του Τάσου Χατζηαναστασίου, φιλολόγου στο ΕΠΑΛ Ναυπλίου
Πρώτα πρώτα, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί στο πρόσφατο παρελθόν (1998-2000 και 2014), η μέση τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση (ΤΕΕ) ενισχύεται σε μαθητικό δυναμικό κυρίως όταν το Γενικό Λύκειο (ΓΕΛ) γίνεται πιο αυστηρό όταν δηλαδή δυσκολεύουν η προαγωγή από τάξη σε τάξη, η απόλυση, αλλά και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για όσους θυμούνται, με την μεταρρύθμιση «Αρσένη» του 1998 τα νεοσύστατα ΤΕΕ – που καταργήθηκαν χωρίς καμία αξιολόγηση της λειτουργίας και προσφοράς τους για να δώσουν τη θέση τους στα ΕΠΑΛ – είχαν αυξημένες εγγραφές όσο ίσχυαν οι πανελλήνιες σε όλα τα μαθήματα στην Β΄ και την Γ΄ τάξη του ΓΕΛ ενώ και στην Α΄ τάξη οι καθηγητές έκριναν πιο αυστηρά προκειμένου να ωθήσουν τους πιο αδύναμους μαθητές προς τα ΤΕΕ. Το αντίθετο συμβαίνει όταν το ΓΕΛ γίνεται «ευκολότερο»: οι γονείς και οι μαθητές προτιμούν την γενική παιδεία. Κάτι αντίστοιχο είχαμε και πιο πρόσφατα με την θεσμοθέτηση πιο αυστηρών κριτηρίων προαγωγής από την Α΄ και Β΄ τάξη του ΓΕΛ και που καταργήθηκαν μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Η αιτία είναι απλή: στην Ελλάδα έχουμε οιονεί ΤΕΕ. Στην πραγματικότητα έχουμε ένα λύκειο «δεύτερης ευκαιρίας», ένα «ευκολότερο» λύκειο για μαθητές που θα αποτύγχαναν σ’ ένα «αυστηρό» ΓΕΛ. Ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν συνειδητά την ΤΕΕ και έρχονται αποφασισμένοι και συνειδητοποιημένοι για να ακολουθήσουν συγκεκριμένες σπουδές πάνω σε έναν τομέα και μία ειδικότητα. Έτσι, όταν το ΓΕΛ γίνεται «εύκολο», όπως ισχύει σήμερα, που δεν απαιτείται ιδιαίτερος κόπος για να το ολοκληρώσει κανείς, οι μαθητές επιλέγουν αυτό έναντι της ΤΕΕ. Εξάλλου την ΤΕΕ συνοδεύουν συν τοις άλλοις και η κακή φήμη, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και η γενικότερη απαξίωση από την πολιτεία και την κοινωνία.
Το ότι δεν έχουμε πραγματική ΤΕΕ, αντανακλάται και στη σύνδεσή της με την αγορά εργασίας που αντί για αυτονόητη και προγραμματισμένη, υπήρξε ανέκαθεν προβληματική: μια μειοψηφία αποφοίτων βρίσκει δουλειά με βάση το πτυχίο της.
Κι αν θέλουμε είμαστε ακόμη πιο ειλικρινείς, ούτε γενική παιδεία έχουμε. Έχουμε απλώς ένα σχολείο που παρέχει ένα απολυτήριο χωρίς αντίκρισμα στις γνώσεις που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει, αλλά ούτε και στο ήθος, τις αξίες, τις αρχές και τα θετικά πρότυπα που το σχολείο οφείλει να καλλιεργεί στη νέα γενιά.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι απαντήσεις που δίνονται από τους εμπλεκόμενους φορείς αντί να επιλύουν, μάλλον οξύνουν το πρόβλημα. Πρώτα πρώτα, η κυβέρνηση στην πραγματικότητα επιθυμεί να περιορίσει την επαγγελματική εκπαίδευση στο πλαίσιο των γενικότερων περικοπών στην Παιδεία. Γι’ αυτό και έχει θεσπίσει ποικίλους περιορισμούς για την έγκριση τομέων και ειδικοτήτων. Προτιμά να ενισχύσει τα δημόσια ΙΕΚ που έχουν μεν μεγάλη ζήτηση, ωστόσο, η ύπαρξή τους είναι προβληματική αφού αποτελούν μία «τυφλή» βαθμίδα ανάμεσα στη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση. Η κυβέρνηση όμως τα στηρίζει καθώς απασχολούν ωρομίσθιο διδακτικό προσωπικό και όσους «περισσεύουν» από τη μέση εκπαίδευση ακόμη και για δύο ώρες! Έχουν επομένως χαμηλό κόστος ενώ οι σπουδές που προσφέρουν δεν είναι ανώτερες των ΕΠΑΛ! Εξάλλου αντί για πτυχίο, προσφέρουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε εξετάσεις πιστοποίησης όταν και εφόσον αυτές προκηρυχτούν για κάθε ειδικότητα. Αλλά και η αντιπολίτευση υιοθετεί την λογική των περικοπών στη δημόσια Παιδεία πριμοδοτώντας πιο ανοιχτά όμως την ιδιωτική επαγγελματική εκπαίδευση, όπως είχε συμβεί πρόσφατα με την κατάργηση νευραλγικών τομέων της δημόσιας επαγγελματικής εκπαίδευσης και την «παραχώρησή» τους στην ιδιωτική.
Όσον αφορά τις παρατάξεις που λειτουργούν στην ΟΛΜΕ, έχουμε χοντρικά μία προσέγγιση από την «αριστερά» και μία από τη «δεξιά». Η αριστερά έχει υιοθετήσει εδώ και χρόνια μια αρνητική θέση έναντι της ΤΕΕ, μεταθέτοντάς την για μετά την ολοκλήρωση της 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης με το επιχείρημα ότι δεν είναι παιδαγωγικά σωστό να επιλέγει κάποιος μία τεχνική ή επαγγελματική ειδικότητα στα 15 χρόνια του. Η δε δεξιά, επιμένει στην υπεράσπιση της υπάρχουσας δομής με τους δύο ή και τρεις τύπους σχολείων: ΓΕΛ, ΕΠΑΛ, ΕΠΑΣ, για συντεχνιακούς λόγους, προκειμένου να μη χαθούν θέσεις εργασίας, και όχι στο πλαίσιο μιας συνεκτικής και ολοκληρωμένης πρότασης για την ΤΕΕ.
Πάμε λοιπόν στην ουσία του ζητήματος: χρειαζόμαστε επαγγελματική εκπαίδευση για τα παιδιά μεταξύ 15-18χρονών; Αν απαντάμε αρνητικά, τότε μάλλον θα πρέπει να χαιρόμαστε για τη συρρίκνωση των ΕΠΑΛ έως ότου φτάσουμε στο… ποθητό αποτέλεσμα: την πλήρη κατάργησή τους. Για να απαντηθεί όμως ένα τέτοιο ερώτημα θα πρέπει να έχουμε ξεκαθαρίσει: α) ποιο οικονομικό και β) ποιο εκπαιδευτικό μοντέλο επιθυμούμε για τη χώρα.
Χωρίς σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις στα δύο αυτά ερωτήματα στερείται νοήματος οποιαδήποτε συζήτηση για την ΤΕΕ. Πρώτα δηλαδή θα πρέπει να εκπονηθεί μία σοβαρή μελέτη για το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και ύστερα να εκπονήσουμε το εκπαιδευτικό μοντέλο που θα υποστηρίξει αυτό το σχέδιο. Ούτε καν μελέτες με τα επαγγέλματα που θα έχουν ζήτηση τα επόμενα χρόνια δεν έχουμε στη διάθεσή μας. Κανένα Υπουργείο ή πανεπιστημιακό τμήμα δεν θεωρεί σημαντική μια τέτοια έρευνα. Κι έτσι ιδρύουμε, διατηρούμε ή καταργούμε τομείς και ειδικότητες με κριτήρια άσχετα από τις κοινωνικές ανάγκες. Όμως, από αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε. Κι αν αυτό ακούγεται πολύ «σοσιαλιστικό», με την έννοια ότι αφορά τον κρατικό σχεδιασμό της οικονομίας και της παιδείας, με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, ούτε με βάση τις ανάγκες της αγοράς σχεδιάζουμε την επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Η εκπαίδευση ωστόσο δεν μπορεί να υπηρετεί «στενά» και αποκλειστικά την οικονομία μιας χώρας, καθώς αποτελεί φορέα της συνολικής Παιδείας του λαού, δηλαδή του πολιτισμού και της ιδιαίτερης ταυτότητάς του. Το σχολείο οφείλει κυρίως να καλλιεργεί αξίες, αρχές και να προβάλλει θετικά πρότυπα μέσα από την εθνική παράδοση αλλά και την παγκόσμια κληρονομιά με βάση τα οποία ένας επαγγελματίας θα είναι για παράδειγμα τίμιος, συνεπής και υπεύθυνος, θα σέβεται το περιβάλλον, θα έχει δηλαδή κοινωνική συνείδηση, θα αγαπά την πατρίδα του χωρίς συμπλέγματα και θα είναι ένας συνειδητοποιημένος πολίτης. Έτσι, διαπαιδαγωγούνται οι νέες γενιές προκειμένου να εξασφαλίσουν την πρόοδο και προκοπή του τόπου αλλά και των αυριανών πολιτών ατομικά. Αυτά, όμως τα στοιχεία που θα πρέπει να προσφέρονται εξίσου σε όλους, δεν προσφέρονται αποκλειστικά από τη γενική παιδεία, όσο κυρίως από το λεγόμενο «κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα», τις συμπεριφορές, στάσεις και αξίες με τις οποίες το σχολείο, ΓΕΛ ή ΕΠΑΛ διαπαιδαγωγεί τους μαθητές. Ένας αριστούχος του ΓΕΛ, με ουσιαστικές γνώσεις στις ανθρωπιστικές επιστήμες μπορεί κάλλιστα να είναι ένα κακομαθημένο με υπερενισχυμένο «εγώ» άτομο χωρίς καμία ευαισθησία για τον συνάνθρωπο και χωρίς έγνοια και αγάπη για την πατρίδα του.
Επομένως θέλουμε μία παιδεία που να υπηρετεί οικονομικούς στόχους, κυρίως όμως να προετοιμάζει τη νέα γενιά για την ζωή. Κι αυτό θα πρέπει να παρέχεται εξίσου στη γενική, την επαγγελματική ή… την καλλιτεχνική εκπαίδευση
Το ερώτημα όμως που αποφεύγουμε να θέσουμε επιμελώς διότι κατατρυχόμαστε από την κακώς εννοούμενη «πολιτική ορθότητα», αλλά και μία ψευδοπαιδαγωγική αντίληψη που υποστηρίζει αφελώς ή σκοπίμως πως κάθε παιδί έχει δυνατότητες ή την όρεξη (την τεμπελιά μονίμως την αγνοούμε και αναζητούμε πάντα αλλού τις ευθύνες) και μπορεί να προσλάβει κάθε μορφή και επίπεδο γνώσης, είναι εάν πράγματι κάποιοι μαθητές από τα 15 θα τα κατάφερναν ή θα τους ταίριαζε καλύτερα σε μία επαγγελματική ειδικότητα συνεχίζοντας, πιο περιορισμένα όμως, τη μόρφωσή τους και σε βασικές έννοιες και αντικείμενα της γενικής παιδείας. Και αν, τέλος, υπάρχουν και άλλα παιδιά, που ούτε σε μία τέτοια βαθμίδα θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να συμβαδίσουν και που θα ήταν ίσως καλύτερα και για αυτά και για το κοινωνικό σύνολο εάν ειδικεύονταν σε μία χειρωνακτική εργασία ή τέχνη έχοντας όμως την δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, αργότερα, να επιστρέψουν και να λάβουν π.χ. το απολυτήριο ενός ΓΕΛ ή ΕΠΑΛ ή και να σπουδάσουν αν τα καταφέρουν. Δυσκολευόμαστε δηλαδή να παραδεχτούμε αυτό που εμπειρικά αντιλαμβανόμαστε και που στην υπόλοιπη ζωή μας εφαρμόζουμε, αλλά αρνούμαστε να το αποδεχτούμε για το σχολείο: ότι δεν κάνουν όλοι οι άνθρωποι για όλες τις εργασίες, τις επιστήμες και τις τέχνες. Και φυσικά ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο μυαλό, την ίδια συνέπεια, την ίδια επιμέλεια, την ίδια συγκέντρωση… Κι όμως ενώ ελαφρά τη καρδία χορηγούμε απολυτήρια ΓΕΛ και πτυχία ειδικότητας π.χ. ηλεκτρολόγου σε παιδιά μειωμένης νοημοσύνης ή υπευθυνότητας, οι ίδιοι για τις δικές μας ανάγκες ουδέποτε θα εμπιστευόμασταν μία θέση ή μία εργασία σε έναν άνθρωπο με αυτά τα χαρακτηριστικά. Και το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι που υποστηρίζουν π.χ. πως «όλα τα παιδιά είναι ξύπνια», συνήθως αποφεύγουν ή αντιμετωπίζουν με προκατάληψη τα σχολεία της… ΤΕΕ.
Για να συνοψίσουμε: η ΤΕΕ βιώνει τον αργό της θάνατο και θα συνεχίσει να πνέει τα λοίσθια όσο δηλαδή η ίδια δεν προσφέρει ουσιαστική επαγγελματική εκπαίδευση και όσο η γενική παιδεία είναι κι αυτή ανάξια του ονόματός της, παρά χορηγούν και οι δύο – σε έναν μεγάλο βαθμό, τίτλους σπουδών χωρίς αντίκρισμα σε γνώσεις και ήθος και χωρίς σύνδεση με τις ανάγκες «του λαού και του τόπου».