του Βασίλη Καρδάση*
Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) βρίσκεται εδώ και καιρό στην επικαιρότητα των ειδήσεων που αναφέρονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κάτι η επικείμενη ψήφιση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, κάτι το διακύβευμα της κατάργησης της κλήρωσης, κάτι η πίεση για αυτονόμηση του Ιδρύματος, όλα τούτα και άλλα πολλά το έφεραν ξαφνικά στο προσκήνιο. Και με αρκετή δόση πολεμικής από πολλούς. Το αποδεικνύουν οι περισσότερες από 25 ερωτήσεις, γραπτές και προφορικές, που κατατέθηκαν στη Βουλή μέσα σε διάστημα ενός μηνός… Αλλά και η στάση ορισμένων μελών ΔΕΠ και ΣΕΠ (Συμβουλευτικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό), που προφανώς δεν συμφωνούν με τα εξαγγελθέντα. Όλοι τους συνάδουν, κατατείνοντας σε ένα σημείο: να μη μεταβληθεί τίποτα στο ΕΑΠ, ή, εκ παραλλήλου, ότι η ηγεσία του Υπουργείου και η Διοικούσα Επιτροπή κινούνται αντιδημοκρατικά για να υπονομεύσουν την αυτοδυναμία του Ιδρύματος.
Ταυτόχρονα σχεδόν εμφιλοχώρησε και μια εκδοχή περί άγνοιας των «εμπλεκομένων», όπως διατυπώθηκε στο άρθρο του Μανώλη Πατηνιώτη, που δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα», στις 6.12.2015 — αφού οι απόψεις που προβάλλει έχουν ως αφετηρία τη φράση: «Ποια είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν και με ποια σειρά; Και ποιοι είναι αρμόδιοι να τα απαντήσουν; Δυστυχώς, από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ελάχιστοι και ελάχιστες έχουν γνώση του ΕΑΠ εκ των ένδον». Ο ίδιος πάντως κρίνει εαυτόν, ως αρμόδιο να ιεραρχήσει τα ερωτήματα, προφανώς και τις απαντήσεις. Αφ’ υψηλού το λιγότερο θα λέγαμε, αλλά ας μη «σκοτωθούμε» μεταξύ μας! Ας μην ανησυχεί ο φίλος! Όσοι σήμερα εμπλέκονται με τη διοίκηση του ΕΑΠ, μάλλον το γνωρίζουν πολύ καλά.
Το ΕΑΠ έχει ένα εντελώς στρεβλό θεσμικό πλαίσιο. Τόσο που οι σχετικές διατάξεις του Ν. 2552/1997 (και όσες αλλαγές επακολούθησαν επ’ αυτών) για την αυτονόμησή του δεν ασχολήθηκαν διόλου με δύο καίριες ιδιαιτερότητες του Ιδρύματος. Η πρώτη είναι η εντυπωσιακή σε έκταση δυσαναλογία των μελών ΔΕΠ με τα μέλη ΣΕΠ (Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό). 50 έναντι 2.000, ήτοι 1:40, όταν επί παραδείγματι η αντίστοιχη στο Open University του Λονδίνου είναι 1:6! Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι τα δίδακτρα. Το ΕΑΠ εισπράττει ετησίως περίπου 28.000.000 ευρώ, γεγονός που υπογραμμίζει αφενός την τεράστια σημασία της ιδιωτικής χρηματοδότησης προς το Ίδρυμα, αλλά και την ανάγκη δημοσίου και κοινωνικού ελέγχου. Πρόκειται για τον προϋπολογισμό 7 πανεπιστημίων (με μέτρο τον προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου Κρήτης, ήτοι ενός μεσαίου ΑΕΙ της χώρας)! Το ερώτημα που τίθεται σοβαρά, πλέον, είναι κατά πόσον το Ανοικτό Πανεπιστήμιο μπορεί να έχει τη μορφή της διοίκησης ενός συμβατικού ΑΕΙ (Πρυτανεία), χωρίς να διατυπώνεται ούτε κατ’ ελάχιστον η θεσμική σχέση με την οποία συμμετέχουν στην ακαδημαϊκή ανάπτυξη του Ιδρύματος οι 2.000 περίπου ΣΕΠ; Αναρωτιέμαι, δεν τίθεται ζήτημα διασφάλισης και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος; Και μπορεί να ανατεθεί η διοίκηση σε μόλις 50 μέλη ΔΕΠ, και μόνον αυτοί να διοικήσουν ένα ίδρυμα με 2.000 διδάσκοντες, με 32.000 φοιτητές και με το οικονομικό φορτίο που αναφέραμε;
Οι παραδοξότητες πάντως στο ΕΑΠ δεν έχουν τελειωμό. Τόσο που τα 4/5 σχεδόν των υπαλλήλων του, αμειβόμενοι μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων επί πολλά χρόνια, κινδύνευαν να εγκαταλείψουν τις υπηρεσίες και όλο το οικοδόμημα να τιναχτεί στον αέρα. Τόσο που δεν διαθέτει ένα οργανόγραμμα της προκοπής, ώστε να ανταποκρίνεται στα στοιχειώδη απαιτούμενα της διοικητικής λειτουργίας οποιουδήποτε οργανισμού. Τόσο που η δομή του περισσότερο αναδεικνύει τον διοικητικό μηχανισμό, παρά τις ακαδημαϊκές μονάδες. Τόσο που η βασική και εφαρμοσμένη έρευνα εντός του Ιδρύματος βρίσκονται σε νηπιακή ηλικία. Τόσο που η έρευνα στη νέα τεχνολογία, σημείο που θα έπρεπε να πρωτοπορεί το ΕΑΠ, συσχετιζόταν με την τύχη των ροών των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Τόσο που δεν υπακούει σε κανόνες και θεσμούς που ακολουθούν τα υπόλοιπα ΑΕΙ, έτσι που οι δημοκρατικές λειτουργίες να υποκαθίστανται με τη μεγαλύτερη ευκολία από εξωθεσμικά μορφώματα. Όλα τούτα υποδεικνύουν το πόσο άμεση και επιτακτική είναι η ανάγκη θεσμικής παρέμβασης: αφενός για τη βήμα-βήμα απεξάρτηση από το Υπουργείο Παιδείας και αφετέρου για τη διατύπωση των όρων της αυτοδυναμίας του Ιδρύματος. Οι όροι αυτοί πάντως, κατά τη γνώμη μου, οφείλουν να λάβουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες που προαναφέρθηκαν.
Από εκεί και πέρα, το ΕΑΠ πρέπει να σχεδιάσει το μέλλον του. Για να παραμείνει ελκυστικό για εκείνους που επιλέγουν να σπουδάσουν με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Άρα, να ανανεώσει και εμπλουτίσει τα προγράμματα σπουδών με γνώμονα τις διαμορφούμενες σήμερα και στο άμεσο μέλλον κοινωνικές και οικονομικές πραγματικότητες στη χώρα. Νέα επιστημονικά πεδία που θα διευρύνουν συνεπακόλουθα τη δυνητική φοιτητική μάζα του ΕΑΠ. Να περιορίσει, από την πλευρά του, τη γενικευμένη υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών στον ακαδημαϊκό χώρο και στον ερευνητικό τομέα, προσφέροντας σύγχρονα προγράμματα σπουδών στις επιστήμες του ανθρώπου. Να επικαιροποιήσει το εκπαιδευτικό του υλικό με όρους ψηφιακής τεχνολογίας. Να ενεργοποιήσει το επιστημονικό του δυναμικό και να επιταχύνει την έρευνα στα νέα επιτεύγματα της τεχνολογίας και των τεχνικών. Να προκαλέσει συνεργασία με νέους επιστήμονες, που σήμερα εγκαταλείπουν άπραγοι τη χώρα, προς δόξα ενός παράλογου συστήματος επιλογής του Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού. Νέοι επιστήμονες από τους οποίους να ζητηθεί η συνδρομή στην έρευνα εντός του Ιδρύματος, έναντι μιας μονιμότερης σχέσης εργασίας μαζί τους. Αρκετά πια οι συνταξιούχοι καθηγητές, και η προνομιακή σχέση των υψηλών βαθμίδων ΔΕΠ των ΑΕΙ της χώρας. Να δημιουργήσει ακαδημαϊκές δομές στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, με στόχο τη συγκρότηση σπουδαστηρίων, χώρων επιστημονικών συναντήσεων, εντευκτηρίων για τους φοιτητές του. Μόνο έτσι θα αναπτυχθεί η φοιτητική αίσθηση του ανήκειν σε μια πανεπιστημιακή κοινότητα, και μόνο έτσι το ΕΑΠ θα προβάλλει τη φυσιογνωμία του σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Παράλληλα, να αναπτύξει συνεργασίες με ελληνικά και ξένα ΑΕΙ σε κοινά προγράμματα σπουδών αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Το ΕΑΠ οφείλει να βγει από τα σύνορα της χώρας, αξιοποιώντας το συγκριτικό του πλεονέκτημα. Εδώ θα κριθεί το μέλλον του ΕΑΠ και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Οι στόχοι είναι εφικτό να επιτευχθούν, φτάνει να το θέλουν όλες οι πλευρές. Και ιδίως εκείνοι που αποφάσισαν να συνδέσουν την ακαδημαϊκή τους πορεία με το Ίδρυμα, εκείνοι που έχουν οργανική σχέση με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
*Ο Βασίλης Καρδάσης διδάσκει οικονομική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και είναι πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του ΕΑΠ