Η πρόταση για επαναπροκήρυξη της Απεργίας-Αποχής στη Γενική Συνέλευση δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τα 2/3 των απαιτούμενων ψήφων για να τεθεί σε ισχύ.
H ανακοίνωση
Στις 16 Οκτωβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε η Γενική Συνέλευση των Προέδρων των ΕΛΜΕ. Σε αυτή τη Γενική Συνέλευση, η μεγάλη πλειοψηφία των ΕΛΜΕ τάχθηκε υπέρ της συνέχισης του αγώνα ενάντια στην πολιτική της κατηγοριοποίησης και διαφοροποίησης των σχολείων, που υποβαθμίζει το δημόσιο σχολείο, οξύνει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση και επεκτείνει την επιχειρηματική-ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των σχολείων που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ και το Υπουργείο Παιδείας, ιδιαίτερα με τους τελευταίους νόμους.
Η πρόταση για επαναπροκήρυξη της Απεργίας-Αποχής στη Γενική Συνέλευση δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τα 2/3 των απαιτούμενων ψήφων για να τεθεί σε ισχύ.
Όμως, το γεγονός ότι στην ψηφοφορία καταγράφηκε το 54% των προέδρων των ΕΛΜΕ, κόντρα στην πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΜΕ, είναι ελπιδοφόρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε μια σειρά ΕΛΜΕ, κάτω από την πίεση των ίδιων των συναδέλφων και παρά την προσπάθεια τρομοκρατίας και εκφοβισμού από τις δυνάμεις της ΔΑΚΕ και της ΣΥΝΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ), ψήφισαν τη συνέχιση του αγώνα. Αυτή η προσπάθεια είναι ελπιδοφόρα και δείχνει τον δρόμο για το πως πρέπει να κινηθεί το κίνημα, κόντρα στην προσπάθεια που κάνει η ηγεσία της ΟΛΜΕ να μαζέψει την μαζική αντίδραση των εκπαιδευτικών και να βάλει πλάτη στην υλοποίηση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Ιδιαίτερες ευθύνες έχει η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στην ΟΛΜΕ. Χωρίς την ψήφο τους δε θα μπορούσε να σταματήσει η απεργία-αποχή. Η απόφαση να σταματήσει η απεργία-αποχή ήταν πολιτική επιλογή της πλειοψηφίας που δεν επηρεάστηκε ούτε καν από τεράστια απεργία της 11ης του Οκτώβρη. Η στάση αυτή είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τη τοποθέτηση του προέδρου του Κόμματος τους, ότι “εμείς στα δύσκολα βάζουμε πλάτη”.
Η απόφαση για διακοπή της απεργίας-αποχής, που πήρε η ηγεσία της ΟΛΜΕ, σημαίνει αποδοχή των διατάξεων του νόμου Χατζηδάκη. Οι παρατάξεις της πλειοψηφίας, και ειδικά οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αποδέχθηκαν την απόφαση των δικαστηρίων που έκρινε παράνομη την απεργία, για τους λόγους που προβλέπονται στο αντεργατικό τερατούργημα (γνωστοποίηση στον ΟΜΕΔ, καθορισμό προσωπικού εγγυημένης λειτουργίας κλπ). Η επιλογή αυτή, τη δεδομένη στιγμή, αναγκάζει έναν ολόκληρο κλάδο να υποταχθεί στις αποφάσεις των δικαστηρίων. Αυτή είναι η πραγματική αποδοχή του νόμου Χατζηδάκη. Η υποταγή στους νόμους της κυβέρνησης και τις αποφάσεις των δικαστηρίων και όχι η στήριξη της πρότασης των ΕΛΜΕ και των συνδικαλιστών του ΠΑΜ για την επαναπροκήρυξη της Απεργίας-Αποχής.
Υπονομεύουν στην πράξη την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ όπου ανάμεσα σε άλλα αναφέρει ότι: «…Σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που οι προϋποθέσεις που θέτει ο ν. Χατζηδάκη για την πραγματοποίηση μιας απεργίας που υπονομεύουν ή στην πράξη την κάνουν αδύνατη δεν θα εφαρμόσουμε το νόμο Χατζηδάκη (π.χ. ημερομηνίες κατάθεσης εξώδικου για στάσεις εργασίας, ποσοστό προσωπικού ασφαλείας, καθορισμό προσωπικού εγγυημένης λειτουργίας). Σε καμιά περίπτωση δεν αποδεχόμαστε η πραγματοποίηση της απεργίας να εξαρτάται από την έκθεση ή τη σύμφωνη γνώμη του ΟΜΕΔ….»
Με άλλα λόγια η ίδια η απόφαση που στήριξαν οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στην ΑΔΕΔΥ δε λέει ότι μια Ομοσπονδία δεν μπορεί να πάει στον ΟΜΕΔ για να συνεχίσει μια απεργιακή κινητοποίηση αλλά ότι δεν θα εξαρτηθεί η πραγματοποίηση της από την γνωστοποίηση ή τη σύμφωνη γνώμη του ΟΜΕΔ.
Είναι φανερό ότι οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στην ΟΛΜΕ για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους στάση και να μαζέψουν την Απεργία-Αποχή κάνουν το άσπρο μαύρο, άλλα λένε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άλλα ψηφίζουν στην ΑΔΕΔΥ και στο υπόλοιπο Δημόσιο.
Η στάση τους στη Γενική Συνέλευση των Προέδρων είχε άλλη σκοπιμότητα, δεν έχει καμία σχέση με την υπεράσπιση του συνδικαλιστικού κινήματος από την αντεργατική πολιτική της ΝΔ ή την προστασία των συναδέλφων.
Η στάση τους καθορίστηκε από τη συνολική αντίληψη που έχουν για το κίνημα. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό κίνημα δε θέλουν και δεν μπορούν να τραβήξουν έναν αγώνα πέρα από τα στενά όρια που βάζουν οι αστικές κυβερνήσεις, τα δικαστήρια και οι μηχανισμοί του.
Θέλουν ένα κίνημα που δεν θα αμφισβητεί τον πυρήνα των αντιεκπαιδευτικών σχεδιασμών, τις κατευθύνσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για το σχολείο που υπηρετεί η ΝΔ και οι ίδιοι υπηρέτησαν επάξια όταν ήταν στην κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστική η κουλτούρα της αξιολόγησης που ήθελε να φέρει ο κ. Γαβρόγλου στα σχολεία, νόμος 4547/18, το προσοντολόγιο, οι αλλαγές στο Λύκειο, το αυτόνομο σχολείο και μια σειρά άλλα νομοθετήματα που αξιοποίησε η κυβέρνηση της ΝΔ και τα εφαρμόζει προς το χειρότερο.
Θέλουν ένα κίνημα που απλά θα γρατζουνάει την κυβέρνηση της ΝΔ, σε μια λογική φθοράς και δεν θα ξεφεύγει από τα όρια της κυβερνητικής εναλλαγής. Αυτό άλλωστε ήταν και το περιεχόμενο των δηλώσεων του κ. Φίλη, ο οποίος αναφερόμενος στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι «…καθιέρωσε ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης σε επίπεδο σχολικής μονάδας…». Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν και τα τιτιβίσματα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κυρίτση που λίγο πριν την πανεργατική απεργία ενάντια στο νόμο Χατζηδάκη ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε: «Δε χρειάζεται να απεργήστε, απλά ψηφίστε μας!» και τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τα μισά άρθρα του νόμου Χατζηδάκη. Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ συνεχώς επαναλαμβάνει ότι όλο αυτό το διάστημα το κόμμα του κάνει «υπεύθυνη» αντιπολίτευση στην κυβέρνηση και «βάζει πλάτη», είτε με αφορμή την πανδημία, είτε στο θέμα των φυσικών καταστροφών, είτε στα ζητήματα της οικονομίας. Ακριβώς αυτό έγινε και στην περίπτωση της «αξιολόγησης». Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βάζουν πλάτη…
Μετά από αυτές τις εξελίξεις στην ΟΛΜΕ, είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ να σπάσει το κλίμα αναμονής, η λογική που σκόπιμα καλλιεργείται ότι με τους αγώνες δε γίνεται τίποτα και οι αυταπάτεες ότι οι λύσεις μπορούν να δοθούν μόνο «από τα πάνω», από κάποιες «προοδευτικές κυβερνήσεις». Τις «λύσεις» αυτές τις δοκιμάσαμε στο παρελθόν, ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί, και έχουμε πικρή εμπειρία. Η κάθε κυβέρνηση πατάει στους νόμους της προηγούμενης και νομοθετεί επιπλέον μέτρα ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να δυναμώσει ο κοινός αγώνας όλων των εργαζομένων ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική κάθε κυβέρνησης. Περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να αποδυναμωθούν στην Ομοσπονδία και τις ΕΛΜΕ οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που μπαίνουν εμπόδιο σε αυτή την προοπτική. Χρειαζόμαστε σωματεία που θα παλεύουν και θα υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζομένων χωρίς ταλάντευση, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνηση, πραγματικό αποκούμπι και στήριγμα των εργαζομένων και όχι το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης και των μνηστήρων της, μέσα στο κίνημα.
Ακτύπης Δημήτρης μέλος του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, στέλεχος του ΠΑΜΕ