Με μια δήλωση πρόθεσης του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας Τάσου Κουράκη έγινε γνωστή η σκέψη της κυβέρνησης για τον τρόπο επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων, σύμφωνα με την οποία σε κάθε σχολική μονάδα ο διευθυντής θα εκλέγεται από τον σύλλογο των καθηγητών, ανάμεσα σε υποψήφιους με οργανική θέση στη σχολική μονάδα ή τον προηγούμενο διευθυντή που μπορεί να προέρχεται από άλλο σχολείο.
Αυτό, σύμφωνα με την ανακοίνωση, θα εφαρμοστεί φέτος πιλοτικά και από την επόμενη σχολική χρονιά θα γενικευτεί ανάλογα με τις εμπειρίες που θα υπάρξουν από την πιλοτική εφαρμογή.
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για μια δημοφιλή πρόταση, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών οι οποίοι, ιδιαίτερα τον χρόνο που πέρασε, βίωσαν έναν αφόρητο αυταρχισμό, μια μόνιμη απειλή, η οποία ξεκινούσε από το υπουργείο Παιδείας και μέσω των περιφερειακών διευθυντών και των προϊσταμένων των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης «χαράκωνε» τον εκπαιδευτικό κόσμο.
Οι τελικοί ιμάντες μεταβίβασης και υλοποίησης των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών, του κλίματος αυθαιρεσιών και εκβιασμών, των «εντέλλεσθε» ήταν η μεγάλη πλειονότητα των διευθυντών των σχολικών μονάδων, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δίστασαν, υιοθετώντας ακόμη και άνωθεν προφορικές εντολές, να πιέσουν και να αστυνομεύσουν τους συναδέλφους τους.
Ατμόσφαιρα διάλυσης
Ολα αυτά δημιούργησαν ατμόσφαιρα διάλυσης, πανικού και αποξένωσης στα σχολεία. Οι έννοιες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης μεταξύ των εκπαιδευτικών εξοβελίστηκαν.
Η κατάσταση αυτή, η οποία έχει αφήσει ζωντανά ακόμη τα αποτυπώματά της, πριμοδοτεί μια θετική αποδοχή της πρότασης για εκλογή των διευθυντών από τον σύλλογο διδασκόντων. Σίγουρα, η πρόταση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητη και συμβατή αν μιλούσαμε για ένα κοινωνικό σύστημα που πάλευε να αμβλύνει τις ανισότητες, για μια εκπαίδευση δημοκρατική, για ένα σχολείο που δεν θα μοντάριζε τις λειτουργίες του πάνω στις ράγες του ταξικού του χαρακτήρα.
Γιατί ο «ζεστός και ζαχαρωμένος λόγος» της επιλογής διευθυντών από τους διδάσκοντες, όταν είναι ασύμφωνος με τα έργα που εξαγγέλλει, τότε γίνεται τραγούδι των Σειρήνων και ξεστρατίζει από τα πραγματικά και φλέγοντα ζητήματα της δημόσιας εκπαίδευσης.
Γιατί δεν πρέπει καθόλου μα καθόλου να ξεχνάμε ότι ακόμη και στην παράλογη υπόθεση που οι πιο δημοκρατικοί εκπαιδευτικοί καταλάμβαναν τις ανώτερες θέσεις στη διοίκηση, τίποτε δεν θα άλλαζε στην κοινωνία της εκμετάλλευσης, καθώς πάλι θα υπήρχαν θέσεις διευθυντών και διευθυνομένων.
Το ιεραρχικό πλέγμα
Ετσι, πάνω ακόμη και από τον τρόπο που θα γίνουν οι επιλογές των διευθυντών ή των προϊσταμένων, πέρα ακόμη και από τα πρόσωπα, το κυριότερο ζήτημα παραμένει η φιλοσοφία και το ιεραρχικό πλέγμα της διοίκησης που «οικοδομεί» στελέχη, τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν μια πολιτική που «γδέρνει» την ήδη ρημαγμένη εκπαιδευτική γη.
Από την άποψη αυτή, το ποιος και πώς επιλέγεται στη θέση τού στελέχους έχει μια σημασία, ωστόσο μεγαλύτερη σημασία έχει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των στελεχών εκπαίδευσης και η πολιτική που αυτό θα υπηρετήσει.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση για επιλογή διευθυντών από τον Σύλλογο Διδασκόντων, ενώ θα μπορούσε να ανοίξει προοπτικές και δυνατότητες να λειτουργήσουν πιο δημοκρατικά τα σχολεία, στην περίπτωση που το νομοθετικό «πατρόν» των καθηκόντων δεν αλλάξει, στην περίπτωση που η εκπαίδευση συνεχίσει να «ζυμώνεται» με την άθλια μαγιά των μνημονιακών (και όχι μόνο) αντιεκπαιδευτικών νόμων, στην περίπτωση που το σχολείο των περικοπών, του αυταρχισμού και του φτηνού εκπαιδευτικού παραμένει ζώσα πραγματικότητα, τότε δεν θα έχουμε τίποτε περισσότερο από ένα αριστερό ένδυμα σε ένα δεξιό σώμα.
Και αυτό είναι εξόχως επικίνδυνο καθώς αφενός θα πριμοδοτεί αυταπάτες, θα τροφοδοτεί έναν αποπροσανατολισμό από τα βασικά αιτήματα του μισθού, της περίθαλψης, του ωραρίου, της χρηματοδότησης, των υποδομών, της σύνταξης, της δημοκρατίας κ.λπ. και βεβαίως, θα μεταφέρει έντεχνα τα προβλήματα της σχολικής μονάδας στο εσωτερικό της, στους εκπαιδευτικούς που θα διασπαστούν αντικειμενικά σε «στρατόπεδα», και όχι σ’ αυτούς που έχουν την ευθύνη.
Στο πλαίσιο αυτό και τραβώντας το νήμα παραπέρα, θεωρούμε ότι είναι επικίνδυνη αυταπάτη να μιλάει κανείς για «αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σχολείων», η οποία μάλιστα θα μπορούσε να γενικευτεί σε όλο το φάσμα των «στελεχών» της εκπαίδευσης.
Είναι γνωστό ότι στο παρελθόν οι εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία συνοδεύονταν με ξήλωμα του παλιού διοικητικού μηχανισμού και με στελέχωση με εκπαιδευτικούς προσκείμενους στη νέα κυβέρνηση. Η άλωση των διευθυντικών θέσεων ήταν το λάφυρο του νικητή. Οποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα, ΠΑΣΟΚ ή Ν.Δ., βρισκόταν στην εξουσία έσπευδε να στελεχώσει τη διοίκηση της εκπαίδευσης με τα δικά του παιδιά, για να μπορεί να ελέγχει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση.
Οι εκθέσεις αξιολόγησης
Ωστόσο, αν αυτό γινόταν με μια σχετική αυστηρότητα στο επίπεδο των προϊσταμένων Εκπαίδευσης, στο επίπεδο των διευθυντών σχολικών μονάδων υπήρχε μια «χαλαρότητα» καθώς το νομοθετικό πλαίσιο-πατρόν είχε τη δυνατότητα (στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων) να «προσαρμόζει» ή να μεταλλάσσει όσους επέλεγαν να διεκδικήσουν μια θέση διευθυντή σχολικής μονάδας.
Μετά τη μεταπολίτευση, και αφού καταργήθηκε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, τα κριτήρια επιλογής-κρίσης των διευθυντών ήταν η έκθεση-αξιολόγηση του επιθεωρητή και τα χρόνια υπηρεσίας. Βέβαια, όποιος ήταν ανεπιθύμητος «εισέπραττε» μια αρνητική έκθεση από τον επιθεωρητή και αποκλειόταν.
Προϊόντος του χρόνου αφαιρέθηκε η έκθεση του επιθεωρητή (με την κατάργηση του θεσμού) και στα χρόνια υπηρεσίας προστέθηκε η προϋπηρεσία επ’ ωφελεία των ήδη διατελεσάντων διευθυντών, ενώ αργότερα προστέθηκαν και διάφορα άλλα μετρήσιμα κριτήρια, ανάμεσά τους και η κοινωνική και συνδικαλιστική δράση, επ’ ωφελεία βέβαια των συνδικαλιστών και δη των κυβερνητικών παρατάξεων, που είχαν και την πλειοψηφία στα όργανα κρίσης και επιλογής, καθώς και η συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον των μελών των οργάνων αυτών.
Τέλος, τα τελευταία χρόνια αφαιρέθηκε η συνδικαλιστική και κοινωνική δράση και προστέθηκαν τα «αυξημένα προσόντα» (δεύτερο πτυχίο, διδακτορικό, μεταπτυχιακό, ξένες γλώσσες, επίπεδα γνώσης Η/Υ κ.λπ.).
Και εδώ αρχίζουν και πάλι τα εύλογα ερωτήματα. Οπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Ανεξάρτητος Συνδυασμός Εκπαιδευτικών ν. Ημαθίας, «το κυρίαρχο ζήτημα εδώ δεν είναι αν μπορούν, όσοι και όσες θέλουν, να αποκτήσουν τέτοιους τίτλους (από άποψη χρόνου και χρήματος), αλλά αν αυτοί οι τίτλοι εγγυώνται και πόσο τη διευθυντική ικανότητα και καταλληλότητα».
Με ποια λογική, αναρωτιούνται πολλοί εκπαιδευτικοί, «ένα μεταπτυχιακό σε κάποιον τομέα γνώσης κάνει κάποια-κάποιον ικανό και κατάλληλο για διευθυντή περισσότερο από κάποια-κάποιον που δεν τον έχει; Τι σχέση έχει με τη διοίκηση του σχολείου η εξειδικευμένη γνώση σ’ έναν τομέα των μαθηματικών, της φυσικής, της λογοτεχνίας, των αρχαίων, της ιστορίας, της θεολογίας κ.τ.λ.;».