Συντάκτης: Αννα Ανδριτσάκη
Εντονες αντιδράσεις από την εκπαιδευτική κοινότητα, διαφωνίες εξ αριστερών, όχι για τις προθέσεις αλλά για το αποτέλεσμα των παρεμβάσεων του υπουργείου Παιδείας και, εν τέλει -σύμφωνα με πληροφορίες- σκέψεις της ηγεσίας για αναδίπλωση, συνθέτουν το σκηνικό της συζήτησης των τροπολογιών για δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που ξεκίνησε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, όπου αναμένεται να εκφραστούν και οι πολιτικές αντιθέσεις.
Το προτεινόμενο σύστημα επιλογής στελεχών εκπαίδευσης και η τροπολογία για τα Πειραματικά και Πρότυπα Σχολεία συγκεντρώνουν το συντριπτικό μέρος της κριτικής, με το πρώτο -αναπόφευκτα- να αποτελεί πολύ μεγαλύτερο πεδίο αντιπαράθεσης. Σημαντικότερα σημεία τριβής, η συμμετοχή του συλλόγου διδασκόντων στη διαδικασία επιλογής στελεχών και η αναδιάρθρωση του συστήματος μοριοδότησης των τυπικών προσόντων.
Σημεία τρίβης
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο το Συλλόγου:
Πέρα από τη μετάλλαξη… νυν και επίδοξων διευθυντών σχολείων, που πλέον κάθε πρωί ξυπνούν με τις καλύτερες των προθέσεων και σχέσεων, ώστε κάθε βράδυ να κοιμούνται ήσυχοι μέχρι τις εκλογές, υπάρχουν άλλες, σοβαρότερες ενδείξεις για τον βαθμό αποτελεσματικότητας του μέτρου, του οποίου -κατά τ’ άλλα- η δημοκρατική λογική είναι αναμφισβήτητη.
Ενα πεδίο αντιπαράθεσης είναι η ποσόστωση. Υπάρχουν κατηγορίες εκπαιδευτικών που υποστηρίζουν ότι το 33% των μορίων που αντιστοιχεί στην εκλογή από τον Σύλλογο είναι «απολύτως καθοριστικό» και καθιστά αναπόφευκτη τη δημιουργία φατριών με εκατέρωθεν προσδοκίες (υποψηφίων-ψηφοφόρων). Αντιπροτείνεται, μάλιστα, η δραστική μείωσή του (π.χ. 15%), για να είναι λογική και αντίστοιχη με τους υπόλοιπους δείκτες. Από την άλλη, πολλοί υποστηρίζουν πως, αν παραμείνει το μέτρο, θα πρέπει να είναι ισχυρό και όχι διακοσμητικό για κατ’ επίφασιν δημοκρατικές διαδικασίες.
Αλλη κατηγορία κριτικής μετατοπίζει την ουσία της συζήτησης στο απροετοίμαστο πλαίσιο, στο οποίο εισέρχεται η εκλογική διαδικασία, αλλά και στην απουσία της συνευθύνης (μονάδας-Πολιτείας). Οπως λένε έμπειροι εκπαιδευτικοί, το νομοθετικό πλαίσιο από το 2002 έδωσε πολλές δυνατότητες και παράλληλα ευθύνες στον Σύλλογο Διδασκόντων. Η πράξη ανέδειξε επιλεκτική αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανάληψη ευθυνών και -συνήθως- σε εξατομικευμένες και ειδικές περιπτώσεις.
Σε μια τέτοια πραγματικότητα, πόσο αποτελεσματική θα είναι η ψηφοφορία, που θα είναι και μυστική; Γιατί λείπει εντελώς η Πολιτεία από τη διαδικασία, έστω μέσω ελεγκτικών μηχανισμών, που θα αποτελούν τη δικλίδα ασφαλείας για την επιλογή στελεχών, αναρωτιούνται ορισμένοι, παραπέμποντας στα Υπηρεσιακά Συμβούλια και την ανασύνθεσή τους. Επικαλούνται, δε, το παράδειγμα των υποδιευθυντών που προτείνονται από τον σύλλογο και έχει συνοδευτεί από πολλών ειδών εξαρτήσεις, επαγγελματικές, διαπροσωπικές, πολιτικές κ.ο.κ. Υπάρχουν, τέλος, κι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η πρόταση, εν τέλει, δεν εξυπηρετεί παρά την ίδια συνταγή των προηγούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών για πλήρη αυτονόμηση των σχολικών μονάδων, που περιλαμβάνει και την ευθύνη της επιβίωσης.
Αλλες αδυναμίες που επισημαίνονται αφορούν την ανυπαρξία πρόβλεψης, σε περίπτωση μη ύπαρξης υποψηφιοτήτων ή όταν προκύπτουν ισοψηφίες, ενώ σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη κριτική, περιλαμβάνει τον περιορισμό των υποψηφιοτήτων σε δύο σχολεία, τη μοριοδότηση της συνδικαλιστικής δράσης, τη μυστική και όχι συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων μόνο από τον σύλλογο της τελευταίας θητείας κ.ά.
Σε ό,τι αφορά το σύστημα μοριοδότησης, και ειδικότερα την πρόβλεψη για τη μη μοριοδότηση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ενός έτους:
Η βασική ένσταση συνίσταται στην ανυπαρξία οποιασδήποτε διάκρισης ως προς το περιεχόμενο των σπουδών. Πέρα από το γεγονός ότι έτσι υποβαθμίζεται η προσπάθεια ανέλιξης των εκπαιδευτικών, πρακτικά ακυρώνονται όλα τα αγγλοσαξονικά μονοετή μεταπτυχιακά και πολλά άλλα ευρωπαϊκά. Μεταξύ αυτών, του πλέον έγκυρου ευρωπαϊκού ιδρύματος στη μετεκπαίδευση, του Institute of Education.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για μια προσπάθεια να αναχαιτιστούν διάφορες φάμπρικες μεταπτυχιακών (όπως και των διδακτορικών με τις ρυθμίσεις Διαμαντοπούλου). Μια από αυτές αφορά πρόγραμμα σε περιφερειακό Πανεπιστήμιο, το οποίο δέχεται φοιτητές με τη συνέντευξη ως μοναδική διαδικασία εισαγωγής.
Επί χρόνια, βούιζε ο εκπαιδευτικός κόσμος ότι το εν λόγω μεταπτυχιακό, «με την επιλεκτική πρόσβαση και τη χαλαρή φοίτηση» -όπως κατήγγελλαν-, αποτελούσε προνόμιο συγκεκριμένου μεγάλου κομματικού χώρου.
Πέρασαν ή -για την ακρίβεια- πήραν τον τίτλο από αυτό το τμήμα πολλά στελέχη –ακόμα και της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας- με γνωστή κομματική ταυτότητα. Το δε περιεχόμενο του προγράμματος, όχι απολύτως συνδεδεμένο με τη διοίκηση και οργάνωση, αλλά συναφές. Μια άλλη φάμπρικα, αλλά πιο ακριβή, είναι τα Πανεπιστήμια της Κύπρου, που προσφέρουν για 4.000-5.000 ευρώ μεταπτυχιακά με φοίτηση εξ αποστάσεως. Τυπικά, ουδέν μεμπτόν…
Ποιο το αποτέλεσμα; α) Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα… αθώα, όπως το γνωστό μεταπτυχιακό στην «Οργάνωση και Διοίκηση της Εκπαίδευσης» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου η επιλογή όχι μόνο γίνεται με εξετάσεις, αλλά περνάει ο ένας στους επτά! β) Δεν σταματούν οι φάμπρικες, που δεν είναι έργο, το οποίο πρέπει να επιτελεστεί μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας και ακόμη περισσότερο μέσω των αποκλεισμών, δηλαδή με βρόμικα κόλπα, που στις μακρινές βρόμικες εποχές προκάλεσαν τη διάβρωση, η αντιμετώπιση της οποίας αποτελεί τώρα προτεραιότητα.
•Η απουσία διάκρισης μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων στο πεδίο της Διοίκησης από άλλα που αφορούν εξειδίκευση διαφόρων κλάδων, όπως και η μη μοριοδότηση του δεύτερου μεταπτυχιακού τίτλου, συμπληρώνουν την κριτική στο σύστημα μοριοδότησης. Πέρα από τις ακραίες φωνές που περιορίζονται στις άγονες καταγγελίες για προσπάθεια επιβολής αρεστών, υπάρχει η κριτική προσέγγιση στην εμφανή προσπάθεια του υπουργείου να εξορθολογίσει το σύστημα και να συμμαζέψει αυτή την υπερπαραγωγή μοριοδότησης που είχε ξεφύγει από κάθε όριο λογικής και πραγματικότητας.
Ηταν, αν μη τι άλλο, υπερβολική αυτή η ραγδαία ανάπτυξη παραγωγής διδακτορικών τα τελευταία χρόνια για μια θέση Διευθυντή Δημοτικού Σχολείου, η οποία προσφέρει επιπλέον του μισθού του δασκάλου ένα επίδομα 300 ευρώ μικτό, 200 ευρώ καθαρό. Βασική επισήμανση στον εσωτερικό διάλογο που έχει ξεκινήσει και φαίνεται ότι έχει επηρεάσει την ηγεσία του υπουργείου: άλλο εξορθολογισμός, άλλο ισοπέδωση, που στερείται της προοδευτικής αντίληψης την οποία θέλει να έχει μια αριστερή πολιτική.
Ποιοι αντιδρούν
Στους τελευταίους αντιδρώντες περιλαμβάνονται:
•Η Πανελλήνια Ενωση Διευθυντών Εκπαίδευσης, που κατηγορεί το υπουργείο ότι «εισάγει τον κομματισμό στα σχολεία, ενθαρρύνει τις πελατειακές σχέσεις, πυροδοτεί τις συγκρούσεις και επιτρέπει τις κάθε είδους συναλλαγές με αυτονόητες τις συνέπειες στη λειτουργία της Εκπαίδευσης».
•Η Επιστημονική Εταιρία Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα (ΕΟΔΕ), που ζητά να συμμετάσχει στον διάλογο και πριν από μερικές ημέρες εξέφραζε με έγγραφό της προς τον γ.γ. του υπουργείου την ανησυχία της «για το ενδεχόµενο, κατά τη διαµόρφωση των κριτηρίων µοριοδότησης για την κατάληψη θέσης ευθύνης στον χώρο της Εκπαίδευσης, να µη λαµβάνονται υπόψη, με τρόπο σαφή και διακριτό, οι εξειδικευµένες επιστηµονικές γνώσεις στο αντικείµενο της Οργάνωσης & Διοίκησης της Εκπαίδευσης».
efsyn.gr