φωτογραφία αρχείου |
Επείγουσα πρόσκληση Βαρθολομαίου στον Πατριάρχη Αντιοχείας να μεταβεί στο Φανάρι
Η δικαιοδοσία του Κατάρ «απειλεί» την Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών
Αντωνιάδου Μαρία
Σε «νάρκη» έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή και να «τινάξει στον αέρα» το μήνυμα ενότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της πρώτης μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών (1054) που θα συγκληθεί τον Ιούνιο στην Κρήτη έχει μετατραπεί το Κατάρ, την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου διεκδικούν τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Η διαμάχη ξεκίνησε πριν από περίπου τρία χρόνια και τώρα, δύο μήνες πριν από την σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου, ο Πατριάρχης Αντιοχείας κ. Ιωάννης με επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο δηλώνει ότι, εάν δεν λυθεί το πρόβλημα, δεν θα παραβρεθεί στην Κρήτη.
Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης την περασμένη εβδομάδα προ του αδιεξόδου
απέστειλε επιστολή στον κ. Ιωάννη, με την οποία τον κάλεσε να βρίσκεται την Τετάρτη το απόγευμα, είτε ο ίδιος, είτε εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Αντιόχειας στην Κωνσταντινούπολη.
«Λύπην, άλγος ψυχής και πολύν πόνον» δηλώνει ο κ. Βαρθολομαίος ότι του προκάλεσε η επιστολή του Πατριάρχη Αντιοχείας, με την οποία αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην συμμετάσχει στην Μεγάλη Σύνοδο, εάν δεν λυθεί η υπόθεση «του Εμιράτου του Κατάρ. Ενθυμείται, ασφαλώς, η Υμετέρα Μακαριότης και η κατ΄ Αυτήν αδελφή Εκκλησία οπόσους κόπους επί σειράν ετών και προσπαθείας κατέβαλε και αύτη διά των εκάστοτε Αντιπροσωπειών αυτής προς προετοιμασίαν της Συνόδου ταύτης, τας οποίας κατ΄ αξίαν εκτιμά ως κατά πάντα θετικάς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εφ΄αίς πάσαις και εκφράζει την ευχαριστίαν και αναγνώρησιν αυτού» δηλώνει ο κ.κ. Βαρθολομαίος και προσθέτει: «Εν τω μεταξύ όμως προέκυψεν ως μη ώφειλε, το γνωστόν πρόβλημα του Κατάρ, των Αγιωτάτων Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων προβαλουσών επ΄ αυτού εκατέρας ίδια επιχειρήματα».
Και καταλήγει: «Ως γνωστόν Υμιν, Μακαριώτατε αδελφέ, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εν συνεργασία μετ΄Αντιπροσωπειών των δύο πρεσβυγενών Πατριαρχείων, αλλά και των εν Αθήναις εκπροσώπων της εντίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως, κατέβαλε πολλάς προσπαθείας, άνευ όμως του ευκταίου και αναμενομένου μέχρι σήμερον θετικού και ικανοποιητικού δι΄ αμφοτέρας τας Εκκλησίας αποτελέσματος».
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιον «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εν τη συντονιστική και πρωτοθρόνω ευθύνη αυτού και ενώπιον του αναληφθέντος ιστορικού εγχειρήματος της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ήτις οφείλει ίνα καταδείξη την ενότητα της Μίας και Ενιαίας Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας και την μαρτυρίαν αυτής προς τον σύγχρονον κόσμον, αναλαμβάνει την πρωτοβουλίαν ίνα προσκαλέση Υμετέραν Αντιπροσωπείαν εις Φανάριον (…)».
Η πρόσκληση εστάλη, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες ο Πατριάρχης Αντιοχείας δεν μπορεί να μεταβεί στο Φανάρι και τουλάχιστον μέχρι αυτή την στιγμή δεν έχει ξεκινήσει κάποια αντιπροσωπεία από την Δαμασκό για την Κωνσταντινούπολη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η διένεξη μεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ξεκίνησε με αφορμή την εκλογή Μητροπολίτη με τον τίτλο Κατάρων από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, περιοχή όμως η οποία κατά το Πατριαρχείο Αντιοχείας ανήκει στην δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Το ζήτημα που απασχολεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα τις δύο πλευρές έχει ρίξει πολλές φορές την σκιά του στις διορθόδοξες συναντήσεις υψηλόβαθμων αντιπροσωπειών και Συνάξεις Ορθοδόξων Προκαθημένων, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η εξεύρεση κοινώς αποδεκτής λύσης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δείχνει έστω και την ύστατη στιγμή ν’ αναλαμβάνει μια πρωτοβουλία, προκειμένου να μην προκληθούν προβλήματα κατά τη διάρκεια της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας έχει ορίσει την αντιπροσωπεία που θα μεταβεί στην Κρήτη, αλλά ενημερώνει τον κ.κ. Βαρθολαίο ότι, εάν δεν λυθεί το ζήτημα του Κατάρ, ενδεχομένως να μην υπάρξει τελικά εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Αντιοχείας ούτε με Μητροπολίτες στην Μεγάλη Σύνοδο. Και με το δεδομένο ότι οι αντιπρόσωποί του που συμμετείχαν στην Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων που συγκλήθηκε τον Ιανουάριο στην Γενεύη δεν υπέγραψαν τα’ ανακοινωθέντα των Πατριαρχών και των Αρχιεπισκόπων, το πρόβλημα περιπλέκεται περισσότερο, καθώς η αρχή της ομοφωνίας που αποτελεί κύρια παράμετρο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δείχνει να «ραγίζει».