H Ελληνική Εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας ζητά την απόσυρση του νομοσχεδίου για τα ΑΕΙ και εκκίνηση διαλόγου για τα πραγματικά προβλήματα της Ανώτατης Παιδείας και έρευνας στη χώρα.
Ψήφισμα κοινοποίησε η Ελληνική Εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας για το νέο σχέδιο νόμου-πλαισίου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων “Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις”.
Η Ελληνική Εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας αντιτίθεται στο εν λόγω σχέδιο νόμου, για λόγους οι οποίοι παρατίθενται και απαιτεί την απόσυρσή του διεκδικώντας τη δημιουργία συνθηκών για ένα ευρύ, δημοκρατικό και γνήσιο διάλογο, ο οποίος θα θέσει και θα επιλύσει τα πραγματικά προβλήματα της Ανώτατης Παιδείας και έρευνας στη χώρα.
Ακολουθεί το Ψήφισμα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – GREEK ECONOMIC HISTORY ASSOCIATION
ΨΗΦΙΣΜΑ
Αθήνα, 29 Ιουνίου 2022
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας εκφράζει την έντονη αντίθεσή του στο περιεχόμενο και, κυρίως, στο πνεύμα που διέπει το πρόσφατο νομοσχέδιο για την Ανώτατη Παιδεία, το οποίο η Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κα Νίκη Κεραμέως κατέθεσε λίγο πριν τις θερινές διακοπές, θέτοντας μάλιστα ασφυκτικές προθεσμίες διαβούλευσης και ψήφισης από το Κοινοβούλιο.
Το νομοσχέδιο δημιουργεί ένα συγκεντρωτικό, γραφειοκρατικό και αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας των Πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων, ελεγχόμενο εντέλει από εξωτερικούς ως προς την ακαδημαϊκή κοινότητα παράγοντες και, κατά συνέπεια, υπονομεύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα των δημόσιων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στην Ελλάδα και ουσιαστικά καταργεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο αυτοδιοίκητό τους.
Ο θεσμός των Συμβουλίων Διοίκησης, πέρα από την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης και ουσιώδους ακαδημαϊκής εμπειρίας των εξωτερικών μελών του, αποτελεί μόνο μια ‒ την εμφανώς αρνητικότερη ‒ από τις αμφιλεγόμενες επιλογές του νομοσχεδίου, το οποίο δημιουργεί ακαδημαϊκά ιδρύματα υπό ιδιωτική ουσιαστικά διαχείριση και συγκεντρωτικά εποπτευόμενα από το Υπουργείο, με χαμηλή δημόσια χρηματοδότηση και, επομένως, αναγκασμένα να στρέφονται προς βραχυπρόθεσμες αγοραίες λύσεις.
Και αυτό αφορά είτε συλλογικά τους ακαδημαϊκούς θεσμούς είτε εξατομικευμένα τους διδάσκοντες και τους ερευνητές, οι οποίοι ενθαρρύνονται στην πράξη να προσφύγουν σε εξωακαδημαϊκούς φορείς για την οικονομική τους ενίσχυση.
Στο δε εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας, προβλέπεται αντί για τη διατήρηση (ή και τη γενναία αύξηση) των επί θητεία θέσεων ΔΕΠ και ΕΠ, που μειώθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία της κρίσης, τη διεύρυνση της χρήσης έκτακτου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, ανεπαρκώς μισθοδοτημένου και διαρθρωτικά εξαρτημένου από το εναπομείναν μόνιμο προσωπικό.
Κατ’ ουσίαν, ανασυστήνεται ο αποτυχημένος θεσμός της «έδρας» παλαιότερων εποχών, τη στιγμή που τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όπως και τα Ερευνητικά Κέντρα, έχουν παράξει πληθώρα εξαιρετικών νέων επιστημόνων που διαπρέπουν διεθνώς αλλά δεν βρίσκουν στη χώρα μας θέσεις απασχόλησης ανάλογες με τα προσόντα τους.
Η προσφυγή στην ιδιωτική χρηματοδότηση δεν θα βελτιώσει και δεν μπορεί, ανεξαρτήτως προθέσεων, να αναπτύξει μακροπρόθεσμα τις προοπτικές της έρευνας, καθώς ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας μετά δυσκολίας μπορεί να ανταγωνιστεί, σε επίπεδο «Έρευνας και Ανάπτυξης», ακόμα και τα χαμηλά για ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδα της αντίστοιχης δημόσιας χρηματοδότησης.
Η επίκληση της προσφυγής σε ιδιωτικούς χρηματοδοτικούς πόρους και πρωτοβουλίες σηματοδοτεί στην πράξη και ανομολόγητα την παραίτηση της κυβέρνησης, καθώς και του Κοινοβουλίου, από τη φιλοδοξία της ενεργού αναβάθμισης της θέσης της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Με το κατατεθειμένο νομοσχέδιο υπονομεύεται ουσιαστικά η ικανότητα των δημοκρατικά αυτοδιοικούμενων ακαδημαϊκών θεσμών να επιτελέσουν το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο τους. Και όμως, η πανεπιστημιακή και ερευνητική κοινότητα στην Ελλάδα, επιτελώντας το καθήκον της απέναντι στην κοινωνία την οποία υπηρετεί, έχει πετύχει πλήθος διεθνών διακρίσεων, και μάλιστα παρά τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης που της επιβλήθηκαν την τελευταία δεκαετία.
Επιπλέον, πλήθος άρτια εκπαιδευμένων πτυχιούχων, διδακτόρων και καταρτισμένων ερευνητριών και ερευνητών που εκπαιδεύτηκαν σε ελληνικά δημόσια ακαδημαϊκά ιδρύματα αναζητούν με επιτυχία στην αλλοδαπή αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την επαγγελματική επισφάλεια που επικρατεί στην Ελλάδα, αποτέλεσμα των δημόσιων πολιτικών των τελευταίων δεκαετιών.
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο προσφέρει αμφίβολη ευελιξία κυρίως στη διαμόρφωση επικαιρικών – και, φοβούμαστε, ευκαιριακών – προγραμμάτων προπτυχιακής φοίτησης, ενώ «απελευθερώνοντας» την αγοραία προσφορά μεταπτυχιακών σπουδών έναντι διδάκτρων, επιτείνει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες και θέτει υπό αίρεση το δικαίωμα της δωρεάν ανώτατης παιδείας για όλους τους Έλληνες πολίτες, υπονομεύοντας σε δύσκολες εποχές την κοινωνική συνοχή.
Η όξυνση της κοινωνικής ανισότητας και των αντιθέσεων, την οποία η πολιτική που εκφράζει αυτό το νομοσχέδιο επιφέρει, δεν θα λυθεί με κοντόθωρα και αντιπαραγωγικά μέτρα αστυνόμευσης του Πανεπιστημίου, τα οποία μπορούν μόνον να παροξύνουν τις αντιθέσεις, όπως δραματικά γίνεται σαφές με τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα στο ΑΠΘ.
Μεγάλη χαμένη από αυτή τη διαδικασία θα βγει η ελληνική κοινωνία. Εκφράζοντας την αγωνία των μελών της για το μέλλον της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και της έρευνας στην Ελλάδας, και διεκδικώντας υγιείς και γόνιμες συνθήκες παραγωγής και διάδοσης της επιστημονικής γνώσης, η Ελληνική Εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας δεν μπορεί παρά να απαιτήσει την απόσυρση του νομοσχεδίου και να διεκδικήσει τη δημιουργία συνθηκών για ένα ευρύ, δημοκρατικό και γνήσιο διάλογο, ο οποίος θα θέσει και θα επιλύσει τα πραγματικά προβλήματα της Ανώτατης Παιδείας και έρευνας στη χώρα.