Την τελευταία δεκαετία σε αρκετές χώρες του κόσμου εντείνονται ολοένα και περισσότερο τα φαινόμενα βίας, εκφοβισμού και επιθετικής συμπεριφοράς στους σχολικούς χώρους.
Στην Ελλάδα συμφωνα με δημοσιευμα στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” μόλις τα τελευταία έτη άρχισε να απασχολεί τους ερευνητές και τους ιθύνοντες ο προβληματισμός για το φαινόμενο της σχολικού εκφοβισμού. Τα ερευνητικά ευρήματα σε διεθνές επίπεδο έχουν καταδείξει ότι τα αίτια του φαινομένου και η ίδια η φύση των περιστατικών διαφέρουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά από χώρα σε χώρα, ώστε άλλου τύπου σχολικής βίας καταγράφεται στις ΗΠΑ και άλλου τύπου στις ευρωπαϊκές χώρες.
Όπως διαπιστώνεται από πρόσφατη έρευνα, που διεξήχθη από το υπουργείο Παιδείας με την επιστημονική ευθύνη των Β. Αρτινοπούλου, Θ. Μπάμπαλη και Β. Νικολόπουλου και σκοπό τη διερεύνηση του φαινομένου στην Ελλάδα, η σχολική βία εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο στις επιμέρους βαθμίδες εκπαίδευσης και η σοβαρότητα των περιστατικών τείνει να κλιμακώνεται με την ηλικία.
Στο δημοτικό σχολείο τα κρούσματα που αφορούν τη σωματική, λεκτική βία και την άσχημη συμπεριφορά κυμαίνονται σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Επίσης, στο γυμνάσιο και στο λύκειο τα φαινόμενα εκφοβισμού εστιάζονται σε φαινόμενα βίας που συνδέονται κυρίως με φυλετικές, κοινωνικές, εθνολογικές διακρίσεις, ενώ εμφανίζεται και ένα σημαντικό ποσοστό για άλλους λόγους που δεν προσδιορίζονται.
Όπως υποστηρίζεται στα συμπεράσματα της ίδιας έρευνας, “κλειδί” στην αντιμετώπιση του φαινομένου και στην άμβλυνση των συνεπειών που μπορεί να έχει αποτελεί η συνεργασία και η κοινή δράση οικογένειας και σχολείου. Η συνεργασία σχολείου και οικογένειας αναγνωρίζεται ως καθοριστικής σημασίας, αλλά στην πράξη διαπιστώνεται ότι τα εμπόδια είναι αρκετά και ουσιαστικά, καθώς γονείς και εκπαιδευτικοί προσπαθούν να οριοθετήσουν το ρόλο τους, ενώ θεσμοθετημένες μορφές επικοινωνίας και συνεργασίας δεν λειτουργούν ή δεν είναι πάντα αποτελεσματικές.
Δραστηριότητες που θεωρούνται ως καλές πρακτικές για την ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου -όπως έχουν προσδιοριστεί από συστάσεις του Συνηγόρου του Παιδιού, από το κείμενο της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου καθώς και από άλλους ειδικούς επιστήμονες- σε σχέση με τη συμβολή του σχολείου και της οικογένειας είναι:
1) Δημιουργία και διατήρηση σαφούς συστήματος παρακολούθησης της εφαρμογής των σχολικών κανόνων και της προστασίας της σχολικής κοινότητας από περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού.
2) Καθιέρωση διαδικασιών ακρόασης όταν εμφανίζεται περιστατικό βίας και ανάθεση ρόλων συμβούλων και διαμεσολαβητών σε εκπαιδευτικούς με ειδικές γνώσεις και δεξιότητες πάνω σε τέτοια θέματα.
3) Ανάπτυξη υποστηρικτικών μηχανισμών για τη δυνατότητα προσφυγής σε ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κτλ.
4) Τακτική ενημέρωση και επικοινωνία με τους γονείς και ευαισθητοποίησή τους.
5) Πρόβλεψη διαδικασιών για στενότερη επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων. Στις περιπτώσεις που οι γονείς απέχουν ή διαπιστωθεί παραμέληση του γονεϊκού τους ρόλου, θα πρέπει να αξιοποιούνται ειδικοί επαγγελματίες, οι οποίοι, όταν χρειάζεται, θα επισκέπτονται την οικογένεια των μαθητών και θα διευκολύνουν αυτήν τη σύνδεση.
6) Τακτική διοργάνωση από το σχολείο συναντήσεων και δραστηριοτήτων με τη συμμετοχή και των γονέων, έτσι ώστε οι τελευταίοι να είναι ενήμεροι για τις προσπάθειες που γίνονται στο σχολείο και να είναι διαθέσιμοι για συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές.
7) Επιμόρφωση και ευαισθητοποίηση των γονέων για θέματα αγωγής και προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών.
Όσο αναφορά για τους γονείς του παιδιού που εκφοβίζεται θα πρέπει:
1) Να παράσχουν στο παιδί τους υποστήριξη και ασφάλεια, χωρίς να το κατακρίνουν.
2) Να ακούσουν προσεκτικά τι έχει να τους πει το παιδί τους για τα συναισθήματά του και για τις ανάγκες του.
3) Να παρακολουθούν στενά την εξέλιξη της κατάστασης, αλλά και την υγεία του παιδιού τους.
Όσο αναφορά για τους γονείς του παιδιού που εκφοβίζει θα πρέπει :
1) Να συνεργαστούν με το σχολείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος του παιδιού τους σχετικά με τη βία.
2) Να συνεργαστούν με το διευθυντή και το δάσκαλο του παιδιού τους για την εφαρμογή των κανόνων, των συνεπειών και την πρόληψη τέτοιων συμπεριφορών.
3) Να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της κατάστασης και να συνεργαστούν στενά με το σχολείο.