Με αφορμή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για τις υποστηρικτικές δομές της Εκπαίδευσης, έχει έρθει στο προσκήνιο το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των στελεχών της Εκπαίδευσης.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ζήτησε εκ μέρους της ηγεσίας του υπουργείου από τον υφυπουργό, Δημήτρη Μπαξεβανάκη και εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον τομέα Παιδείας από τον Γιάννη Ανδριανό να τοποθετηθούν σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αλλά και την κατάργηση του Προεδρικού Διατάγματος 152 περί αξιολόγησης.
Σε αυτό το άτυπο debate, οι δύο πολιτικοί κλήθηκαν να απαντήσουν σε δύο ίδιες ερωτήσεις.
Για τον κ. Μπαξεβανάκη, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η αξιολόγηση των στελεχών της Εκπαίδευσης θα γίνεται όχι μόνο από τους προϊσταμένους τους αλλά και από τους υφισταμένους τους, δηλαδή «όχι μόνο “από τα πάνω”, αλλά και “από τα κάτω”». Παράλληλα, ο υφυπουργός σχολιάζει ότι με την παρούσα κυβέρνηση «οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τον άνεμο ελευθερίας και δημοκρατίας που φυσά στη δημόσια εκπαίδευση», κάτι που, όπως αναφέρει, επιβεβαιώνεται με την κατάργηση του ΠΔ152.
Από την άλλη πλευρά, ο Γιάννης Ανδριανός σημειώνει ότι με το νομοσχέδιο για τις δομές και την αξιολόγηση, γίνεται εκ μέρους της κυβέρνησης προσπάθεια «κομματικής άλωσης της διοίκησης της Εκπαίδευσης» και κατηγορεί την ηγεσία του υπουργείου ότι «καταργεί δοκιμασμένες στο χρόνο δομές και τις αντικαθιστά με νέες υδροκέφαλες, μακριά από την εκπαιδευτική πράξη». Ακόμη, ξεκαθαρίζει ότι η αξιολόγηση είναι «προϋπόθεση για κάθε σχεδιασμό που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας στην Εκπαίδευση» και τάσσεται υπέρ μίας επώνυμης και τεκμηριωμένης αξιολόγησης, «χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με κριτήρια δίκαια και αδιάβλητα, ως εργαλείο δουλειάς πρωτίστως για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς».
Αναλυτικότερα, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις έχουν ως εξής:
1. Η πολιτική αντιπαράθεση για το νομοσχέδιο για τις δομές της Εκπαίδευσης έχει κορυφωθεί, με αιχμή την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ποια είναι η θέση σας σχετικά με αυτό;
Με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή, η κυβέρνηση υλοποιεί τις θέσεις των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, όπως έχουν διατυπωθεί στα συνέδριά τους εδώ και δύο δεκαετίες.
Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου ο σύλλογος διδασκόντων τού κάθε σχολείου καθίσταται το πραγματικό κέντρο της σχολικής ζωής. Καθιερώνεται ο συλλογικός προγραμματισμός και η ανατροφοδοτική αποτίμηση του έργου της σχολικής μονάδας από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Ο σύλλογος διδασκόντων, με τη συνεργασία των φορέων της σχολικής κοινότητας, με βάση το ρόλο που ο κάθε φορέας έχει, θέτει τους εκπαιδευτικούς στόχους στην αρχή της χρονιάς, ελέγχει την υλοποίησή τους κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους και κάνει την αποτίμηση στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
Καθιερώνεται, επίσης, η αξιολόγηση όλων των στελεχών της εκπαίδευσης, από τους Υποδιευθυντές των σχολείων μέχρι και τους Περιφερειακούς Διευθυντές. Για πρώτη φορά, η αξιολόγηση όλων των στελεχών θα γίνεται όχι μόνο από τους προϊσταμένους τους αλλά και από τους υφισταμένους τους, όχι μόνο «από τα πάνω», αλλά και «από τα κάτω». Για παράδειγμα, οι Διευθυντές των σχολείων θα κρίνονται όχι μόνο από τους Διευθυντές Εκπαίδευσης και από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου.
2. Πώς σχολιάζετε την κατάργηση του ΠΔ 152;
Το προεδρικό διάταγμα 152 του 2013 έχει χαραχθεί στη συνείδηση της εκπαιδευτικής κοινότητας ως η υλοποίηση της εκδικητικότητας της τότε κυβέρνησης κατά των εκπαιδευτικών και της δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου. Κανείς δεν ξεχνά το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που επικρατούσε στα σχολεία εκείνη τη ζοφερή περίοδο που κυβερνούσαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Κανείς δεν ξεχνά τις διαθεσιμότητες 2.000 εκπαιδευτικών και χιλιάδων άλλων εργαζομένων στην εκπαίδευση, που φέρουν την υπογραφή του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Κανείς δεν ξεχνά την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών από την τότε κυβέρνηση. Εκείνη η εποχή ανήκει οριστικά στο παρελθόν.
Όλοι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τον άνεμο ελευθερίας και δημοκρατίας που φυσά στη δημόσια εκπαίδευση με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Και φυσικά η διαδικασία που καθιερώνουμε τώρα δεν έχει την παραμικρή σχέση με βαθμολογική, μισθολογική ή εργασιακή υποβάθμιση των εκπαιδευτικών. Μοναδικός στόχος είναι η βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Γι’ αυτό, με βάση τις ανάγκες των σχολικών μονάδων θα σχεδιάζεται η επιμόρφωση και η παιδαγωγική στήριξη που απαιτείται κάθε φορά και η οποία θα υλοποιείται με την ευθύνη των ΠΕΚΕΣ, των νέων συλλογικών δομών για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου, που καθιερώνει το νομοσχέδιό μας.
Γιάννης Ανδριανός
1. Η πολιτική αντιπαράθεση για το νομοσχέδιο για τις δομές της Εκπαίδευσης έχει κορυφωθεί, με αιχμή την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ποια είναι η θέση σας σχετικά με αυτό;
Κεντρικός στόχος της κυβέρνησης με αυτό το νομοσχέδιο είναι η κομματική άλωση της διοίκησης της Εκπαίδευσης. Αυτό εξηγεί και τις απαράδεκτες κυβερνητικές μεθοδεύσεις που ευτελίζουν για μια ακόμη φορά την κοινοβουλευτική διαδικασία. Θυμίζω ότι το νομοσχέδιο μπήκε στη διαβούλευση στις 16 Μαρτίου και για δέκα μέρες με μόλις 51 άρθρα. Πέρασαν δυόμιση μήνες, και την Παρασκευή που μας πέρασε, στις δέκα το βράδυ, ήρθε στη Βουλή με τη διαδικασία του επείγοντος με 113 άρθρα και πάνω από 500 σελίδες, προκειμένου να περάσει με τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις.
Οι σχεδιασμοί όμως της κυβέρνησης ακυρώθηκαν στην πράξη. Οι αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι πολλές, είναι έντονες και απολύτως δικαιολογημένες. Και αυτό γιατί η προσπάθεια της κυβέρνησης να προωθήσει τους «ημετέρους» δεν κρύβεται: Αυτός είναι ο λόγος που καταργεί δοκιμασμένες στο χρόνο δομές και τις αντικαθιστά με νέες υδροκέφαλες, μακριά από την εκπαιδευτική πράξη. Αυτός είναι ο λόγος που θεσπίζει αντισυνταγματικούς και καταφανώς παρεοκρατικούς όρους επιλογής των στελεχών της διοίκησης, όπως ο περιορισμός των δύο θητειών, η αξιολόγηση στελεχών με ανώνυμα ερωτηματολόγια, οι μη δομημένες συνεντεύξεις από κομματικώς ελεγχόμενα όργανα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με το νομοσχέδιο, πρόεδροι στα συμβούλια επιλογής των νέων στελεχών θα είναι οι κομματικά διορισμένοι Περιφερειακοί Διευθυντές, τους οποίους η κυβέρνηση εξαίρεσε από την αξιολόγηση χαρακτηρίζοντάς τους «μετακλητούς». Αυτοί λοιπόν οι κομματικά διορισμένοι, οι μετακλητοί, οι μη αξιολογημένοι καλούνται να αξιολογήσουν και να κρίνουν αντικειμενικά.
Εμείς ζητάμε την άμεση απόσυρση αυτού του από κάθε άποψη απαράδεκτου κειμένου, όπως άλλωστε ζητά και η πλειονότητα των φορέων της εκπαίδευσης. Διαφορετικά, δεσμευόμαστε ότι θα το καταργήσουμε κατά προτεραιότητα ως κυβέρνηση.
2. Πώς σχολιάζετε την κατάργηση του ΠΔ 152;
Η κυβέρνηση είναι γνωστό πως δεν τα πάει καθόλου καλά με την αλήθεια. Το βλέπουμε στα ψεύδη που αναπαράγει ο Υπουργός Εξωτερικών για αναγνώριση από την Ελλάδα μακεδονικής
γλώσσας και εθνότητας στο παρελθόν, το είδαμε δυστυχώς και στα όσα διατείνεται ο Υπουργός Παιδείας σχετικά με το ΠΔ 152, μιλώντας για «τιμωρητική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών» και για «νεοφιλελεύθερο έκτρωμα που προέβλεπε συγκεκριμένο και δεσμευτικό ποσοστό απολύσεων». Η αλήθεια είναι ότι ούτε στο εν λόγω Προεδρικό Διάταγμα, ούτε σε κανέναν σχετικό νόμο, εγκύκλιο ή άλλο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά για απολύσεις εκπαιδευτικών. Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων μάλιστα, κατέθεσα τόσο το Προεδρικό Διάταγμα, όσο και το νόμο 4250/2014 – όπου στο κεφάλαιο Γ΄ άρθρο 20 αναφέρεται η αντικατάσταση του Π.Δ.319/1992 περί αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων, διοικητικών και όχι εκπαιδευτικών – αλλά και σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης που επιβεβαιώνει ότι το 15% δεν ίσχυε για τους εκπαιδευτικούς. Είτε λοιπόν οι σύμβουλοι του υπουργού τού δίνουν λάθος πληροφορίες, είτε ο ίδιος ψεύδεται συνειδητά για τη δημιουργία εντυπώσεων.
Εμείς σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είμαστε ξεκάθαροι: Η αξιολόγηση είναι προϋπόθεση για κάθε σχεδιασμό που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ποιότητας στην Εκπαίδευση. Σήμερα, όσοι εκπαιδευτικοί κάνουν καλά τη δουλειά τους, το κάνουν αποκλειστικά και μόνο από φιλότιμο – χωρίς αναγνώριση, χωρίς ενθάρρυνση, χωρίς ηθική, υλική και θεσμική επιβράβευση. Όσοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό για τους μαθητές και τις οικογένειές τους, δεν έχουν κανένα κίνητρο, καμία παρακίνηση για να βελτιωθούν. Γι’ αυτό κι εμείς δεσμευόμαστε να επαναφέρουμε την αξιολόγηση επώνυμα και τεκμηριωμένα, χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με κριτήρια δίκαια και αδιάβλητα, ως εργαλείο δουλειάς πρωτίστως για τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Γιατί, σε πλήρη αντίθεση προς τη φιλοσοφία της σημερινής κυβέρνησης, πιστεύουμε ότι η διασφάλιση της ποιότητας στην Εκπαίδευση είναι η προϋπόθεση ώστε αυτή να λειτουργήσει πραγματικά ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο που διαθέτει μια κοινωνία για την κοινωνική κινητικότητα, για την ανάπτυξη και την προκοπή.