Η νεοφιλελεύθερη στόχευση εξοικονόμησης πόρων και ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, η έλλειψη σοβαρού σχεδιασμού και η πρωτοφανής άγνοια της εκπαιδευτικής πραγματικότητας από πλευράς υπουργείου παιδείας για άλλη μία φορά προκαλεί τεράστια αναστάτωση στις σχολικές μονάδες και τους/τις εκπαιδευτικούς.
ΣΥΝΕΚ
Με Απόφαση της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίστηκε το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξεων του Γενικού Λυκείου. Η απόφαση αυτή, που φέρει σαρωτικές αλλαγές, εκδόθηκε στις 16 Ιουνίου κι ενώ οι υπηρεσιακές μεταβολές (οργανικές τοποθετήσεις, βελτιώσεις κλπ) ολοκληρώνονταν από τα ΠΥΣΔΕ. Η απαράδεκτη αυτή καθυστέρηση ανατρέπει επί της ουσίας όλες τις έως τώρα, καθόλα νόμιμες, διαδικασίες των ΠΥΣΔΕ και τον προγραμματισμό των σχολικών μονάδων, και αναδεικνύει για μία ακόμη φορά την πλήρη αδιαφορία του ΥΠΑΙΘ για τις εργασιακές συνθήκες και τις ζωές των εκπαιδευτικών.
Στο νέο ωρολόγιο πρόγραμμα, είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση οραματίζεται ένα αποστεωμένο από κάθε έννοια έρευνας, τέχνης και κοινωνικών αξιών σχολείο, που θα αποτελεί ένα ασφυκτικό εξεταστικό κέντρο, προθάλαμο των πανεπιστημίων. Χωρίς καμία επιστημονική και παιδαγωγική τεκμηρίωση, και όπως πάντα χωρίς κανένα διάλογο, καταργεί μαθήματα καλλιτεχνικών, έρευνας (project) και κοινωνικοοικονομικών επιστημών, συνεχίζοντας την παιδαγωγική οπισθοδρόμηση που επέβαλε ψηφίζοντας το ν.4692/2020 λίγες μέρες πριν και αδιαφορώντας για τους σκοπούς της εκπαίδευσης που μεταξύ άλλων είναι οι μαθητές/τριες «να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό» (άρθρο 1 του ν.1566/85) αλλά και για τα όσα το Σύνταγμα προβλέπει για την Παιδεία στο άρθρο 16, παρ. 1 : «H τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Kράτους».
Ιδιαίτερα οι κοινωνικές επιστήμες συμβάλλουν καθοριστικά στους παραπάνω στόχους, αφού είναι απαραίτητες για τη γενική μόρφωση των μαθητών/τριων, την γνώση των κοινωνικών θεσμών, την κοινωνική ευαισθητοποίηση και την ομαλή ένταξή τους στο κοινωνικό περιβάλλον. Ο δε τεχνητός διαχωρισμός των ανθρωπιστικών σπουδών από τις κοινωνικές επιστήμες είναι παντελώς αντιεπιστημονικός.
Η κατάργηση του ήδη υποβαθμισμένου μαθήματος του Σχεδίου, που είναι μάθημα πανελλαδικώς εξεταζόμενο και προαπαιτούμενο για πλήθος πανεπιστημιακών σχολών, αποτελεί προφανή παραβίαση του Συντάγματος (Άρθρο 16, παρ.4: Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια), καθώς πλέον όσοι/ες μαθητές/τριες ενδιαφέρονται για τις αντίστοιχες σπουδές δε θα έχουν τη δυνατότητα να διδαχθούν στο δημόσιο σχολείο ένα μάθημα στο οποίο καλούνται να εξεταστούν στις πανελλαδικές εξετάσεις. Η κυβέρνηση, πιστή στο στόχο της για ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, ωθεί απροκάλυπτα τους/τις μαθητές/τριες στα φροντιστήρια, αδιαφορώντας πλήρως για το θεμελιωμένο δικαίωμα τους σε ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα των ΓΕΛ, με τις καταργήσεις μαθημάτων αφήνει έκθετους/ες χιλιάδες εκπαιδευτικούς, που ουσιαστικά μένουν άνευ αντικειμένου διδασκαλίας στα ΓΕΛ ή και συνολικά στο δημόσιο σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί Καλλιτεχνικών ειδικοτήτων (Εικαστικών, Μουσικής, Θεατρολογίας) και οι Κοινωνιολόγοι (ΠΕ78) εξοστρακίζονται πλήρως από τα ΓΕΛ, ενώ μεγάλες συνέπειες υφίστανται και οι Οικονομολόγοι (ΠΕ80) σε ΓΕΛ και Γυμνάσιο. Ειδικά οι ΠΕ78, από το σχολικό έτος 2021-22 κατά το οποίο θα καταργηθεί και η Κοινωνιολογία της Γ’ Λυκείου, ουσιαστικά εκδιώκονται συνολικά από το δημόσιο σχολείο, καθώς δεν θα μπορούν να καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις σε καμία
βαθμίδα εκπαίδευσης ή τύπο σχολείου.
Είναι προφανές ότι στις ειδικότητες αυτές θα χαθούν χιλιάδες οργανικές θέσεις για τους/τις μόνιμους/ες εκπαιδευτικούς και θέσεις εργασίας για τους/τις αναπληρωτές/τριες, οδηγώντας τους στην ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση σε εργασιακό καθεστώς γαλέρας προκειμένου να συμπληρώσουν το ωράριό τους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, που το 2013 έθεσε σε διαθεσιμότητα 2500 εκπαιδευτικούς, συνεχίζει μεθοδικά τον εξοστρακισμό ειδικοτήτων από το δημόσιο σχολείο με στόχο τη μείωση του κόστους της ήδη υποχρηματοδοτούμενης εκπαίδευσης και την υλοποίηση του οράματός της για το σχολείο της αγοράς στο οποίο οι παιδαγωγικές επιταγές, τα συνταγματικά δικαιώματα, οι ανάγκες των μαθητών και η επαγγελματική αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών περιττεύουν.