Τα μικρότερα αδέλφια, μαθητών που φοιτούν ήδη στο σχολείο, δεν εξασφαλίζουν την εισαγωγή τους στο Πειραματικό, αφού η εγκύκλιος προβλέπει γι’ αυτά μόνο το 20% των θέσεων, μετά από ειδική κλήρωση, αναφέρει ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Πύργου Αρχαίας Ολυμπίας.
H ανακοίνωση:
Μετά την απόφαση 51614/Δ6 (ΦΕΚ 1895/11-5-2021) σύμφωνα με την οποία χαρακτηρίζονται ως συνδεδεμένα Πειραματικά Σχολεία (ΠΕΙ.Σ.),και μάλιστα χωρίς κανέναν διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, οι σχολικές μονάδες του 3ου Νηπιαγωγείου Πύργου και του 1ου Δημοτικού Σχολείου Πύργου, οφείλουμε να ενημερώσουμε όλη την κοινωνία τόσο για τη θέση μας όσο και για το πλαίσιο που η απόφαση αυτή εντάσσει τη λειτουργία των συγκεκριμένων σχολείων από το σχολικό έτος 2021-2022.
Η εκπαιδευτική κοινότητα ανέκαθεν ήταν θετική σχετικά με την ίδρυση Πειραματικών Σχολείων.
Επισημαίνουμε ότι στην εκπαιδευτική μας αντίληψη, ο πειραματισμός και η καινοτομία στην εκπαίδευση αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συνολική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των μαθητών μας. Φυσικά, οι έννοιες πειραματισμός και καινοτομία δεν είναι κενές περιεχομένου για μας. Εντάσσονται και αυτές στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική, στους στόχους που θέτει, τόσο για το σχολείο όσο και γενικότερα για την κοινωνία.
Η προσπάθεια γενίκευσης, ωστόσο, των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων, με τον τρόπο που επιχειρείται, δεν κινείται στο πλαίσιο αναβάθμισης του δημόσιου σχολείου, αλλά παραμένει συνεπής στο πλαίσιο της υπόλοιπης αντιεκπαιδευτικής πολιτικής που ακολουθείται πιστά τα τελευταία χρόνια από όλες τις πολιτικές ηγεσίες του ΥΠΑΙΘ.
Συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια ενίσχυσης της διαφοροποίησης, της κατηγοριοποίησης, της δημιουργίας σχολείων πολλών ταχυτήτων. Η πρακτική του “αποφασίζουμε και διατάσσουμε”, που ακολουθείται, είναι βγαλμένη από την καθημερινή πρακτική του υπουργείου Παιδείας και της κυβέρνησης και η οποία δείχνει καθαρά ότι είναι αποφασισμένη να περάσει την πολιτική της, πάση θυσία.
Όλοι όμως αυτοί που κόπτονται για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, δεν έδειξαν την ίδια ανησυχία και ενδιαφέρον για την ανυπαρξία ολιγομελών τμημάτων, για τα μη ελεγμένα για αντισεισμική προστασία σχολεία, για τις ελλείψεις εκπαιδευτικών, τις πενιχρές χρηματοδοτήσεις, την εξασφάλιση σύγχρονου εξοπλισμού και δομών.
Η πρόσκληση του ΥΠΑΙΘ δεν αφορούσε στην ίδρυση, αλλά στη μετατροπή και χαρακτηρισμό υπαρχουσών σχολικών μονάδων ως Πειραματικά Σχολεία.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο με ποια κριτήρια επελέγησαν οι συγκεκριμένες σχολικές μονάδες με δεδομένο ότι στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Πύργου φοιτά περίπου το ¼ των μαθητών της πόλης του Πύργου, δεν αποτελεί μια μικρή και ευέλικτη σχολική μονάδα, έχει μεγάλα τμήματα, πολλούς οργανικά τοποθετημένους εκπαιδευτικούς, στεγάζεται σε ένα κτίριο το οποίο χρειάζεται πολλές παρεμβάσεις προκειμένου να λειτουργήσει στο πλαίσιο που ο νόμος για τα Πειραματικά Σχολεία ορίζει.
Επίσης απορία μας προκαλεί η διασύνδεση δύο σχολείων (3ο Νηπιαγωγείο και 1ο Δημοτικό) που βρίσκονται στα δύο άκρα της πόλης. Στην ουσία «αναβαθμίζονται» σε Πειραματικά, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς μέριμνα να αποκτήσουν οργανική σύνδεση με φορείς της παιδαγωγικής επιστήμης, χωρίς φροντίδα για «την υποστήριξη του πειραματισμού και της πιλοτικής εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα».
Έχουμε πραγματικά την απορία αν στα Πειραματικά σχολεία υπάρχουν κάποια αποτελέσματα διδακτικών πρακτικών ή δοκιμάστηκαν προγράμματα σπουδών που κρίθηκαν με παιδαγωγικό και επιστημονικό τρόπο άξια να εφαρμοστούν σε όλο το δημόσιο σχολείο.
Οι σχολικές μονάδες δε, που προτάθηκαν μονομερώς για τον χαρακτηρισμό τους ως ΠΕΙ.Σ., δεν ενημερώθηκαν για την Αίτηση του Διευθυντή ΠΕ Ηλείας κ. Ν. Κλάδη, από το Αυτοτελές Τμήμα Προτύπων και Πειραματικών Σχολείων ως έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 2, παρ. 5 της Υ.Α. 22631/Δ6/26-2-2021, παρά μόνο για την απόφαση μετατροπής τους σε ΠΕΙ.Σ. χωρίς, μάλιστα, να προηγηθεί καμία συζήτηση, κανένας διάλογος, καμία ενημέρωση από τον ίδιο τον Διευθυντή Π.Ε. Ηλείας, ο οποίος και κατέθεσε την αίτηση και, ως προϊσταμένη αρχή είχε την υποχρέωση, ηθική τουλάχιστον, να πράξει ως έτσι απέναντι στους εκπαιδευτικούς.
Καταργείται επί της ουσίας το σχολείο της «γειτονιάς».
Στα πειραματικά σχολεία έχουν δικαίωμα αίτησης εγγραφής μαθητές από όλο το νομό με τη διενέργεια κλήρωσης για το σύνολο των μαθητών που θα φοιτήσουν στα σχολεία, με βάση τις αποφάσεις της αρμόδιας επιτροπής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι μαθητές της ζώνης των σχολείων αυτών, οι οποίοι έως σήμερα γνώριζαν ότι θα φοιτήσουν στα συγκεκριμένα σχολεία, πιθανό να μετεγγραφούν σε άλλα σχολεία.
Τα μικρότερα αδέλφια, μαθητών που φοιτούν ήδη στο σχολείο, δεν εξασφαλίζουν την εισαγωγή τους στο Πειραματικό, αφού η εγκύκλιος προβλέπει γι’ αυτά μόνο το 20% των θέσεων, μετά από ειδική κλήρωση. Τα παιδιά δηλαδή μιας οικογένειας μπορεί να φοιτούν σε δύο διαφορετικά σχολεία, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Τα έξοδα δε μεταφοράς των μαθητών, που δεν κατοικούν κοντά στο Πειραματικό και που επιθυμούν να εγγραφούν σε αυτό, δεν καλύπτονται από το Υπουργείο αλλά από τους ίδιους τους γονείς. Θέτουμε λοιπόν ρητορικά το ερώτημα, από ποια κοινωνικά στρώματα είναι οι οικογένειες που μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτά τα έξοδα; Εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο η ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση όλων των μαθητών; Εξασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο το τυχαίο και αντιπροσωπευτικό δείγμα που θέλουμε στα Πειραματικά;
Βασικές διαδικασίες του σχολείου περνούν σε εξωσχολικούς και άρα αναρμόδιους φορείς.
Ο Σύλλογος Διδασκόντων δεν αποτελεί επί της ουσίας το κυρίαρχο όργανο του σχολείου. Η χρηματοδότηση των Προτύπων και Πειραματικών θα γίνεται «από δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές». Και επίσημα πια, οι χορηγοί μπαίνουν στα σχολεία, απαλλάσσοντας φυσικά το κράτος από την αποκλειστική ευθύνη λειτουργίας των συγκεκριμένων σχολικών μονάδων. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για σχολεία πολλών ταχυτήτων με διαφορετική χρηματοδότηση, διαφορετικό πρόγραμμα, διαφορετικά μαθήματα.
Δημιουργεί επισφαλείς εργασιακές σχέσεις στους εκπαιδευτικούς μιας και καταργείται η μονιμότητα των οργανικών θέσεων και δύναται να τροποποιείται το ωράριό τους
Ξεχωριστό πρόβλημα αποτελεί και η κινητικότητα των εκπαιδευτικών, που θα προκύψει αναγκαστικά, με δεδομένο ότι οι εκπαιδευτικοί χάνουν τις οργανικές τους θέσεις. Είναι ζήτημα που αφορά όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς, που θα περιέλθουν σε μία κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας αλλά και ζήτημα που αφορά τους μαθητές και τους γονείς τους, αφού η σταθερή επαφή των μαθητών με τους εκπαιδευτικούς τους μόνο θετική επίδραση μπορεί να έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Μάλιστα, η πολιτική ηγεσία έχει φροντίσει να επενδύσει ακριβώς σε αυτό, στον φόβο δηλαδή της ανασφάλειας που δημιουργεί η απώλεια οργανικής θέσης, ώστε εμμέσως να πιέσει, τους οργανικά τοποθετημένους εκπαιδευτικούς στα σχολεία αυτά, να παραμείνουν στη θέση τους και να λειτουργήσουν στο νέο πλαίσιο ως Πειραματικά, επειδή γνωρίζει ότι ελάχιστοι πρόθυμοι εκπαιδευτικοί θα βρεθούν να στελεχώσουν τα νέα Πειραματικά σχολεία της πόλης. Επιπλέον, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Δ.Ε.Π.Π.Σ., μπορεί να τροποποιείται το διδακτικό ωράριο των υπηρετούντων εκπαιδευτικών στα Π.Σ. και ΠΕΙ.Σ.» καταστρατηγώντας εργασιακά κεκτημένα και δημιουργώντας καθεστώς γενικότερης ανασφάλειας των εκπαιδευτικών.
Αναβάθμιση της εκπαίδευσης όμως σημαίνει να υπάρχουν ολιγομελή – και όχι 25άρια, όπως ψήφισε εν μέσω πανδημίας η κυβέρνηση – τμήματα, σε σύγχρονες αίθουσες, για να μπορεί με πραγματικά παιδαγωγικούς όρους να πραγματοποιείται απρόσκοπτα η εκπαιδευτική διαδικασία. Αναβάθμιση της εκπαίδευσης σημαίνει στο χτύπημα του κουδουνιού τον Σεπτέμβρη να είναι όλοι οι εκπαιδευτικοί, όλων των ειδικοτήτων, στη θέση τους. Εκπαιδευτικοί μόνιμοι για να μπορούν και του χρόνου να είναι εκεί δίπλα στους μαθητές τους και όχι να αντιμετωπίζουμε κάθε χρόνο την απαράδεκτη κατάσταση που ζούμε σήμερα, με περίπου 50.000(!) συμβασιούχους – αναπληρωτές εκπαιδευτικούς να ζουν με μια βαλίτσα στο χέρι κάθε καλοκαίρι.