Ο κύριος Ι. Ν. Μαρκόπουλος έπραξε άριστα, όταν κατέθεσε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (21 Ιανουαρίου) τις αγωνίες του για τις εξετάσεις. Χρειαζόμαστε μια στοχευμένη συζήτηση γύρω από ερωτήματα, και στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ελάχιστα τα ζητήματα που δεν μπαίνουν διλημματικά. Ενα από αυτά είναι το ζήτημα των εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο.
Γιατί αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα όλων των μεταρρυθμίσεων έως τώρα; Γιατί αφορά ένα ζήτημα κεφαλαιώδες της εκπαίδευσης, όπως είναι η κοινωνική επιλογή. Ποιος θα εισέλθει και ποιος όχι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν και οι εξετάσεις εμφανίζονται ως ένα ζήτημα ικανότητας, φιλομάθειας και φιλοπονίας, εντούτοις έχουν πολύ σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνοδεύουν και συνδέουν την μαθητική απόδοση με την κοινωνική ανισότητα.
Δεν πρόκειται για καινούργια, ούτε πρωτότυπη διαπίστωση. Δυσκολότερα ένα παιδί από μια υποβαθμισμένη περιοχή θα μπει στο Πολυτεχνείο, στην Ιατρική και στη Νομική, από ό,τι ένας συνομήλικός του από τις μεσοαστικές περιοχές της Αθήνας.
Στην Ελλάδα η επιλογή γίνεται μέσω πανελλήνιων ή πανελλαδικών εξετάσεων. Φυσικό η συσσωρευμένη ένταση να συγκεντρώνεται στις εξετάσεις, οι οποίες κάτω από το βάρος αυτό δεν μπορεί να είναι εγγυημένες ως προς τη διαφάνεια από το κράτος. Γι’ αυτό γίνονται είδηση.
Το γεγονός ότι η γνώση αφυδατώνεται και παστώνεται, ότι παραλύουν όλα τα σχολεία και η εκπαιδευτική διαδικασία από τον Μάιο, περιορίζοντας το διδακτικό έτος, ότι τρία χρόνια οι έφηβοι τρέχουν στα φροντιστήρια, εγκαταλείποντας το σχολείο, ότι οι οικογένειες χρυσοπληρώνουν μια άγονη παιδεία, απασχολεί πολύ λιγότερο.
Τι γίνεται σε πολλές χώρες στο εξωτερικό; Εκεί η κοινωνική επιλογή, πάντα μέσω των ικανοτήτων των παιδιών, γίνεται από πολύ νωρίς. Δηλαδή τα παιδιά που τα καταφέρνουν καλύτερα, κατά κανόνα γόνοι εύπορων οικογενειών, διαχωρίζονται από τα παιδιά που τα καταφέρνουν λιγότερο καλά ή που δεν τα καταφέρνουν, και που κατά κανόνα προέρχονται από στερημένες οικογένειες και περιοχές.
Τα πρώτα θα ακολουθήσουν μια πορεία, η οποία -όχι χωρίς κόπο βέβαια- θα οδηγήσει στο Πανεπιστήμιο, οι δεύτεροι ακολουθούν μια πορεία προσγείωσης στις επαγγελματικές σχολές και την τεχνική εκπαίδευση. Με τον τρόπο αυτό, πράγματι οι εξετάσεις (διάβαζε κοινωνική διαλογή) δεν προκαλούν πρωτοσέλιδα, αλλά αποτελούν μια επαναλαμβανόμενη κανονικότητα.
Είναι αποτελεσματικό αυτό το σχέδιο; Είναι, γιατί δεν κάνει τα παιδιά να χάνουν τον χρόνο τους απροσανατόλιστα, γιατί τα συνδέει με τα επαγγέλματα νωρίτερα, γιατί δεν πληρώνουν φροντιστήρια.
Είναι όμως δίκαιο; Κατηγορηματικά όχι. Το δικό μας το σύστημα, παρά το χάος που προκαλεί, δίνει στα παιδιά ευκαιρίες να γίνουν καλοί μαθητές και να προσπαθήσουν να διορθώσουν την κοινωνική ανισότητα που διαφορετικά θα τα σημάδευε ως κοινωνικό στίγμα από μικρά. Ωστόσο είναι αυτή η πραγματικότητα;
– Πρώτον, πράγματι εδώ δεν επιβάλλεται επίσημα από τα πάνω ένας διαχωρισμός, αλλά εκ των πραγμάτων. Ενα μεγάλο μέρος παιδιών, και μάλιστα με σαφέστατα κοινωνικά χαρακτηριστικά, κατευθύνεται προς τα επαγγελματικά λύκεια και τις ιδιωτικές επαγγελματικές και τεχνικές σχολές.
Τι αντιμετωπίζει εκεί; Την πίσω αυλή του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αποφεύγει επομένως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το κοινωνικό απαρτχάιντ; Κάθε άλλο!
– Δεύτερον, η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο δεν γίνεται σε έναν ενιαίο χώρο και ισοδύναμα τμήματα και σχολές. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από σχολές με πολύ διαφορετική δυναμική, τόσο ως προς την κατάρτιση όσο και ως προς τις δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Οι σχολές που συγκεντρώνουν την υψηλότερη βαθμολογία είναι οι πρώτες, και ακολουθούν οι σχολές δεύτερης και τρίτης επιλογής.
Επομένως οι εισαγωγικές εξετάσεις καθόλου δεν εξασφαλίζουν ισότητα και ευκαιρίες. Οδηγούν επίσης σε ένα πολυώροφο σύστημα με διαφορετικές ταχύτητες. Ούτε εδώ δηλαδή αποφεύγεται η αυστηρή κοινωνική διαλογή.
Ενα από τα πάγια αιτήματα της Αριστεράς ήταν η κατάργηση των εξετάσεων. Είναι δυνατόν; Μπορούν τα παιδιά να σπουδάζουν κατά την κλίση τους;
Οποιος διατείνεται ότι θα εξασφαλίσει ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις σχολές του Πανεπιστημίου, θα έπρεπε να εξηγήσει πώς θα το κάνει πρακτικά, δεδομένου ότι οι σχολές υψηλής ζήτησης δεν θα μπορούν ποτέ να προσφέρουν τόσες θέσεις, ώστε να καλύψουν τη ζήτηση.
Επομένως, μόνο δύο δυνατότητες υπάρχουν. Η μία είναι να τεθούν κριτήρια πρόσβασης και η άλλη είναι η προεπιλογή να έχει γίνει νωρίτερα σε μια πρώιμη εκπαιδευτική βαθμίδα.
Το πρόβλημα είναι το εξής: πώς να εξασφαλίσεις στους νέους ευκαιρίες, χωρίς να τους κλείνεις την πόρτα όσο είναι παιδιά, και ταυτόχρονα πώς θα εμποδίσεις, ώστε οι εξετάσεις να έχουν τον πολλαπλό, κύριο και παράπλευρο καταστροφικό χαρακτήρα που έχουν τώρα;
Η δική μου πρόταση προς την επιτροπή είναι η εξής: Αφενός να απελευθερώσεις όσες σχολές είναι δυνατόν –και αυτές είναι η πλειοψηφία, στην οποία η ζήτηση ως πρώτη και δεύτερη επιλογή δεν υπερβαίνει την προσφορά– και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής για τις σχολές υψηλής ζήτησης να μην οδηγούν στα φροντιστήρια. Οχι εξέταση μαθημάτων.
Υπάρχουν τρόποι, είτε με κριτήριο την πιστοποιημένη γλωσσομάθεια, είτε με άλλους εξεταστικούς τρόπους αναγνωρισμένης εγκυρότητας, που θα κρίνει η επιτροπή και οι ομάδες εργασίας των ειδικών, να συγκροτηθούν λίστες προτεραιότητας σε αυτές τις σχολές.
Αυτό θα επιτρέψει, λ.χ., παιδιά με κλίση στα μαθηματικά να σπουδάσουν νομικά, και άλλα με κλίση στη φιλοσοφία να σπουδάσουν πληροφορική και μαθηματικά, χωρίς να καταστρέφουν τις γνωσιακές τους ικανότητες στα φροντιστήρια, όπως γίνεται τώρα.
Θα είναι μια μεγάλη αλλαγή που θα δώσει αναπνοή στην ελληνική εκπαίδευση, διαπλάθοντας ένα καινούργιο πνεύμα στην καλλιέργεια της γνώσης και του πολιτισμού.
Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε καθήκον να ενισχύσουμε την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και να την κάνουμε αξιόπιστη, με μαθήματα τόσο ειδικά όσο και γενικά, τα οποία να είναι προσαρμοσμένα στην ιδέα μιας ευφυΐας που μπορεί να έχει πολλές μορφές, και δεν είναι αναγκαστικά κειμενοκεντρική.
Αυτή η εκπαίδευση πρέπει να έχει οριζόντια επικοινωνία με τις βαθμίδες της γενικής εκπαίδευσης, αλλά και κάθετη οργάνωση, λογική και επικοινωνία.
Από το τεχνικό και επαγγελματικό λύκειο να μπορεί κανείς να οδηγείται έως το Πολυτεχνείο και τις τριτοβάθμιες επαγγελματικές και τεχνολογικές σχολές.
Ακόμη αυτές οι σχολές, ιδίως τα ΤΕΙ θα έπρεπε να απελευθερωθούν από τα μεταναστευτικά κύματα που καταλήγουν εκεί, επειδή δεν μπορούν να εισέλθουν στα ΑΕΙ, με αποτέλεσμα να εμποδίζονται αυτοί που πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν στις σχολές αυτές, αλλά έχουν λιγότερα προσόντα, σύμφωνα με το ισχύον μοντέλο των εξετάσεων.
Θα βοηθούσε ο περιορισμός των επιλογών των υποψηφίων σε μια-δυο ειδικότητες, θα τους έκανε πιο υπεύθυνους στην επιλογή, θα αυτοτοποθετούνταν σε μεγάλο βαθμό και, εντέλει, θα σπούδαζαν αυτό που θέλουν. Εκτός τούτου, θα πρέπει να εφαρμόσουμε και στις εξετάσεις την αρχή της «αποκλίνουσας ευφυΐας».
Από τη στιγμή που θα καταλάβουμε ότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι ευφυΐας και διαφορετικές χρονικότητες ωρίμανσης, πρέπει να οδηγηθούμε σε ένα διαφοροποιημένο σύστημα πρόσβασης πολύ πιο προσαρμοσμένο στις κλίσεις των νέων.
Αυτή τη στιγμή, η επαναθεμελίωση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι το κλειδί. Αλλά, για να συζητήσουμε αυτό το κλειδί, πρέπει να συζητήσουμε επίσης το οικονομικό μοντέλο της χώρας και τις προτεραιότητες ανάπτυξης, χωρίς να χάσουμε ούτε μια στιγμή την πυξίδα των αξιών μας: μείωση των ανισοτήτων, ενδιαφέρον για τα πιο φτωχά στρώματα και περιοχές.
Αλλά μείωση των ανισοτήτων δεν σημαίνει αφηρημένες διακηρύξεις περί ισότητας, ούτε ισοπεδωτισμός. Γιατί ο ισοπεδωτισμός πολλές φορές δημιουργεί ένα ρητορικό παραβάν, πίσω από το οποίο οι ανισότητες γίνονται ακόμη πιο θηριώδεις.
* Πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών