ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ  ΕΞΩΔΙΚΟΣ ΔΗΛΩΣΙΣ – ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ

1. Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, εδρευούσης εν Πειραιεί, νομίμως εκπροσωπουμένης.
2. Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ Μεντζελόπουλου, κατοικούντος εν Πειραιεί.
3. «ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ» αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης, εδρευούσης εν Αμαρουσίω, Βορείου Ηπείρου 47.
4. Χρήστου Παπασωτηρίου του Ιωάννου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ευβοίας 36 Β΄, μέλους τής ως άνω αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, ατομικώς και ως ασκούντος την γονικήν μέριμναν και επιμέλειαν επί του προσώπου του ανηλίκου υιού μου.
5. Βασιλείου Κοκολάκη, μέλους τής ως άνω αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας, ατομικώς και ως ακούντος την γονικήν μέριμναν και την επιμέλειαν τών ανηλίκων τέκνων μου

ΠΡΟΣ
Υπουργόν Παιδείας, Ερεύνης και Θρησκευμάτων, εδρεύοντα εν Αμαρουσίω Αττικής, οδός Ανδρέου Παπανδρέου, αρ. 37.

Κατόπιν ασκήσεως τής από 11ης Νοεμβρίου 2016 ημετέρας αιτήσεως ακυρώσεως εξεδόθη η ώδε συνημμένη υπ’ αριθ. 660/2018 απόφασις τής Ολομελείας τού Συμβουλίου τής Επικρατείας, δι’ ής ηκυρώθη η υπ’ αριθ. 143575/Δ2 απόφασις του υμετέρου υπουργείου περί «προγράμματος σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικόν και στο Γυμνάσιον» δημοσιευθείσα εις το ΦΕΚ Β΄ 2920 τη 13η-9-2016. Δυνάμει τής εν λόγω αποφάσεως υπ’ αριθ. 660/2018 ΟλΣτΕ εκρίθη ότι το ως άνω πρόγραμμα σπουδών και συνάμα η προειρημένη απόφασις τού υμετέρου υπουργείου αντίκεινται προς το Σύνταγμα και τους Νόμους και διεπιστώθησαν, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«14. (…) στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες, μέσω, κυρίως, των προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, για τους αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαθητάς δεν υπηρετείται ο ως άνω συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του Σ/τος.

Περαιτέρω, ως αποστολή της Παιδείας, η, υπό την προεκτεθείσα έννοια «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, επιτελείται δε κυρίως με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995) και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες ως προς τα εν λόγω στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών.

Η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων, η οποία καθιστά το μάθημα των θρησκευτικών «ομολογιακό», είναι απολύτως συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ/τος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Σ/τος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους». «(…)το πρόγραμμα σπουδών (…) παρουσιάζει (…) σοβαρές ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. [Όλως ενδεικτικώς: δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα, την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα που ίσχυσαν μέχρι σήμερα, και δη σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ενώ στην ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», ως «προσδοκώμενος Μεσσίας», ως «δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν», ως «αγαπημένος φίλος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου].

Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών. Δεύτερος παράγοντας που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας- και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών [π.χ. στην Γ τάξη του Δημοτικού από τις οκτώ θεματικές ενότητες (ΘΕ) μόνο οι ΘΕ 4, 6 και 7 έχουν αμιγώς ή κυρίως χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 1, 4, 5, 6 και 7 έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/, στην Ε τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ αμιγώς χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία έχουν οι ΘΕ 4, 5, 6 και 7, ενώ οι υπόλοιπες τρεις έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/στην ΣΤ τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ μόνο η ΘΕ 4 έχει αμιγώς ορθόδοξη θεματολογία, οι ΘΕ 1, 2, 3 και 7 έχουν χριστιανική,όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, η ΘΕ 5 αναφέρεται στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, ενώ η ΘΕ 6 αποκλειστικά σε άλλες θρησκείες.

Στην Α΄ Τάξη του Γυμνασίου από τις έξη ΘΕ οι ΘΕ 1 – 4 έχουν χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 5 και 6 έχουν ως αποκλειστικά αντικείμενα τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τις «θρησκείες της μακρινής Ανατολής»/στην Β τάξη του Γυμνασίου από τις έξι ΘΕ στην ορθοδοξία αποκλειστικά αναφέρεται μόνο η ΘΕ 6, η ΘΕ 2 αναφέρεται κυρίως σε χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 1, 3, 4 και 5 περιέχουν θεματολογία που αφορά σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις/στην Γ τάξη του Γυμνασίου από τις έξι ΘΕ οι ΘΕ 1, 3, 5 και 6 έχουν θεματολογία εν γένει χριστιανική, όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, ενώ οι ΘΕ 2 και 4 αφορούν σε όλες τις θρησκείες του κόσμου].

Η αναφορά, εξ άλλου, στις διδασκαλίες άλλων θρησκειών δεν είναι μόνο εκτενής, παράλληλη και ταυτόχρονη (στο πλαίσιο δηλαδή της ίδιας ΘΕ) με την χριστιανική εν γένει, σπανίως δε αποκλειστικά ορθόδοξη, διδασκαλία, αλλά περιλαμβάνει πλήθος υπερβολικά λεπτομερειακών στοιχείων [όλως ενδεικτικώς: αναφορά σε εβραϊκές εορτές και τελετές (Ρος Ασανά, Πέσαχ, Σαβουώτ, Σουκώτ, Χανουκά κ.ά.), στις ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού, ΘΕ 4 της Δ Δημοτικού και ΘΕ 5 της Α Γυμνασίου/αναφορά σε μουσουλμανικές εορτές («Ιντ αλ-φίτρ») στην ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού/αναφορά στα 99 ονόματα του Αλλάχ και σε σύμβολα του Θεού (όπως η ινδουιστική σβάστικα, το γιν και το γιάνγκ κ.ά.) στη ΘΕ 2 της Γ Δημοτικού/αναφορά σε όρους και έννοιες του Ισλάμ (Σαχάντα, Χαντίθ, Ούμμα) και του Ιουδαϊσμού (σεμά, τεφιλίν, μεζουζά), στην ΘΕ 5 της Α Γυμνασίου/αναφορά στις «φαντασμαγορικές εορτές» (Diwali, Pongal, Holi) του ινδουισμού και σε λατρευτικές συνήθειες (γιάντρας, μάντρα, μάνταλα) του ινδουισμού και του βουδισμού στη ΘΕ 6 της Α Γυμνασίου].

Επίσης στις ΘΕ κάθε τάξης περιέχονται, όπως έχει εκτεθεί, και «ενδεικτικές δραστηριότητες» στις οποίες περιλαμβάνονται, στο πλαίσιο του μαθήματος των θρησκευτικών, η εκμάθηση χορών από άλλες χώρες και η οργάνωση διαγωνισμού χορού (ΘΕ 5 της Γ Δημοτικού), η δημιουργία χορογραφίας (ΘΕ 5 της Γ Γυμνασίου), μουσική κλασική και κινέζικη (ΘΕ 5 και 8 της Γ Δημοτικού, ΘΕ 6 της Α Γυμνασίου), ελαφρά και «λαϊκά» τραγούδια (ΘΕ 2 της Δ Δημοτικού, ΘΕ 4 και 5 της Γ Γυμνασίου). Από τα ανωτέρω στοιχεία του εισαγόμενου με την προσβαλλόμενη απόφαση προγράμματος σπουδών καθίσταται σαφές ότι με αυτό δεν παρέχεται μία αμιγώς ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά προκαλείται σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, στους οποίους αποκλειστικά, όπως έχει εκτεθεί, μπορεί να απευθύνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, το μάθημα των θρησκευτικών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται, κατά την πρώτη από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις, ως σκοπός της παιδείας, η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως.

Τέλος, εν όψει αφ’ ενός μεν του αριθμού των ωρών διδασκαλίας που προβλέπονται από την προσβαλλόμενη απόφαση για το μάθημα των θρησκευτικών (56 – 58 ώρες διδασκαλίας για κάθε μία από τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και 46 – 48 για τις Α – Γ τάξεις του Γυμνασίου) εντός του, οκτάμηνης περίπου διαρκείας, σχολικού έτους, αφ’ ετέρου δε της συνυπάρξεως σε εκτενή βαθμό, στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού, στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα και σε άλλες θρησκείες, παρίσταται ανεπαρκής για την επίτευξη του προπεριγραφέντος συνταγματικού σκοπού (της αναπτύξεως δηλαδή ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως) ο χρόνος ο οποίος διατίθεται για την διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. 19.

Επειδή, από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού «αναστοχασμό» των μαθητών (ηλικίας 8 – 15 ετών), η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία όπως έχει εκτεθεί προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα. (…)».
Εξ άλλου, εις ουσιαστικήν εφαρμογήν τής ως άνω – ήδη ακυρωθείσης – υπ’ αριθ. 143575/Δ2 αποφάσεως του υμετέρου υπουργείου και προκειμένου να υλοποιηθή το δι’ αυτής τεθέν και εξ ίσου ακυρωθέν «πρόγραμμα σπουδών τού μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικόν και στο Γυμνάσιον», το υμέτερον υπουργείον έδωκε προς διδασκαλίαν τών μαθητών νέα βιβλία (φακέλλους), περιέχοντα τα στοιχεία τού εν λόγω αντισυνταγματικού, μη συμφώνου τώ Νόμω και εν τέλει ακυρωθέντος προγράμματος σπουδών, ήτοι περιέχοντα στοιχεία, αρχές και δόγματα και ετέρων θρησκειών, καθώς και αιρέσεων (παπισμός, προτεσταντισμός κττ). Περαιτέρω το υπουργείον προέβη και εις την έκδοσιν τής ετέρας υπ’ αριθ. πρωτ. 101470/Δ2/16-06-2017 αποφάσεως με το αυτό σχεδόν, εν πολλοίς ταυτόσημον και απαράλλακτον αντικείμενον, εναντίον τής οποίας έχει ασκηθεί και εκκρεμεί ενώπιον τού ΣτΕ η ημετέρα (και λοιπών αιτούντων) από 26ης-10-2017 αίτησις ακυρώσεως, εξακολουθούσης τής διδασκαλίας τού μαθήματος διά των αυτών ως άνω φακέλλων (νέων βιβλίων).
ΕΠΕΙΔΗ ωστόσο συμφώνως τή παραγράφω 5 τού άρθρου 95 τού Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η διοίκησις έχει υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τας ακυρωτικάς αποφάσεις τού Συμβουλίου τής Επικρατείας. Η παράβασις τής υποχρεώσεως ταύτης δημιουργεί ευθύνην διά παν υπαίτιον όργανον, ως Νόμος ορίζει».
ΕΠΕΙΔΗ κατά τας παραγράφους 1, 4 και 5 τού άρθρου 50 τού Π.Δ/τος 18/1989 «1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση τής προσβαλλομένης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη. (…) 4. Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από την δίωξη κατά το άρθρο 259 τού Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση. 5. Οι αποφάσεις τής Ολομελείας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ τών διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο».
ΕΠΕΙΔΗ κατά συνέπειαν η ώδε συνημμένη ακυρωτική απόφασις υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, ex tunc και έναντι πάντων ισχύουσα, αυτόχρημα κατήργησεν την εν θέματι ακυρωθείσαν υπουργικήν απόφασιν υπ’ αριθ. 143575/Δ2/2016 (κατ’ άρθρον 50 ΠΔ/τος 18/1989), τού ακυρωτικού ταύτης αποτελέσματος ανατρέχοντος εις τον χρόνον εκδόσεως τής εν λόγω ακυρωθείσης υπουργικής αποφάσεως. Η τελευταία θεωρείται ως μηδέποτε εκδοθείσα, επανενεχθείσης αυτοδικαίως τής προϋφισταμένης τής εκδόσεώς της πραγματικής και νομικής καταστάσεως (ΣτΕ 4690/1983). Ώστε εν προκειμένω ανεβίωσεν και εξακολουθεί ισχύουσα η προγενεστέρα τής ακυρωθείσης υπουργική απόφασις επί τού προγράμματος σπουδών.
ΕΠΕΙΔΗ προσέτι κατά παγίαν Νομολογίαν τού Συμβουλίου τής Επικρατείας η ακύρωσις τής ως άνω υπουργικής αποφάσεως καθιστά ακυρωτέαν και οιανδήποτε ετέραν διοικητικήν πράξιν συναφούς τή ακυρωθείση (ΣτΕ 1665/1987), εφ’ όσον και αύτη προσεβλήθη νομοτύπως (ΣτΕ 3028/1986), ώσπερ η ανωτέρω υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017 υμετέρα υπουργική απόφασις, τής οποίας την ακύρωσιν έχομεν αιτηθεί νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, διά της ετέρας ως άνω από 26ης-10-2017 αιτήσεως ημών ακυρώσεως ενώπιον τού ΣτΕ (αρ. κατ. 2920/17).
Όθεν, επί τη βάσει τών ανωτέρω διατάξεων τού Συντάγματος και τού Νόμου, καθίσταται αμέσως αντιληπτόν ότι, τόσον υμείς προσωπικώς, ως ιεραρχικώς προϊστάμενος, όσον και άπαντα τα στελέχη τού υμετέρου υπουργείου, καθώς και άπαντες οι διδάσκαλοι και οι καθηγηταί τού μαθήματος θρησκευτικών απάντων των εν Ελλάδι και εν τή αλλοδαπή και υπό την υμετέραν εποπτείαν λειτουργούντων σχολικών μονάδων, εις τας οποίας φοιτούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί Ελληνόπαιδες, υπέχετε την νόμιμον υποχρέωσιν εφαρμογής διά θετικών ενεργειών τής ως άνω αποφάσεως υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, κατά τε το περιεχόμενον ταύτης και το διατακτικόν. Ειδικώτερον καλείσθε άπαντες οι ανωτέρω διά τής παρούσης να εφαρμόσητε πάραυτα διά θετικών ενεργειών τήν ως άνω απόφασιν υπ’ αριθ. 660/2018 τής Ολομελείας τού ΣτΕ, κατά τε το περιεχόμενον ταύτης και το διατακτικόν, παρέχοντες αφ’ ενός προς τούς Ελληνορθοδόξους μαθητάς θρησκευτικήν εκπαίδευσιν σύμφωνον αποκλειστικώς και μόνον προς τας αρχάς, τα δόγματα και τας παραδόσεις τής Ορθοδοξίας διπλασιάζοντες τας ώρας διδασκαλίας τού μαθήματος, αφ’ ετέρου δ’ απέχοντες τού λοιπού από πάσης ενεργείας αντιβαινούσης προς τα διά της εν λόγω ακυρωτικής αποφάσεως κριθέντα ζητήματα, οία ενδεικτικώς η εξακολούθησις τής διδασκαλίας τού μαθήματος τών θρησκευτικών μέσω των φακέλλων (νέων βιβλίων) ουσιαστικώς επί τή βάσει τού προγράμματος και τού περιεχομένου τής ήδη ακυρωθείσης αποφάσεως και της ομοίας μεταγενεστέρας τοιαύτης υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017.
Εξ άλλου οι γ΄ και δ΄ εξ ημών, οίτινες τυγχάνομεν γονείς μαθητών φοιτούντων εις το Δημοτικόν Σχολείον και εις το Λύκειον, επιφυλαττόμεθα ρητώς δι’ ημάς και διά τα ημέτερα τέκνα παντός νομίμου δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης εκ της μέχρι τούδε διδασκαλίας τού μαθήματος των Θρησκευτικών εις αυτά επί τη βάσει τής ακυρωθείσης αποφάσεως, των φακέλλων τού μαθήματος και τής ετέρας υμετέρας υπ’ αριθ. 101470/Δ2/16-06-2017 αποφάσεως.

Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής επιδότω νομίμως την παρούσαν, ως και την συγκοινοποιουμένην υπ’ αριθ. 660/2018 απόφασιν τής Ολομελείας τού Συμβουλίου τής Επικρατείας, προς όν απευθύνεται προς γνώσιν του και διά τας εννόμους συνεπείας αντιγράφων άμα άπαν το κείμενον της παρούσης εις την υπ’ αυτού συνταχθησομένην έκθεσιν επιδόσεως.

Αθήναι, 13 Απριλίου 2018 Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος  ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ  ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πρόγραμμα Πανελληνίων 2025