Επιμέρους εκτιμήσεις και σκέψεις για την αξιολόγηση, με αφορμή το σχέδιο νόμου για την ΑΔΙΠΠΔΕ
του ΥΠΑΙΘΠΑ.
H αξιολόγηση ως μεθοδολογία διάγνωσης των προβλημάτων, βάση βελτίωσης και εργαλείο για την ποιότητα στην εκπαίδευση δεν έχει σε καμία περίπτωση σχέση με τη μισθολογική διαφοροποίηση και διοικητική πειθάρχηση, που προωθεί η ηγεσία του ΥΠΑΙΘΠΑ με τα νέα νομοθετήματα.
Οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν αλλάξει δραματικά το πλαίσιο της εκπαίδευσης, καταδικάζοντας σε ακαδημαϊκή στασιμότητα τους εκπαιδευτικούς, έχοντας καταργήσει τις εκπαιδευτικές άδειες, τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών, τις επιμορφώσεις κλπ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ που αναμένεται η έκδοσή του, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα οδηγεί στην κατάταξή τους ως «επαρκής», «πολύ καλός», «εξαίρετος». Ουσιαστικά στην τελευταία κατηγορία θα κατατάσσονται μόνο όσοι έχουν διδακτορικό. Στην δεύτερη κατηγορία «πολύ καλός» αυτοί που έχουν μόνον μεταπτυχιακό και η μεγάλη πλειοψηφία ως «επαρκής».
Αυτό που είναι ασαφές και δημιουργεί καχυποψία για την κρυφή ατζέντα των νομοθετημάτων για την αξιολόγηση είναι η γενικότερη φιλοσοφία και η πολιτική στόχευση πίσω από αυτά. Υπάρχει η εύλογη ανησυχία για τη σύνδεση της αξιολόγησης με την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και από αυτήν να εξαρτηθεί τόσο η χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων όσο και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Πώς αλλιώς να εκτιμήσει κανείς το γεγονός ότι στις εγκυκλίους αυτοαξιολόγησης υπήρχαν ερωτήματα όπως «ποιες ενέργειες έκανε η σχολική μονάδα έτσι ώστε να προσελκύσει και άλλες πηγές χρηματοδότησης εκτός από τις υπάρχουσες;» παραπέμποντας ευθέως σε χορηγούς και προκαλώντας δικαίως τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ακούγοντας και διαβάζοντας τα περί αξιολόγησης στο χώρο της εκπαίδευσης σχηματίζει την εντύπωση ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου και στην καλυτέρευση των συνθηκών στην εκπαίδευση. Αυτή η προσδοκία όμως δεν είναι ρεαλιστική. Ανατρέχοντας στο παρελθόν ας θυμηθούμε- πριν την καθιέρωση του διορισμού μέσω ΑΣΕΠ -την ενοχοποίηση των εκπαιδευτικών για τα δεινά της εκπαίδευσης που στηριζόταν στην άποψη ότι δεν μπαίνουν οι άξιοι στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η καθιέρωση όμως των διαδικασιών πρόσληψης μέσω ΑΣΕΠ δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Κι αυτό γιατί οι αιτίες των προβλημάτων και των παθογενειών είναι άλλες. Είναι η υποχρηματοδότηση ως επί το πλείστον που οδηγεί την παιδεία σε μαρασμό. Και το πρόβλημα αυτό κάθε άλλο παρά θεραπεύεται. Αντιθέτως επιτείνεται συνεχώς έχοντας μειωθεί στο 2,15% του ΑΕΠ και αναμένοντας νέα μείωση, όπως προκύπτει από την επικαιροποίηση του Μεσοπρόθεσμου που ψηφίστηκε πρόσφατα.
Η ελληνική κοινωνία πιστώνει στους εκπαιδευτικούς την καθημερινή υπέρβαση του εαυτού τους ώστε να φέρουν τα καλύτερα αποτελέσματα στη μόρφωση- και όχι μόνο- των μαθητών τους, απέναντι στη μνημονιακή πολιτική κατεδάφισης της δημόσιας δωρεάν παιδείας.
Θα ήταν καταστροφικό να επανέλθει στην εκπαίδευση η μονοπρόσωπη αξιολόγηση και ουσιαστικά ο ρόλος του Σχολικού Συμβούλου – για τον οποίο πάλεψε όλη η εκπαιδευτική κοινότητα και κατάφερε την κατάργηση του επιθεωρητισμού – να καταργηθεί και να έρθει ξανά με την μορφή του επιθεωρητή. Αυτός που συμβουλεύει δεν μπορεί ταυτόχρονα να αξιολογεί και να εξαρτάται από αυτό η μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη του εκπαιδευτικού.
Η κατάργηση της ποσόστωσης για την εξέλιξη στο βαθμολόγιο αλλά και της σύνδεσης με το μισθό θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την καλλιέργεια κλίματος ασφάλειας στους εκπαιδευτικούς και αναγνώρισης της ιδιαιτερότητας του έργου τους.
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος να αλλοιωθεί το θετικό παιδαγωγικό κλίμα στα σχολεία , αυτό που έχει απομείνει. Εάν δεν υπάρχει παιδαγωγική ελευθερία και παιδαγωγική δημοκρατία, ανελεύθεροι δάσκαλοι, δεν μπορούν να γαλουχήσουν ελεύθερα παιδιά. Αυτό είναι μείζονος σημασίας. Δεν μιλάμε για ασυδοσία, είναι άλλο πράγμα η ασυδοσία και άλλο πράγμα η παιδαγωγική ελευθερία. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι ανεξέλεγκτοι υπηρεσιακά , ούτε υπήρξαν ποτέ. Οι εκπαιδευτικοί ελέγχονται τόσο από τον διευθυντή του σχολείου όσο και από τους Σχολικούς Συμβούλους αλλά και από το διευθυντή εκπαίδευσης και τα υπηρεσιακά συμβούλια.
Με τις λογικές και τις στοχεύσεις της αξιολόγησης, όπως τις προωθεί η κυβέρνηση, οι εκπαιδευτικοί θα μπουν στη λογική της εφαρμογής «προγραμμάτων» με απώτερο σκοπό τη θετική αξιολόγηση, χάνοντας όμως την ουσία του εκπαιδευτικού έργου. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση ωθεί τους εκπαιδευτικούς να κυνηγούν σκιές , γεγονός που δε θα έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα για την εκπαίδευση.
Γιάννης Αμανατίδης, Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Α΄ Θεσσαλονίκης
μέλος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής
Αθήνα 14/3/2013
ipaideia.gr