Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος απ’ το πρώτο γενικευμένο κλείσιμο, λόγω πανδημίας, και να εφαρμοστούν αλλεπάλληλα κλείσε – άνοιξε κατά τη διάρκειά του για να φτάσουμε και πάλι στο ίδιο σημείο, αναφέρει η ανακοίνωση του Συλλόγου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Σύρου, Τήνου και Μυκόνου.
Χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος απ’ το πρώτο γενικευμένο κλείσιμο, λόγω πανδημίας, και να εφαρμοστούν αλλεπάλληλα κλείσε – άνοιξε κατά τη διάρκειά του για να φτάσουμε και πάλι στο ίδιο σημείο: Το οριζόντιο κλείσιμο όλων των σχολικών μονάδων Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, και μάλιστα σ’ ένα πιο επιβαρυμένο επιδημιολογικά περιβάλλον, σε σχέση με τον περσινό Μάρτη, αφού οι αντοχές του συστήματος υγείας και των υγειονομικών καθημερινά δοκιμάζονται και ενίοτε εξαντλούνται.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι συνεχίζει να εξαντλείται η κυβερνητική πολιτική έναντι της πανδημίας, κατά κύριο λόγο, στη λήψη κατασταλτικών μέτρων και σε μια άνευ προηγουμένου επικοινωνιακή τακτική, με πολύ αρνητικά αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα.
Αντί, λοιπόν, για προσλήψεις στην υγεία και μονιμοποίηση των ήδη συμβασιούχων υγειονομικών, έχουμε προσλήψεις αστυνομικών και ειδικών φρουρών, ακόμη και για τα πανεπιστήμια, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει ήδη τη δεύτερη θέση στην ΕΕ στην αναλογία αστυνομικών ανά 100.000 κατοίκους, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει τους λιγότερους νοσηλευτές.
Αντί για ΜΕΘ, έχουμε αγορά περιπολικών κι άλλων μηχανοκίνητων οχημάτων άμεσης επέμβασης .
Και εν μέσω πανδημίας, αντί για αύξηση των δαπανών για την υγεία, έχουμε πρόβλεψη στον προϋπολογισμό για περικοπές της τάξης των 572 εκ. ευρώ κι αντί για ενίσχυση της παιδείας και των κοινωνικών πολιτικών, έχουμε-την επιχειρούμενη πρόωρη εξόφληση των δανείων του ΔΝΤ, αλλά κι αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 5, 4 εκ. ευρώ.
Ειδικότερα στον πολύπαθο χώρο της παιδείας , η κατάσταση, καιρό τώρα, δείχνει να είναι, τουλάχιστον, οριακή!
Η τραγική έλλειψη ουσιαστικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας και οι νομοθετικές επιλογές της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ, επιτείνουν την ανασφάλεια και κυρίως πλήττουν καίρια το απαραίτητο συναινετικό κι ενωτικό κλίμα που θα έπρεπε να διακατέχει όχι μόνο την εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά κι ολόκληρη την κοινωνία.
Η δε, τρομερά υπεραπλουστευμένη παρουσίαση υποκατάστασης της δια ζώσης εκπαίδευσης με την τηλεκπαίδευση, λες και η τελευταία είναι μια ισότιμη εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία απ’ την ακραία περιπτωσιολογία της έκτακτης υγειονομικής συνθήκης μπορεί με κάθε ενδεχόμενο πρόσχημα να μεταλλάσσεται σε κανονικότητα, δημιουργεί εξ αντικειμένου πλείστα προβλήματα, αναφερόμενα και στο αμιγώς εκπαιδευτικό έργο, αλλά και στις τόσο σπουδαίες πτυχές της κοινωνικοποίησης και της συναισθηματικής ανάπτυξης των μαθητών.
Πολύ περισσότερο δε, όταν αυτή η τηλεκπαίδευση επιβάλλεται ως υποχρεωτική απ’ το ΥΠΑΙΘ, χωρίς να έχει εξασφαλίσει ούτε την καθολική, δωρεάν και ισότιμη συμμετοχή σ’ αυτήν από μαθητές κι εκπαιδευτικούς, ούτε τη στοιχειώδη καταλληλότητα των ηλεκτρονικών συνδέσεων και μέσων ούτε την αποδεδειγμένη ασφάλεια προσωπικών δεδομένων και επικοινωνίας.
Στη χώρα μας τα προβλήματα αυτά μεγεθύνονται σημαντικά απ’ τη μεγάλη διάρκεια εφαρμογής της. Συνολικά, οι “διά ζώσης” εβδομάδες διδασκαλίας που έχουν χαθεί μέσα σε έναν χρόνο πανδημίας φθάνουν στην καλύτερη περίπτωση για την Α/θμια το 40% και για τη Β/θμια το 60% , χωρίς φυσικά να προσμετρώνται η περσινή εκ περιτροπής λειτουργία και τα τοπικά ή μεμονωμένα κλεισίματα σχολικών μονάδων και τμημάτων.
Τα ποσοστά είναι ιδιαιτέρως υψηλά σε σχέση με τις περισσότερες απ’ τις ευρωπαϊκές χώρες. Μια ολόκληρη γενιά μαθητών, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των εκπαιδευτικών, κινδυνεύει να χάσει τη σύνδεση με τη ζωντανή διαδικασία της μάθησης, ασφυκτιώντας ψυχοσυναισθηματικά και κοινωνικά απ’ τις συνέπειες του εγκλεισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο κι ως σύλλογος εκπαιδευτικών δε θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε και να ζητάμε ανοιχτά σχολεία, με λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων που θα τα καθιστούν ασφαλή για μαθητές κι εκπαιδευτικούς.
Επίσης δηλώνουμε ότι τα έκτακτα μέτρα λειτουργίας των σχολείων που διεκδικούμε, όπως:
α) η μείωση μαθητών ανά τμήμα (έως 15 μαθητές),
β) τα μαζικά δωρεάν και τακτικά τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές,
γ) τα πρωτόκολλα ασφαλείας με θερμομετρήσεις,
δ) η εκ περιτροπής λειτουργία,
στ) Παροχή ατομικών μέσων προστασίας σε όλα τα σχολεία.
ζ) Μαζικοί μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες, αλλά και βοηθητικού προσωπικού και καθαριστριών,
είναι αποτελεσματικά και αποκτούν νόημα, ως αναπόσπαστο μέρος ενός διαφορετικού μοντέλου αντιμετώπισης της επιδημίας, με στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας, έγκαιρη εξασφάλιση αποτελεσματικών εμβολίων για όλον τον πληθυσμό , δημιουργία ΜΕΘ , επίταξη του ιδιωτικού τομέα και φυσικά μέτρα ανάλογα με το επιδημιολογικό φορτίο κάθε περιοχής.
Ειδικά το τελευταίο, θα απέτρεπε το οριζόντιο κι αναποτελεσματικό μέτρο κλεισίματος όλων των σχολείων και θα επέτρεπε τη ζωντανή λειτουργία πολλών σχολικών μονάδων που δε βρίσκονται σε περιοχές υψηλού επιδημιολογικού κινδύνου , όπως η συντριπτική πλειονότητα των περιοχών της νησιωτικής Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν όλων των νησιών των Κυκλάδων.