση. Η γνώση που μου παρέχεται είναι εφάμιλλη εκείνης στο εξωτερικό», τονίζει.
Η επιστροφή στην Ελλάδα, πάντως, του στοίχισε οικονομικά. Στο Λονδίνο έβγαζε 4.500 – 5.000 ευρώ τον μήνα, ενώ σήμερα ο μισθός του μαζί με επτά εφημερίες φτάνει τα 1.600 ευρώ – απολαβές αναντίστοιχες με τις εργατοώρες του, οι οποίες ξεπερνούν τις 70 ανά εβδομάδα. Εχει δεχθεί αρκετά e-mail από τη Μ. Βρετανία με δελεαστικές προσφορές για εργασία. Αφού το συζήτησε με τη σύζυγό του, αποφάσισε να τις αγνοήσει.
«Καθαρά για βιοποριστικούς λόγους ένα μεγάλο ποσοστό γιατρών φεύγει. Δεν τους κατηγορώ. Αυτή η επιλογή θα μπορούσε να είναι και δική μου εάν ήμουν σε κάποια άλλη κλινική», λέει. «Θεώρησα ότι έπρεπε να δώσω ευκαιρία στη νέα κλινική. Αξίζει να μείνεις στην Ελλάδα, να φτιάξεις κάτι καινούργιο, διαφορετικό, να δώσεις μάχη».
«Στο σύνολο έχω ζήσει περισσότερα χρόνια στο εξωτερικό απ’ ό,τι στην Ελλάδα και δεν το θεωρούσα ποτέ δεδομένο ότι θα επιστρέψω», λέει η 32χρονη αρχιτέκτονας Αναστασία Φιλιππαίου. Πέρασε μεγάλο μέρος της σχολικής ζωής της στις Βρυξέλλες και πραγματοποίησε όλες τις σπουδές της εκτός Ελλάδας, πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Bath στη Μ. Βρετανία και έπειτα στο Πολυτεχνείο της Καταλωνίας στην Ισπανία. Αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στην Ελλάδα και εργάστηκε σε κατασκευαστική εταιρεία, έφυγε ξανά στο εξωτερικό. Τελευταίος σταθμός για το δεύτερο μεταπτυχιακό της ήταν το Pratt Institute στη Νέα Υόρκη.
«Φανταζόμουν ότι θα έμενα στις ΗΠΑ. Αισθανόμουν από την ακαδημαϊκή πορεία ότι προωθούν τους ικανούς ανθρώπους με αξιοκρατικά κριτήρια», λέει.
Ωσπου το 2013 είδε να ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας στην Ελλάδα της κρίσης. Δεχόταν προτάσεις από Ελληνες του εξωτερικού οι οποίοι ενδιαφέρονταν να επενδύσουν σε ακίνητα στην Αθήνα και στα νησιά. «Ηθελαν να εκμεταλλευθούν τη ραγδαία πτώση των τιμών και ζητούσαν να ασχοληθώ με την εύρεση ακινήτων και κατά περίπτωση με την ανακαίνιση ή την έγερση νέων κτισμάτων», λέει.
Στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, πραγματοποίησε ανακαινίσεις ακινήτων αλλά και εμπορικών καταστημάτων, εργάστηκε σε μελέτες που υλοποιήθηκαν στο εξωτερικό και πήρε μια γεύση των δυσκολιών της ελληνικής πραγματικότητας. Το καλοκαίρι, μια συνεργασία της διακόπηκε προτού ξεκινήσει εξαιτίας των capital controls. Οι πελάτες της τρόμαξαν από τις εξελίξεις. Ανησυχούσαν τις πρώτες ημέρες κλεισίματος των τραπεζών ακόμη και για το αν θα έχουν τη δυνατότητα να προμηθευτούν βενζίνη. Παράλληλα υπήρχαν και επενδυτές στο εξωτερικό που εξέτασαν τις επιλογές τους και θεώρησαν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να δράσουν στην Ελλάδα.
«Σίγουρα η επιστροφή έχει ένα ρίσκο. Η δυσκολία δεν προκύπτει μόνο λόγω της αβεβαιότητας του ελεύθερου επαγγέλματος, αλλά βασίζεται και στη γενικότερη αστάθεια, πολιτική και οικονομική, κατά την οποία ένας νέος επιχειρηματίας δεν μπορεί να κάνει προβλέψεις», λέει. «Ημουν διατεθειμένη όμως να αντιμετωπίσω αυτήν την κρίση όχι σαν κακοτυχία, αλλά σαν πρόκληση. Μια ευκαιρία για τη δική μας γενιά να δοκιμάσουμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα».
Διατηρεί ακόμη επαφές με το εξωτερικό και συχνά νεότεροι φοιτητές αρχιτεκτονικής τής λένε ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς μέλλον στην Ελλάδα. «Με ενοχλεί η ιδέα ότι τα καλά μυαλά παραμένουν στο εξωτερικό και μόνο εκεί μπορούν να διαπρέψουν», λέει η ίδια. «Πρέπει να δοθούν κίνητρα σε αυτούς τους ανθρώπους σε όλους τους τομείς για να επιστρέψουν και να φέρουν μαζί τη γνώση που έχουν λάβει».
Πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», σε μια κατάφυτη έκταση που δεν είναι ορατή από τον δρόμο, ορθώνονται τα κτίρια του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ). Σε ένα από τα εργαστήρια ο Γιάννης Σεραφειμίδης παρατηρεί δείγματα των πειραμάτων του στο μικροσκόπιο. Επέστρεψε προ κρίσης στην Ελλάδα και παρέμεινε εδώ παρά τις ευκαιρίες που είχε να μεταναστεύσει ξανά.
«Το πιο εύκολο θα ήταν να παραμείνω στο εξωτερικό», λέει. «Η αλλαγή ήταν ότι επέστρεψα». Το 1996 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Βιοχημεία στο King’s College του Λονδίνου, καθώς τότε δεν προσφερόταν αντίστοιχο πτυχίο στην Ελλάδα. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στην αναπτυξιακή βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και γύρισε στην Ελλάδα το 2005 για τη στρατιωτική του θητεία. Επειτα προέκυψε μια θέση ερευνητή βιολόγου στο ΙΙΒΕΑΑ. Εκεί ασχολείται με την αναπτυξιακή βιολογία του παγκρέατος. Σκοπός της έρευνας, που χρηματοδοτείται από το εξωτερικό, είναι να παραχθεί μια ανεξάντλητη πηγή β-κυττάρων για τη θεραπεία του διαβήτη.
«Οι λόγοι που έχω παραμείνει δεν έχουν να κάνουν ούτε με τον ήλιο και τη θάλασσα της Ελλάδας ούτε με το ότι δεν μπορούσα χωρίς συγγενείς και φίλους», λέει. «Απόλυτο κριτήριο ήταν ένα ερευνητικό περιβάλλον όπου θα μπορούσα να κάνω υψηλού επιπέδου έρευνα, όπως είχα συνηθίσει και στο εξωτερικό, σε ένα πρότζεκτ που θα με ενδιέφερε και θα μου έδινε προοπτικές εξέλιξης».
Αν συνέχιζε την πορεία του στο εξωτερικό, πιθανόν σήμερα να είχε δικό του εργαστήριο και ερευνητική ομάδα, όπως κάποιοι συμφοιτητές του στο Cambridge. Στην Ελλάδα η επαγγελματική εξέλιξη στον ερευνητικό ιστό είναι πιο αργή. «Δεν μετανιώνω. Αυτό που κάνω τώρα με καλύπτει και ας παίρνει περισσότερο χρόνο η εξέλιξη», λέει ο 37χρονος βιολόγος.
Ανά περιόδους, η λήξη των κοινοτικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων και ο κίνδυνος ασυνέχειας στον τομέα της έρευνας εντείνουν την αβεβαιότητα και τις τάσεις φυγής νέων επιστημόνων. «Είναι καθαρά οικονομικό θέμα το πώς θα τους ξαναφέρουμε εδώ. Εχει να κάνει με τους διαθέσιμους πόρους του κράτους για την έρευνα», λέει ο κ. Σεραφειμίδης. Πρόσφατα, το διοικητικό συμβούλιο του ΙΙΒΕΑΑ πήρε την πρωτοβουλία να παρατείνει τη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων μέχρι το τέλος του χρόνου, ανεξαρτήτως του πότε λήγει το ΕΣΠΑ, για να μη διακοπεί το έργο των επιστημόνων.
Πριν από δυόμισι χρόνια, δόθηκε στον κ. Σεραφειμίδη η δυνατότητα να ακολουθήσει τον επιβλέποντα ερευνητή του στη Δρέσδη, αποφάσισε, όμως, να μείνει στην Αθήνα και συνέχισε από εδώ τη συνεργασία μαζί του. «Εχω επενδύσει ουσιαστικά πάνω σε αυτή τη δουλειά. Εχουμε τα αντιδραστήρια που χρειάζονται, έχουμε στήσει τεχνικές που χρειάζονται», λέει. «Το να ξαναφύγω στο εξωτερικό σημαίνει ότι πρέπει να αφήσω όλη αυτή την προσπάθεια που έχει γίνει μέχρι σήμερα».