Γιατί τέτοιου είδους «διαγωνισμοί» ανοίγουν τον δρόμο ώστε, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της λεγόμενης «αξιολόγησης», να βαθμολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα σχολεία, αναφέρει ο σύλλογος Σεφέρης.
Η ανακοίνωση
Το ΥΠΑΙΘ ανακοίνωσε ότι την Τετάρτη 18/5/22 θα διεξαχθούν σε εθνικό επίπεδο οι εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα η επονομαζόμενη και ελληνική PISA (Programme for International Student Assessment), στην Στ΄Δημοτικού και στη Γ΄Γυμνασίου στα γνωστικά αντικείμενα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών για 6.000 μαθητές, από επιλεγμένα 300 Δημοτικά και 300 Γυμνάσια.
Στην περιοχή ευθύνης του Συλλόγου μας έχουν επιλεγεί το 11ο Ν. Ιωνίας, το 4ο Μεταμόρφωσης και το 1ο Ηρακλείου.
Οι προθέσεις του ΥΠΑΙΘ για το πού οδηγούν τέτοιου είδους εξετάσεις για μια ακόμα φορά δεν είναι καθόλου «αγνές» και «άδολες», καθώς η απάντηση βρίσκεται στο Δελτίο Τύπου του ίδιου του ΥΠΑΙΘ: «Η ελληνική PISA συμπληρώνει τη δέσμη των μεταρρυθμίσεων του ΥΠΑΙΘ των τελευταίων τριών ετών», όπως και στο σχετικό βίντεο της ιστοσελίδας του ΙΕΠ: «Η PISA είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ και είναι ένα εργαλείο, προκειμένου οι βέλτιστες πρακτικές που υπάρχουν στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ να γενικευτούν και να υιοθετηθούν στα υπόλοιπα εκπαιδευτικά προγράμματα…..» και ότι: «…..η έλλειψη ίσων ευκαιριών ειδικά για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν οφείλεται στις κοινωνικές ανισότητες αλλά στο ότι οι χαμηλού επιπέδου μαθητές δεν έχουν πρόσβαση σε σχολεία με εκπαιδευτικούς υψηλών προσόντων».
Η απάντηση λοιπόν του ΟΟΣΑ, της ΕΕ αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στις ανισότητες και στην αποτύπωσή τους στα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, είναι ο διαχωρισμός των μαθητών και η διοχέτευση αυτών που προέρχονται από τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα σε σχολεία υποβαθμισμένα, με περιεχόμενο πιο προσιτό στο επίπεδό τους, στο όνομα της «θετικής διάκρισης».
Άρα τέτοιου τύπου εξετάσεις, ειδικά στην κρίσιμη ηλικία της αποφοίτησης από το Δημοτικό, δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά εφαρμόζονται διεθνώς και σαν στόχο έχουν την κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών.
Επομένως το ερώτημα: « Γιατί αντιδράτε τόσο στην «ελληνική» όσο και στη διεθνή PISA;» πρέπει να μπει στη σωστή του βάση: Γιατί αντιδράτε στην πολιτική της κυβέρνησης για την παιδεία και στις πρακτικές του ΟΟΣΑ;
Γιατί τέτοιου είδους «διαγωνισμοί» ανοίγουν τον δρόμο ώστε, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της λεγόμενης «αξιολόγησης», να βαθμολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τα σχολεία, να δημιουργήσουν σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς πολλών ταχυτήτων.
Εμείς, οι εκπαιδευτικοί δε θέλουμε οι εξετάσεις να χρησιμοποιούνται για να διαχωρίζονται οι μαθητές σε παιδιά και αποπαίδια, δε θέλουμε ένα σχολείο υποβαθμισμένο για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών, ένα σχολείο που θα σηκώνει τεράστια εμπόδια απέναντι σε αυτά τα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν. Θέλουμε ένα σχολείο που να μορφώνει ολόπλευρα όλους τους μαθητές, θα τους βοηθά να συγκροτήσουν την προσωπικότητά τους, θα τους δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα ταλέντα τους και να σπουδάσουν, όσοι το επιθυμούν, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους. Αυτό το σχολείο είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με την πολιτική της κυβέρνησης τους σχεδιασμούς της ΕΕ, που υπηρέτησαν αδιαλείπτως όλες οι κυβερνήσεις, τις βέλτιστες πρακτικές του ΟΟΣΑ, αλλά και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, όπως η λεγόμενη αξιολόγηση και οι εξετάσεις τύπου PISA. Είναι χρέος μας απέναντι στους μαθητές μας να αντισταθούμε σε αυτό.
ü Εδώ και τώρα απαιτούμε από το ΥΠΑΙΘ να σταματήσει κάθε διαδικασία που σχετίζεται με τη λεγόμενη «ελληνική PISA».
ü Τα Δ.Σ. ΔΟΕ και ΟΛΜΕ οφείλουν να καταδικάσουν αυτή τη μεθόδευση του ΥΠΑΙΘ και να αναλάβουν την ευθύνη ώστε, με συλλογικό και συντονισμένο τρόπο, να ακυρωθεί στην πράξη, πανελλαδικά, αυτή η πρώτη απόπειρα εφαρμογής της «ελληνικής PISA». Να καλύψουν όλους τους συναδέλφους που τα σχολεία τους έχουν επιλεγεί για αυτές τις εξετάσεις, να μη συμμετέχουν με κάθε τρόπο. Να προκηρύξουν ενισχυτικά, πανελλαδικές στάσεις εργασίας τις ώρες διεξαγωγής των εξετάσεων.